Μετά από ένα χάσμα 30 ετών, ο διεθνής συντονισμός της μακροοικονομικής πολιτικής φαίνεται να έχει επιστρέψει στις ατζέντες των πολιτικών παραγόντων. Ο λόγος είναι κατανοητός: η ανάπτυξη παραμένει αναιμική στις περισσότερες χώρες και πολλοί φοβούνται την επικείμενη αύξηση επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ. Δυστυχώς, οι λόγοι που ο συντονισμός βρέθηκε σε αναστολή παραμένουν μαζί μας.
Το αποκορύφωμα του συντονισμού της διεθνούς πολιτικής, από το 1978 έως το 1987, ξεκίνησε με μια σύνοδο κορυφής των G-7 στη Βόννη και συμπεριέλαβε τη Συμφωνία του Plaza το 1985. Ωστόσο, οι αμφιβολίες για αυτού του είδους τις συνεργασίες επέμειναν. Οι γερμανοί, για παράδειγμα, μετάνιωσαν που συμφώνησαν σε συλλογική δημοσιονομική επέκταση στη σύνοδο της Βόννης, καθώς η αναθέρμανση της οικονομίας αποδείχτηκε λάθος στόχος στο μαστιζόμενο από τον πληθωρισμό τέλος της δεκαετίας του 1970. Παρομοίως, οι ιάπωνες μετάνιωσαν την υπερτίμηση του γεν αφού η Συμφωνία του Plaza κατάφερε να ρίξει ένα υπερτιμημένο δολάριο.
Επιπλέον, η εκπροσώπηση των χωρών των αναδυόμενων αγορών στην παγκόσμια διακυβέρνηση δεν ακολούθησε τον ρυθμό του όλο και πιο σημαντικού ρόλου των οικονομιών και των νομισμάτων τους. Η ίδια η επιτυχία αυτών των χωρών έγινε εμπόδιο για τον συντονισμό της πολιτικής.
Η προσπάθεια αναζωογόνησης του διεθνούς συντονισμού ξεκίνησε ως αντίδραση στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Οι μεγαλύτερες χώρες των αναδυόμενων αγορών απέκτησαν μεγαλύτερη εκπροσώπηση όταν οι G-20 διαδέχτηκαν τους G-7 ως η κυρίαρχη συνεδρίαση για την παγκόσμια οικονομία. Οι ηγέτες των G-20 συμφώνησαν σε συντονισμένες επεκτατικές πολιτικές στη σύνοδό τους στο Λονδίνο τον Απρίλιο του 2009. Στη συνέχεια συμφώνησαν στη Σεούλ το 2010 να δώσουν στις χώρες των αναδυόμενων χωρών μερίδιο στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο που θα αντιστοιχούσε καλύτερα στο οικονομικό τους βάρος. (το αμερικανικό κογκρέσο δεν έχει ακόμη περάσει την απαραίτητη νομοθεσία.)
Από τότε, οι εκκλήσεις για συντονισμό έχουν δει το ξέσπασμα των «νομισματικών πολέμων», γνωστών αλλιώς ως ανταγωνιστικές υποτιμήσεις – ένα παλιό φαινόμενο που θυμίζει τις διαδοχικές υποτιμήσεις της δεκαετίας του 1930. Τώρα, όπως και τότε, ο φόβος είναι πως εάν όλες οι χώρες υποτιμήσουν το νόμισμά τους για να αποκτήσουν ανταγωνιστικότητα στις εξαγωγές και να ενισχύσουν τις οικονομίες τους, όλες θα αποτύχουν.
Αυτή η ανησυχία έχει αντικατοπτριστεί, για παράδειγμα, στα παράπονα για την παρέμβαση από την Κίνα και άλλες αναδυόμενες χώρες για να εμποδίσουν την υπερτίμηση των νομισμάτων. Παρομοίως, οι διαδοχικοί γύροι ποσοτικής χαλάρωσης από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ το 2009-2014, την Τράπεζα της Ιαπωνίας από το 2012, και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα από νωρίτερα φέτος, είχαν ως αποτέλεσμα υποτιμήσεις στο δολάριο, το γεν και το ευρώ αντίστοιχα.
Οι πιο πρόσφατες εκκλήσεις για συντονισμό προκύπτουν από φόβους – που εκφράζονται για παράδειγμα από τον κυβερνήτη της Τράπεζας της Ινδίας Raghuram Rajan – πως η Fed δε θα λάβει επαρκώς υπόψη της τις αρνητικές συνέπειες για τις οικονομίες των αναδυόμενων αγορών όταν αυξήσει τα επιτόκιά της.
Οι ΗΠΑ έχουν ηγηθεί κάποιων διεθνών προσπαθειών για την αντιμετώπιση των ανταγωνιστικών υποτιμήσεων, συμπεριλαμβανομένης μιας συμφωνίας μεταξύ των υπουργών των G-7 τον Φεβρουάριο του 2013 να αποφύγουν τις παρεμβάσεις στις ξένες συναλλαγματικές ισοτιμίες και σε συνοδευτική συμφωνία τον Νοέμβριο του 2015, στο περιθώριο της Υπερ-Ειρηνικής Συνεργασίας για την αντιμετώπιση της χειραγώγησης των νομισμάτων. Ωστόσο, οι επικριτές πιέζουν για ισχυρότερη συμφωνία με τη στήριξη της απειλής των εμπορικών κυρώσεων.
Η προσπάθεια χρήσης της θεωρίας των παιγνίων για την ερμηνεία των διαφόρων εκκλήσεων για συντονισμό είναι αποκαλυπτική, αν και όχι με τον τρόπο που υποθέτουν οι θεωρητικοί των παιγνίων. Οι παίκτες συχνά δε θεωρούν πως παίζουν το ίδιο παιχνίδι. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ πιέζουν για γερμανική δημοσιονομική ώθηση – όπως έκαναν στη Βόννη το 1978, στο Λονδίνο το 2009 και στη σύνοδο των G-20 στο Μπρίσμπεϊν το 2014 – έχουν στο μυαλό τους «το παιχνίδι της ατμομηχανής», όπου η δημοσιονομική ώθηση έχει θετικές επόμενες συνέπειες στους εμπορικούς της εταίρους. Η παγκόσμια οικονομία θα τα πάει καλύτερα εάν οι μεγαλύτερες χώρες – φοβούμενες να προχωρήσουν η κάθε μία ξεχωριστά σε δημοσιονομική επέκταση, φοβούμενες πως θα επιδεινώσουν τον εμπορικό τους ισολογισμό – συμφωνήσουν να ενεργήσουν μαζί για να τη βγάλουν από την ύφεση και να την επιταχύνουν.
Οι γερμανοί, αντίθετα, θεωρούν πως παίζουν το «παιχνίδι της πειθαρχίας». Βλέπουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα ως υπαίτια αρνητικών συνεπειών για τους γείτονες, λόγω, για παράδειγμα, των ηθικών κινδύνων των διασώσεων. Η δική τους ιδέα μιας συνεργατικής ισορροπίας είναι η «δημοσιονομική συμφωνία» της Ευρωπαϊκής Ένωσης του 2013, υπό την οποία τα μέλη του ευρώ συμφώνησαν για μια ακόμη φορά σε κανόνες για τον περιορισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων τους.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτού του «διαλόγου των κουφών» συνέβη στην Ευρώπη, από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του 2015. Μήνα μετά τον μήνα, η ελληνική κυβέρνηση και οι εταίροι της στην ευρωζώνη κάθονταν στο τραπέζι, με τη μία πλευρά να θεωρεί πως το παιχνίδι είναι η ντάμα και η άλλη πλευρά να πιστεύει πως παίζει σκάκι.
Οι ερμηνείες ποικίλουν εξίσου σε ότι έχει να κάνει με τη νομισματική πολιτική. Κάποιοι θεωρούν πως η νομισματική επέκταση σε μια χώρα μεταβάλει την εμπορική ισορροπία εις βάρος των εταίρων της, λόγω των συνεπειών στη συναλλαγματική ισοτιμία, άλλοι πιστεύουν πως η οποιαδήποτε αρνητική συνέπεια στις εμπορικές ισορροπίες αντισταθμίζεται από τις υψηλότερες δαπάνες. Κάποιοι υποστηρίζουν πως το πρόβλημα είναι η ανταγωνιστική υποτίμηση ή τα χαμηλά επιτόκια, άλλοι επιμένουν πως το πραγματικό πρόβλημα είναι τα υπερτιμημένα νομίσματα ή τα υψηλά επιτόκια.
Κάποιοι θεωρούν πως ένας τρόπος για να ξεπεραστεί η ανταγωνιστική υποτίμηση μια και καλή είναι η επιδιόρθωση των συναλλαγματικών ισοτιμιών, όπως έκαναν το 1944 οι αρχιτέκτονες της συμφωνίας του Bretton Woods. Άλλοι, συμπεριλαμβανομένων κάποιον αμερικανών πολιτικών σήμερα, υποστηρίζουν την αντίθεση προσέγγιση: μια συμφωνία κατά της προσπάθειας επιρροής των συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Πράγματι, οι τακτικές συναντήσεις των αξιωματούχων μπορούν να είναι χρήσιμες. Η διαβούλευση μπορεί να ελαχιστοποιήσει τις εκπλήξεις. Οι ανταλλαγές απόψεων μπορεί να βοηθήσουν στη μείωση των διαφορών στις αντιλήψεις. Ωστόσο, κάποιες εκκλήσεις για διεθνή συντονισμό είναι λιγότερο χρήσιμες, ιδιαίτερα όταν έχουν στόχο να κατηγορήσουν τους ξένους για να αποσπάσουν την προσοχή από εγχώριους περιορισμούς και διαφωνίες.
Αναλογιστείτε τους βραζιλιάνους αξιωματούχους που επινόησαν τη φράση «νομισματικοί πόλεμοι» το 2010. Το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας τους ήταν υπερβολικά μεγάλο, προκαλώντας υπερθέρμανση στην οικονομία της. Η ιδιωτική ζήτηση θα παραγκωνιζόταν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, εάν όχι μέσω νομισματικής υπερτίμησης, τότε μέσω υψηλότερων επιτοκίων. Ωστόσο, οι αξιωματούχοι κατηγόρησαν τις ΗΠΑ και άλλους. Παρομοίως, οι συνεχιζόμενες προσπάθειες των αμερικανών πολιτικών να απαγορεύσουν τη χειραγώγηση των νομισμάτων σε εμπορικές συμφωνίες μπορεί να είναι προσπάθεια κατηγορίας των ασιατών για τα στάσιμα πραγματικά εισοδήματα των αμερικανών εργαζομένων.
Θα ήταν πολύ προτιμότερο για τους αξιωματούχους να βελτιώσουν τις δικές τους πολιτικές προτού ξεκινήσουν να υποδεικνύουν σε άλλους τι να κάνουν. Σε διαφορετική περίπτωση, οι εκκλήσεις για διεθνείς συνεργασίες μπορεί να αποδειχτούν περισσότερο επιζήμιες παρά επωφελείς.