Η παγκόσμια οικονομία πέφτει σε ένα τέλμα βραδείας ανάπτυξης, οδηγημένη εκεί από την ανικανότητα ή την απροθυμία των πολιτικών παραγόντων να αντιμετωπίσουν σημαντικά εμπόδια σε παγκόσμιο επίπεδο. Πράγματι, ακόμη και ο σημερινός αναιμικός ρυθμός ανάπτυξης κατά πάσα πιθανότητα δεν είναι βιώσιμος. Το ερώτημα είναι κατά πόσο μια ειλικρινής αξιολόγηση των εμποδίων για την οικονομική απόδοση παγκοσμίως θα ωθήσει τους πολιτικούς παράγοντες σε δράση.
Από το 2008, η πραγματική (προσαρμοσμένη στον πληθωρισμό) σωρευτική ανάπτυξη στις ανεπτυγμένες οικονομίες έχει σύνολο μόλις 5-6%. Ενώ το ΑΕΠ της Κίνας έχει αυξηθεί κατά περίπου 70%, κάτι που την κάνει τον μεγαλύτερο εισφορέα στην παγκόσμια ανάπτυξη, αυτό βοηθήθηκε ουσιαστικά από επενδύσεις πυροδοτούμενες από χρέος. Και πράγματι, καθώς το κίνητρο φθίνει, η επίπτωση της ανεπαρκούς ζήτησης από τις προηγμένες χώρες στην ανάπτυξη της Κίνας γίνεται ολοένα και πιο εμφανής.
Η ανάπτυξη υπονομεύεται από όλες τις πλευρές. Η μόχλευση αυξάνεται, με περίπου 57 τρισεκατομμύρια ευρώ να έχουν συσσωρευτεί παγκοσμίως από το ξεκίνημα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Και αυτή η μόχλευση – μεγάλο μέρος αυτής είναι αποτέλεσμα της νομισματικής επέκτασης στις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες του κόσμου – δεν εξυπηρετεί καν τον στόχο της ώθησης της μακροπρόθεσμης συνολικής ζήτησης. Άλλωστε, οι διευκολυντικές νομισματικές πολιτικές μπορούν στην καλύτερη περίπτωση να κερδίσουν χρόνο μέχρι να αναδειχθούν πιο ανθεκτικές πηγές ζήτησης.
Επιπλέον, μια παρατεταμένη περίοδος χαμηλών επιτοκίων έχει σπρώξει προς τα πάνω τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων, κάνοντάς τες να αποκλίνουν από την επικείμενη οικονομική απόδοση. Ωστόσο, ενώ τα επιτόκια είναι πιθανό να παραμείνουν χαμηλά, οι επιπτώσεις τους στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων μάλλον δε θα επιμείνουν. Ως αποτέλεσμα, οι επιστροφές των περιουσιακών στοιχείων πιθανώς θα μειωθούν συγκριτικά με το πρόσφατο παρελθόν. Με τις τιμές ήδη να θεωρούνται ευρέως πως βρίσκονται στην περιοχή της φούσκας, μια διόρθωση προς τα κάτω φαίνεται πιθανή. Οι όποιες θετικές συνέπειες μπορεί να είχαν τα αποτελέσματα του πλούτου στην κατανάλωση και την απομόχλευση δεν είναι πιθανό να συνεχιστούν.
Ο κόσμος είναι επίσης αντιμέτωπος με ένα σοβαρό πρόβλημα επένδυσης, κάτι για το οποίο το χαμηλό κόστος του κεφαλαίου δεν έχει κάνει τίποτα για να αντιμετωπιστεί. Οι επενδύσεις του δημόσιου τομέα βρίσκονται αυτή τη στιγμή κάτω από το επίπεδο που χρειάζεται για να συντηρηθεί μια στέρεη ανάπτυξη, λόγω της ανεπαρκούς συνεισφοράς τους στη συνολική ζήτηση και στα κέρδη της παραγωγικότητας.
Η πιο πιθανή εξήγηση για αυτήν την έλλειψη δημόσιων επενδύσεων είναι οι δημοσιονομικοί περιορισμοί. Και πράγματι, το χρέος και οι μη χρηματοδοτούμενες υποχρεώσεις εκτός του χρέους, επιβαρύνουν τους ισολογισμούς του δημόσιου τομέα και τα ασφαλιστικά ταμεία, φθείροντας τα θεμέλια μιας ανθεκτικής, βιώσιμης ανάπτυξης.
Ωστόσο, εάν ο καλύτερος τρόπος για να μειωθεί η υπερχρέωση του δημοσίου είναι η επίτευξη υψηλότερης ονομαστικής ανάπτυξης ΑΕΠ (ο συνδυασμός της πραγματικής ανάπτυξης και του πληθωρισμού), η περικοπή των επενδύσεων – ζωτικό συστατικό σε μια στρατηγική υπέρ της ανάπτυξης – δεν είναι μια λογική προσέγγιση. Αντίθετα, οι δημοσιονομικοί κανονισμοί θα πρέπει να διαχωρίσουν τις δημόσιες επενδύσεις, διευκολύνοντας έτσι μια διαφοροποιημένη αντίδραση στη δημοσιονομική εξυγίανση.
Οι αυξημένες επενδύσεις του δημόσιου τομέα θα μπορούσαν να ενισχύσουν τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα, οι οποίες είναι επίσης σημαντικά μειωμένες. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι επενδύσεις ξεπερνούν ελάχιστα τα επίπεδα πριν την κρίση, παρ’ ότι το ΑΕΠ έχει αυξηθεί κατά 10%. Και οι ΗΠΑ δεν είναι μόνες σε αυτό.
Προφανώς, η ανεπαρκής συνολική ζήτηση έχει παίξει σημαντικό ρόλο στη μείωση των κινήτρων για την επέκταση δυνατότητας. Σε κάποιες οικονομίες, οι διαρθρωτικές δυσκαμψίες επηρεάζουν αρνητικά τις πρωτοβουλίες επένδυσης και τις επιστροφές. Παρομοίως, η ρυθμιστική αδιαφάνεια – και, ευρύτερα, η αβεβαιότητα για την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής – έχει αποθαρρύνει τις επενδύσεις. Και κάποια είδη ακτιβισμού των μετόχων έχουν δημιουργήσει μια βραχυπρόθεσμη προσέγγιση από την πλευρά των εταιρειών.
Υπάρχει, επίσης, ένα πρόβλημα διαμεσολάβησης. Μεγάλες πηγές αποταμιεύσεων σε ταμεία κρατικού πλούτου, συνταξιοδοτικά ταμεία και ασφαλιστικές εταιρείες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, για παράδειγμα, για να καλύψουν τις τεράστιες ανάγκες χρηματοδότησης των υποδομών και της αστικοποίησης στις αναδυόμενες οικονομίες. Ωστόσο, τα κανάλια για αυτού του είδους τις επενδύσεις – οι οποίες θα μπορούσαν να συνεισφέρουν σημαντικά στην ώθηση της παγκόσμιας ανάπτυξης – είναι φραγμένα.
Την ίδια στιγμή, οι δυνάμεις της τεχνολογίας και των αγορών έχουν συμβάλει στην εργασιακή πόλωση, με την κατηγορία του μέσου εισοδήματος να επιδεινώνεται σταδιακά. Η αυτοματοποίηση, για παράδειγμα, δείχνει να έχει πυροδοτήσει μιαν αναπάντεχα γρήγορη μείωση στις γραφειακές και εργατικές θέσεις εργασίας ρουτίνας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη στασιμότητα στα μεσαία εισοδήματα και την αύξηση της ανισότητας των εισοδημάτων, ενώ και τα δύο αυτά φαινόμενα περιορίζουν το στοιχείο της ιδιωτικής κατανάλωσης της συνολικής ζήτησης.
Ακόμη και ο ένας παράγοντας που έχει ενεργά αυξήσει το διαθέσιμο εισόδημα και ενισχύσει τη ζήτηση – η απότομη μείωση στις τιμές των προϊόντων, και συγκεκριμένα στο πετρέλαιο – είναι στην ουσία προβληματικός. Πράγματι, για τις χώρες που εξάγουν προϊόντα, η πτώση των τιμών δημιουργεί δημοσιονομικά και οικονομικά προβλήματα διαφορετικής έντασης.
Ο πληθωρισμός – ή η έλλειψή του – παρουσιάζει περαιτέρω προκλήσεις. Η αύξηση των τιμών είναι πολύ χαμηλότερη από τους στόχους και μειώνεται σε πολλές χώρες. Εάν αυτό εξελιχθεί σε αποπληθωρισμό, σε συνδυασμό με ανεξέλεγκτα αυξανόμενα πραγματικά επιτόκια, ο κίνδυνος για την ανάπτυξη θα ήταν σοβαρός. Ακόμη και ο πολύ χαμηλός πληθωρισμός μειώνει τη δυνατότητα των χωρών να αντιμετωπίσουν το υπερβολικό χρέος. Και δεν υπάρχουν αρκετά δείγματα πληθωριστικής πίεσης, ακόμη και στις ΗΠΑ, οι οποίες βρίσκονται κοντά σε «πλήρη» απασχόληση. Με δεδομένες τις τόσο μεγάλες ελλείψεις ζήτησης και τα κενά παραγωγής, δε θα πρέπει να εκπλήσσει κανέναν πως ακόμη και οι εξαιρετικά γενναιόδωρες νομισματικές συνθήκες έχουν αποδειχθεί ανεπαρκείς για την ώθηση του πληθωρισμού.
Με ελάχιστες επιλογές για να καταπολεμήσουν τον αποπληθωρισμό, οι χώρες έχουν καταφύγει σε ανταγωνιστικές υποτιμήσεις. Ωστόσο, αυτή δεν είναι μια αποτελεσματική στρατηγική για την κατάκτηση μεγάλου μεριδίου εμπορεύσιμης παγκόσμιας ζήτησης εάν το κάνουν όλοι. Και η στοχοποίηση της ανταγωνιστικότητας συναλλαγματικής ισοτιμίας δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα της συνολικής ζήτησης.
Εάν η παγκόσμια οικονομία παραμείνει στην παρούσα πορεία, μια περίοδος έντονης μεταβλητότητας θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει έναν αριθμό αναδυόμενων οικονομιών, υπονομεύοντας ταυτόχρονα τις προσπάθειες ανάπτυξης παγκοσμίως. Για αυτόν τον λόγο οι πολιτικοί παράγοντες θα πρέπει να δράσουν τώρα.
Για αρχή, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αναγνωρίσουν πως οι κεντρικές τράπεζες, όσο καλά κι αν έχουν υπηρετήσει τις οικονομίες τους, δεν μπορούν να τα καταφέρουν μόνες τους. Χρειάζονται συνοδευτικές μεταρρυθμίσεις για να διατηρηθούν και να βελτιωθούν τα κανάλια μεταφοράς της νομισματικής πολιτικής και να αποφευχθούν οι δυσμενείς παρενέργειες. Σε αρκετές χώρες – όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία – μεταρρυθμίσεις σχεδιασμένες για να αυξήσουν τη διαρθρωτική ευελιξία είναι επίσης απαραίτητες.
Επιπροσθέτως, εμπόδια για υψηλότερες και αποτελεσματικότερες επενδύσεις του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα θα πρέπει να απαλειφτούν. Και οι κυβερνήσεις θα πρέπει να εφαρμόσουν μέτρα για την ανακατανομή των εισοδημάτων, για να βελτιώσουν την παροχή των βασικών υπηρεσιών και για να εξοπλίσουν την εργατική δύναμη ώστε να μπορεί να εκμεταλλευτεί τις συνεχείς μεταβολές στην οικονομική δομή.
Η δημιουργία της πολιτικής βούλησης για να γίνουν έστω κάποια από αυτά, δε θα είναι εύκολο έργο. Όμως μια ειλικρινής ματιά στη θλιβερή κατάσταση – και τη λίγα υποσχόμενη πορεία – της παγκόσμιας οικονομίας, θα βοηθήσει, ελπίζει κανείς, τους πολιτικούς παράγοντες να κάνουν ότι χρειάζεται.