Κατά το υπόλοιπο του 21ου αιώνα, ο παγκόσμιος, ανθρώπινος πληθυσμός αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται. Το πιο σημαντικό, θα συνεχίσει να μεγαλώνει ηλικιακά. Μέχρι το 2100, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών προβλέπει πως θα υπάρχουν περισσότεροι από δέκα δισεκατομμύρια από εμάς, σε σχέση με τα 7,3 δισεκατομμύρια που είμαστε σήμερα. Την ίδια στιγμή, ο αριθμός των ανθρώπων που θα ξεπερνά τα 60 αναμένεται να διπλασιαστεί μέχρι το 2050 και να είναι παραπάνω από τριπλάσιος μέχρι το τέλος του αιώνα.
Καθώς οι κοινωνίες σε όλον τον κόσμο προετοιμάζονται για αυξημένους αριθμούς συνταξιούχων, η πολιτική πρόκληση θα είναι να εξασφαλιστεί χρηματοπιστωτική βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων ενώ θα εγγυάται επαρκή εισοδήματα για όσους δεν εργάζονται πλέον. Σήμερα, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα από την Allianz, μόλις τέσσερις χώρες δείχνουν να το έχουν πετύχει αυτό: η Φινλανδία, η Νορβηγία, η Ολλανδία και η Νέα Ζηλανδία.
Προηγουμένως, αναλύσαμε τη βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων 50 χωρών. Πολλές χώρες που είχαν κακή απόδοση στο τεστ – με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα τη Γαλλία, την Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία – ήταν από τα ευρωπαϊκά κράτη πρόνοιας, όπου οι γενναιόδωρες συντάξεις του δημοσίου προσθέτουν μεγάλα βάρη στην εθνική οικονομία. Το 2010, οι δαπάνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα δημόσια συνταξιοδοτικά συστήματα αντιστοιχούσαν στο 11,3% του ΑΕΠ. Αυτό αναμένεται να ανέλθει στο 12,9% του ΑΕΠ μέχρι το 2060. Παρόμοια επιβάρυνση μπορεί να παρατηρηθεί στην Ιαπωνία και τη Βραζιλία, υποδεικνύοντας μια σημαντική ανάγκη για μεταρρυθμίσεις και εκεί.
Αντιθέτως, πολλές από τις χώρες που είχαν υψηλό βαθμό στην αξιολόγηση της βιωσιμότητας το πέτυχαν επειδή τα δημόσια συνταξιοδοτικά συστήματα κάλυπταν μόνο το μίνιμουμ που είναι απαραίτητο για να προστατευτούν οι συνταξιούχοι από την απόλυτη φτώχια. Αυτές οι χώρες συμπεριλαμβάνουν την Αυστραλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία. Σε αυτές τις χώρες, οι συνταξιούχοι θα χρειαστούν επιπλέον μορφές αποταμιεύσεων και εισοδήματος για να διατηρήσουν το βιοτικό επίπεδο που έχουν συνηθίσει.
Η πρώτη έρευνα μας παρείχε πληροφορίες με πληροφορίες για την ικανότητα των κυβερνήσεων να τηρήσουν τις δεσμεύσεις. Τώρα θελήσαμε να λάβουμε υπόψη εάν αυτές οι δεσμεύσεις θα αποδεικνύονταν επαρκείς για τις ανάγκες των συνταξιούχων.
Δεν υπάρχει απλός τρόπος να μετρηθεί η επάρκεια ενός συνταξιοδοτικού συστήματος. Πιθανά όρια συμπεριλαμβάνουν το όριο της φτώχιας, ένα ποσοστό του εισοδήματος πριν από τη συνταξιοδότηση, ή κάποιο συγκεκριμένο βιοτικό επίπεδο. Ενώ οι εναλλακτικές πηγές εισοδήματος ή πλούτου μπορούν να κάνουν τους συνταξιούχους να εξαρτώνται λιγότερο από τα δημόσια συστήματα, οι ιδιαίτερες οικονομικές ανάγκες των μεγαλύτερων ανθρώπων μπορούν να αυξήσουν την ανάγκη πόρων. Ο ορισμός που χρησιμοποιείται σε αυτήν την έρευνα προσπαθεί να βρει μιαν ισορροπία, λαμβάνοντας υπόψη διαφορετικές πηγές πλούτου και εισοδήματος καθώς και όλα τα έξοδα που συνδέονται με την τρίτη ηλικία.
Σε ότι αφορά την επάρκεια, τα ώριμα συνταξιοδοτικά συστήματα των ανεπτυγμένων χωρών αποδίδουν καλά. Η Ολλανδία βρέθηκε στην κορυφή της λίστας, ακολουθούμενη από τη Δανία, τη Νορβηγία, την Ελβετία, την Ιαπωνία και την Αυστρία. Αυτές οι χώρες παρέχουν σε μεγάλο βαθμό γενναιόδωρες κρατικές συντάξεις, με τη στήριξη άλλων πηγών εισοδήματος και μη-συνταξιοδοτικού πλούτου, και επωφελούνται από τη μεγαλύτερη διάρκεια της εργασιακής ζωής και τις χαμηλότερες ιατροφαρμακευτικές δαπάνες.
Αξίζει να σημειωθεί πως από τις χώρες που είχαν υψηλό βαθμό βιωσιμότητας, δεν είχαν όλες και υψηλό βαθμό σε ότι αφορά την επάρκεια. Αντίθετα, η καλή απόδοση και στα δύο μέτρα αποτελεί εξαίρεση.
Η Αυστραλία, για παράδειγμα, βρίσκεται στην κορυφή της λίστας για τη βιωσιμότητα, όμως είναι 35η από 50 χώρες σε ότι αφορά την επάρκεια. Οι εργαζόμενοι στην Αυστραλία βγαίνουν στη σύνταξη νωρίς, έχουν περιορισμένο πλούτου εκτός της σύνταξης, και βρίσκονται αντιμέτωποι με σημαντικά κόστη διαβίωσης. Το υποχρεωτικό από το κράτος σχέδιο ιδιωτικών αποταμιεύσεων δε φαίνεται να έχει ακόμη επαρκή περιουσία για να επανορθώσει για το συγκριτικά φειδωλό δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας. Το πρόβλημα επιδεινώνεται όταν οι άνθρωποι λαμβάνουν εφάπαξ πληρωμές και δεν μετατρέπουν τα περιουσιακά τους στοιχεία σε πηγή εισοδήματος για τη συνταξιοδότηση. Εν ολίγοις, μπορεί το συνταξιοδοτικό σύστημα της Αυστραλίας να είναι βιώσιμο, όμως είναι απίθανο να καλύψει τις ανάγκες των συνταξιούχων της.
Από τη δεκαετία του 1990, πολλές χώρες έχουν παρουσιάσει σημαντικές συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις, κινούμενες σε μεγάλο βαθμό στην ίδια κατεύθυνση: την κατανομή κινδύνου μεταξύ κυβερνήσεων, εταιρειών και ατόμων με έναν πιο ισορροπημένο τρόπο. Αυτές οι προσπάθειες αξίζουν εύσημα, χρειάζεται ωστόσο και να ενισχυθούν, εάν θέλουν κι άλλες χώρες να ακολουθήσουν τη Φινλανδία, τη Νορβηγία, την Ολλανδία και τη Νέα Ζηλανδία στην ομάδα των χωρών που έχουν συνταξιοδοτικά συστήματα που είναι ταυτόχρονα και βιώσιμα και επαρκή.
Καθώς οι κοινωνίες μεγαλώνουν σε ηλικία, η πράξη της λεπτής εξισορρόπησης μεταξύ της φροντίδας των σημερινών συνταξιούχων και της ταυτόχρονης εξασφάλισης των δικαιωμάτων των επόμενων γενιών θα γίνει πιο δύσκολη – και πιο σημαντική. Η αποτυχία θα είχε ως αποτέλεσμα υπερφορτωμένα και μη βιώσιμα δημόσια οικονομικά, και θα εξέθετε μια σημαντική και αυξανόμενη ομάδα ψηφοφόρων σε έντονη φτώχια. Όπως γνωρίζει οποιοσδήποτε αποταμιευτής σύνταξης, η στιγμή για να προετοιμαστεί κανείς για το μέλλον είναι τώρα.