Εάν οι βομβιστές αυτοκτονίας του Ισλαμικού Κράτους που επιτέθηκαν στο Stade de France την Παρασκευή 13 Νοεμβρίου είχαν καταφέρει να μπουν στο στάδιο όπως φαίνεται να ήταν η πρόθεσή τους, η Γαλλία μπορεί να αντιμετώπιζε μιαν επιπλέον κρίση, πολιτικής, συνταγματικής και υπαρξιακής σημασίας: συγκεκριμένα, τη δολοφονία του προέδρου της δημοκρατίας.
Δεν αποτελούσε μυστικό πως ο Φρανσουά Ολλάντ, ο σοσιαλιστής ηγέτης που εκλέχθηκε στα Ηλύσια το 2012, θα παραβρισκόταν στον ποδοσφαιρικό αγώνα εκείνο το βράδυ κατά της Γερμανίας. Είναι αναμενόμενο το συμπέρασμα πως εκείνος ήταν ο πρωταρχικός στόχος των τρομοκρατών. Οι εικόνες των προσώπων γεμάτων σκόνη του σώματος ασφαλείας του Ολλάντ, καθώς προσπαθούσαν να τον βγάλουν σε ασφαλές σημείο, υποδεικνύουν πόσο άμεσος ήταν ο κίνδυνος.
Η επιβίωση του Ολλάντ δεν ήταν μόνο σωματική. Κατά τις τεταμένες ημέρες μετά τις επιθέσεις, αυτός ο άχρωμος πολιτικός, που παρουσίαζε τον εαυτό του ως «Μεσιέ Κανονικός» κατά τον αγώνα του για να εκτοπίσει τον Νικολά Σαρκοζί, έχει μεταμορφωθεί σε μια ξεχωριστή προσωπικότητα – σε έναν θαρραλέο ηγέτη, δημοφιλή διοικητή και “chef de guerre” – η οποία φαίνεται, προς το παρόν, σχεδόν μεγαλοπρεπής.
Σε έναν ανεμοστρόβιλο κινήσεων που συμπεριέλαβαν έναν ιστορικό λόγο προς το κοινοβούλιο στις Βερσαλλίες, ο Ολλάντ ανακοίνωσε πως η Γαλλία βρίσκεται σε πόλεμο με τον ισλαμικό τζιχαντισμό, κάλεσε σε παγκόσμια στρατιωτική συμμαχία με τη Γαλλία επικεφαλής της, απαίτηση στήριξη από όλη την ΕΕ, επέβαλε εθνική κατάσταση έκτακτης ανάγκης και συνοριακούς ελέγχους, τοποθέτησε στρατεύματα στους δρόμους, και υποσχέθηκε να επεκτείνει σημαντικά τις επεμβατικές δυνάμεις κρατικής ασφάλειας.
Για έναν άνθρωπο που κάποτε απορριπτόταν ως αποτυχημένος και μαλθακός, ήταν μια εντυπωσιακή μεταμόρφωση. Στο εξωτερικό, πιθανώς να ήταν περισσότερο γνωστό για τις κρυφές του αποδράσεις με μηχανή με την ηθοποιό ερωμένη του Julie Gayet, και τον άτακτο, δημόσιο χωρισμό του με την Πρώτη Κυρία, Valérie Trierweiler. Στο εσωτερικό, είχε αντέξει την επιπλέον προσβολή της βαθμολόγησής του ως ο πιο άχρηστος πρόεδρος στην ιστορία της Γαλλίας, με ένα μηδαμινό 16% στήριξης να έχει καταγραφεί ακριβώς έναν χρόνο πριν.
Προερχόμενος από έναν επί χρόνια σοσιαλιστή, ο δραματικός λόγος του Ολλάντ για αχαλίνωτο πόλεμο, η υιοθέτηση μιας ιδιαιτέρως συντηρητικής ατζέντας ασφαλείας, και η δηλωμένη αποφασιστικότητά του να συντρίψει αλύπητα τους εχθρούς της Γαλλίας ήταν το λιγότερο αταίριαστος. Ένας άντρας γνωστός για το μικρό του ανάστημα, ο Ολλάντ ξαφνικά στάθηκε με το κεφάλι ψηλά, ο Τζον Γουέιν των Ηλυσίων Πεδίων. Μετά τους επιθέσεις στο Charlie Hebdo τον Ιανουάριο, ο Ολλάντ άρχισε να ψάχνει τα αίτια – τον κοινωνικό αποκλεισμό, την οικονομική στέρηση και την αποξένωση των νεαρών μουσουλμάνων. Την προηγούμενη εβδομάδα άρχισε να ψάχνει τους υπεύθυνους.
Το κλειδί για την κατανόηση αυτού του φαινομενικού παραδόξου μπορεί να βρίσκεται στη φύση της σύγχρονης πολιτικής ηγεσίας σε περιόδους κρίσης, καθώς το ταξίδι του Ολλάντ, ως άνδρα και πολιτικού, δεν είναι σε καμία περίπτωση μοναδικό.
Οι σύγχρονοι ηγέτες έχουν στη διάθεσή τους έναν αριθμό οικείων εργαλείων διαχείρισης κρίσης, καθώς και κάποια καινούρια. Αυτά ξεκινούν από την πατριωτική ρητορική, την προσφυγή στο εθνικό αίσθημα και ταυτότητα, τις αξιώσεις ηθικής ανωτερότητας, του φόβου του άλλου, την απονομομιποίηση και την αποκτήνωση του «εχθρού» και φτάνουν σε διακαναλικές, σε πραγματικό χρόνο, δηλώσεις, σε μαζική επιτήρηση και στην υπερφίαλη δύναμη, άπλωμα και νομική ισχύ μιας σύγχρονης κυβέρνησης.
Χωρίς να διστάσει, ο Ολλάντ τα χρησιμοποίησε όλα. Αντιμέτωπος με τη θεμελιώδη και αποτρόπαια πρόκληση στο κατεστημένο κράτος, ο πρόεδρος, ως η ενσάρκωση, το σύμβολο και ο κάτοχος του ανώτερου αξιώματος του ίδιου αυτού κράτους, μετακινήθηκε άμεσα σε αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί ως πρώτη προεπιλεγμένη θέση κρίσης: δηλαδή, σηκώθηκε, πήρε θέση, κατέρριψε κάθε αίσθημα αμφιβολίας και αυτο-ενοχοποίησης, και θαρραλέα κάλεσε το έθνος να υπερασπιστεί τη δημοκρατία.
Όπως έχουν δείξει τα γεγονότα σε άλλες χώρες, σε τέτοιες στιγμές εξαιρετικού εθνικού στρες, οι διαφορές στην πολιτική ιδεολογία και την πολιτική γίνονται ουσιαστικά αδιάφορες, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα. Η πολιτική βαθμολόγηση, για παράδειγμα, για τις καταφανείς αντιφάσεις μεταξύ των τελευταίων απαραίτητων ενεργειών του κράτους και των παραδοσιακών ανησυχιών για την ατομική ελευθερία, την ιδιωτικότητα και τις πολιτικές ελευθερίες, παραμερίζεται προσωρινά.
Οι απλοί πολίτες, σε μεγάλο βαθμό πρόθυμα, γίνονται μέρος αυτής της κατανόησης. Είναι σαν να λένε, αν και χωρίς να ερωτούνται πραγματικά, πως η διαφωνία δεν είναι ευπρόσδεκτη και το μόνο που εξυπηρετεί είναι να καθησυχάσει τον «εχθρό». Όσοι διαφωνούν, όπως έκανε ο Τζέρεμι Κόρμπιν του κόμματος των Εργατικών της Βρετανίας σε άλλη περίπτωση για την πολιτική shoot-to-kill, αποδοκιμάζονται. Η εννοούμενη, υπερισχύουσα προτεραιότητα είναι η εθνική ενότητα, πάνω από όλα τα υπόλοιπα, μπροστά στην κοινή απειλή – και αυτή η θεμελιώδης ιδέα, σε τέτοιες περιόδους, τηρείται σφόδρα και έχει σχεδόν φυλετική καταγωγή.
Αυτό το φαινόμενο σε καμία περίπτωση δεν περιορίζεται στη Γαλλία, ούτε και είναι ιδιαιτέρως καινούριο. Αυτή η συλλογική συσστράτευση σε στιγμές κινδύνου είναι ξεκινά τουλάχιστον από τη δημιουργία του σύγχρονου εθνικού κράτους μετά την Αναγέννηση. Σε ότι αφορά την πολιτική ρητορική και την ηγεσία ισχυρού άντρα, οι αρχαίοι έλληνες δε θα δυσκολεύονταν να αναγνωρίσουν την πρόσφατη συμπεριφορά.
Μια παρόμοια, μη επιβεβλημένη άσκηση εθελοντικής, συλλογικής υπακοής, ή αυτο-λογοκρισίας, ήταν εμφανής στις ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου, όταν η αντίθεση και η κριτική του Τύπου για τις αντιτρομοκρατικές πολιτικές του Λευκού Οίκοι θεωρούταν σχεδόν προδοσία για μια περίοδο. Ήταν μια εξέλιξη που εκμηδένισε την ευθύνη, αποθάρρυνε τη διαφάνεια, και τελικώς επέφερε βαθιές πληγές για την αμερικανική δημοκρατία και τους λαούς της Μέσης Ανατολής.
Ο Ολλάντ, λοιπόν, έχει προς το παρόν επιβιώσει. Έχει δαμάσει την τίγρη με ψυχραιμία. Υπάρχει, ωστόσο, ένα σημαντικό μειονέκτημα σε μια τέτοια διαχείριση κρίσης, όπως έχουν ανακαλύψει άλλοι ηγέτες. Ο Ολλάντ μπορεί ακόμη να μετανιώσει κάποια ή πολλά από όσα έχει πει τελευταία όταν επιστρέψει η κανονικότητα, το τίμημα για μια τέτοια, εγκάρδια ηγεσία, μπορεί να αποδειχθεί υψηλό.
Οι επιλογές που κάνει ένας ηγέτης μεταξύ ενός δρόμου αρχών και έναν λαϊκιστικό δρόμο, μεταξύ της εμπνευσμένης, συναισθηματικής αντίδρασης, και της προσεκτικής, σχεδιασμένης πολιτικής προσαρμογής, γίνονται πιο ξεκάθαρες καθώς πέφτει η σκόνη. Και οι συνέπειες, όπως πάντα, είναι απρόβλεπτες και συχνά ανεπιθύμητες. Καθώς οι αντικειμενικές πολιτικές αξιολογήσεις και καθημερινές κρίσεις επιστρέφουν, το ίδιο κάνει και ο πιο αυστηρός, λιγότερο εύπιστος έλεγχος, αντικαθιστώντας τον απερίσκεπτο θρήνο, τον θυμό και τον φόβο. Αυτή η διαδικασία ήδη ενισχύεται στο Παρίσι.
Οι προηγούμενες εμπειρίες θα πρέπει να υποδείξουν στον Ολλάντ τι να περιμένει. Τα εύσημα για την αντίδρασή του στις επιθέσεις του Charlie Hebdo, το λεγόμενο Charlie effect στα δημοσκοπικά του ποσοστά, εξανεμίστηκαν γρήγορα. Δύο μήνες αργότερα, οι σοσιαλιστές κατατροπώθηκαν στον πρώτο γύρο των τοπικών εκλογών από την κεντροδεξιά αντιπολίτευση υπό τον Σαρκοζί και το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν λε Πεν.
Η ιστορία μπορεί σύντομα να επαναληφθεί, καθώς το Εθνικό Μέτωπο ετοιμάζεται για μεγάλες προελάσεις στις δημοτικές εκλογές του επόμενου μήνα. Η λε Πεν υπήρξε προσεκτική με όσα λέει, αναγνωρίζοντας την άμεση εθνική τάση συσστράτευσης γύρω από τη σημαία και τον πρόεδρο. Είναι εμφανώς ανήσυχη πως θα κατηγορηθεί για εκμετάλλευση της κατάστασης για πολιτικό κέρδος. Όμως τόσο εκείνη όσο και ο Σαρκοζί απλά παίρνουν τον χρόνο τους.
Όταν καθίσει η σκόνη, ο Ολλάντ θα αντιμετωπίσει κατά πάσα πιθανότητα αυξημένες προσπάθειες, με ακόμη μεγαλύτερη ένταση λόγω της καθυστέρησης, κατηγορίας αυτού και της κυβέρνησής του για τις θανάσιμες ελλείψεις πληροφοριών και τις αποτυχίες της μεταναστευτικής πολιτικής, για μια λανθασμένη, στο στυλ του Μιτεράν ανεκτικότητα για τη “la difference” στη γαλλική κοινωνία, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τους μουσουλμάνους, και για μια παρεμβατική εξωτερική πολιτική, στη Μέση Ανατολή και στη γαλλόφωνη Αφρική, που έχει κάνει τη Γαλλία τόσο στόχο όσο και θύμα των εχθρών της.
Οι συγκρίσεις μπορεί να είναι διδακτικές, παρ’ ότι δεν είναι ενθαρρυντικές. Ο εμφύλιος πόλεμος της Συρίας και η παράλληλη άνοδος της διεθνούς τζιχαντιστικής τρομοκρατίας έχουν παρουσιάσει σε άλλους εθνικούς ηγέτες διλήμματα και παγίδες παρόμοιες σε αυτές που έχει μπροστά του ο Ολλάντ.
Στην Τουρκία νωρίτερα αυτόν τον μήνα, ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και το κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης κατάφεραν μια μεγάλη νίκη στις γενικές εκλογές. Όμως η εκστρατεία του Ερντογάν βασίστηκε στον φόβο: φυσικής και οικονομικής ανασφάλειας, της κουρδικής μειονότητας, του Ισλαμικού Κράτους και άλλων εξτρεμιστών, των σύρων προσφύγων και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που εκμεταλλεύονται την Τουρκία για τους δικούς τους σκοπούς.
Μπορεί ο Ερντογάν πραγματικά να πίστευε τη ρητορική του, όμως δεν είχε καμία επιλογή από το να παρουσιάσει την ψήφο σε όρους φίλων και εχθρών. Ωστόσο, η πολιτική του ενστίκτου που ακολουθεί μπορεί ακόμη να αποδειχθεί καταστροφικά ενάντια στα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας του.
Οι εκλογές έχουν αφήσει την Τουρκία βαθιά διχασμένη, με 49% να στηρίζουν τον τρόπο που λειτουργεί ο Ερντογάν και με 49% να είναι αντίθετοι, σύμφωνα με έρευνα του Pew. Η Τουρκία είναι διχασμένη για τη μάχη της αντικατάστασης του Μπασάρ αλ Ασάντ της Συρίας, διχασμένη για τη επανέναρξη πολέμου με τους κούρδους αυτονομιστές, διχασμένη για την Ευρώπη και για μια συμφωνία για τον περιορισμό της ροής των προσφύγων. Εάν τα πράγματα επιδεινωθούν, θα κατηγορηθεί ο Ερντογάν.
Η Άνγκελα Μέρκελ, η επί χρόνια και φαινομενικά απρόσβλητη καγκελάριος της Γερμανίας, εκθειάστηκε σχεδόν σαν σύγχρονη Μητέρα Τερέζα όταν άνοιξε τα σύνορά της το καλοκαίρι σε χιλιάδες μεταναστών που κατευθύνονταν προς τη Γερμανία μέσω της Ελλάδας και των Βαλκανίων. Όταν αναμφίβολα μια εγκάρδια χειρονομία, και μία που γιορτάστηκε από πολλούς στη Γερμανία, που είχαν κουραστεί με την εικόνα της χώρας μετά την κρίση της Ελλάδας ως το άκαρδο, φιλάργυρο αφεντικό της Ευρώπης.
Όμως ο χειμώνας έρχεται, στο Βερολίνο όπως και αλλού, και έχουν υπάρξει πολλές δεύτερες σκέψεις. Η Μέρκελ είναι αντιμέτωπη με μια αυξανόμενη καταιγίδα αντίστασης, ακόμη και εντός του δικού της συντηρητικού κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών. Μπορεί ακόμη να αναγκαστεί να αλλάξει την πορεία της.
Η Μέρκελ θα έλεγε πως πήρε μια βιαστική απόφαση όταν κανείς άλλος στην Ευρώπη δεν ήθελε να το κάνει. Θα έλεγε πως ενήργησε με ανθρωπιστικά κίνητρα και πως ενήργησε για το καλύτερο δυνατό. Όμως όπως μπορεί να ανακαλύψει σύντομα ο Ολλάντ, οι αποφάσεις που λαμβάνονται στο ζενίθ μιας κρίσης δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τη χάραξη μακροπρόθεσμης πολιτικής, όσο δημοφιλείς και αν φαίνονται εκείνη τη στιγμή.
Πολλοί άλλοι ανώτεροι πολιτικοί έχουν αντιμετωπίσει παρόμοιες στιγμές έντονης εθνικής έκτακτης ανάγκης ή κρίσης, όταν η πίεση για γρήγορες ενέργειες, σκληρά λόγια και δυνατές – ή ματαιόδοξες – εκδηλώσεις ηγεσίας είναι ταυτόχρονα ακαταμάχητη και, τελικά, καταστροφική. Ο Τζορτζ Μπους έπεσε θύμα των βιαστικών επιλογών και της απρόσεκτης ρητορικής με τον λόγο του για σταυροφορίες κατά της αλ Κάιντα και την υπόσχεσή του να πιάσει τον Οσάμα μπιν Λάντεν «νεκρό ή ζωντανό». Ανήγγειλε πρόωρα τη νίκη σε έναν πόλεμο που είχε μπροστά του άλλα οκτώ χρόνια. Ο Τόνι Μπλερ ήταν τόσο πρόθυμος να κάνει αυτό που ο ίδιος θεωρούσε σωστό, υπερέβαλε τόσο με την εισβολή στο Ιράκ που η φήμη του δεν ανέκαμψε ποτέ.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ υποδέχτηκε την εισβολή της Αργεντινής στα Φόκλαντ με αποφασιστική, βίαια, πατριωτική περιφρόνηση. Ωστόσο, οι επόμενες, αυτοσχέδιες ενέργειές της, συγκεκριμένα η βύθιση του αργεντίνικου πλοίου Belgrano, παραμένουν ιδιαίτερα αμφιλεγόμενες – και το θέμα των Φόκλαντ παραμένει επικίνδυνα άλυτο.
Οι πολιτικές αντιδράσεις σε ακραίες κρίσεις δε χρειάζεται να είναι πάντα καταστροφικές. Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, βλέποντας την αναπόφευκτη κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, βρέθηκε παγιδευμένος σε ένα ιστορικό αδιέξοδο. Τα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν πολύ άσχημα καθώς το εξοπλισμένο με πυρηνικά κράτος κατέρρεε. Στο τέλος, το τελευταίος γενικός γραμματέας της ΕΣΣΔ τα κατάφερε καλύτερα απ’ ότι θα μπορούσε κανείς να περιμένει. Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζει να κατηγορείται από την ρωσική εθνικιστική δεξιά ως ο άνθρωπος που έχασε την αυτοκρατορία.
Το 1989, ο Χέλμουτ Κολ, τότε καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας, βρέθηκε εξίσου απρόοπτα αντιμέτωπος με την πτώση του τείχους του Βερολίνου και μια αυξανόμενη ανάγκη για επανένωση της Γερμανίας. Όπως και ο Ολλάντ ήταν, και ίσως άξιζε να είναι, ένας υποτιμημένος άνδρας. Όμως ο Κολ κατάφερε μιαν μοναδική μεταμόρφωση, χωρίς αιματοχυσίες και χωρίς πολλή αναστάτωση.
Όπως και ο Ολλάντ, αυτοί οι σύγχρονοι ηγέτες κατέφυγαν εν μέσω κρίσεων στη γλώσσα, τις παγίδες και την ισχύ της εθνικής βούλησης, την ενότητα, τον πατριωτισμό, την αποφασιστικότητα, την αψήφηση και την απαρέγκλιτη προσήλωση στη νίκη. Όλοι γνώριζαν, όπως και εκείνος, πως η επιβίωσή τους ως ηγέτες διακυβευόταν. Και σχεδόν όλοι πλήρωσαν ένα υψηλό προσωπικό, πολιτικό ή ιστορικό τίμημα για τον ενστικτώδη και πολλές φορές απερίσκεπτο τρόπο με τον οποίο αντέδρασαν.
Την τελευταία εβδομάδα, ο Ολλάντ έχει κάνει τους γάλλους περήφανους. Την επόμενη περίοδο, οι γάλλοι, δεσμευμένοι από τον πρόεδρό τους σε έναν αόριστο πόλεμο στη Μέση Ανατολή, απορροφώντας αργά τις πολλές αρνητικές, διχαστικές μακροπρόθεσμες συνέπειες των πρόσφατων ενεργειών του στο εσωτερικό, και ξεχνώντας τελικά το εξαιρετικό αίσθημα ενότητας της τελευταίας εβδομάδας, κατά πάσα πιθανότητα θα ξεκάνουν τον Ολλάντ.