Κατά τη διάρκεια των επόμενων εβδομάδων, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι πολύ πιθανό να θέσουν σε ισχύ δύο αξιοσημείωτα διαφορετικές πολιτικές. Η Fed ετοιμάζεται να αυξήσει τα επιτόκια για πρώτη φορά σε σχεδόν δέκα χρόνια. Την ίδια στιγμή, η ΕΚΤ αναμένεται να εισάγει επιπλέον αντισυμβατικά μέτρα για να ωθήσει τα επιτόκια προς την αντίθετη κατεύθυνση, ακόμη και αν αυτό σημαίνει την αύξηση της καθοδικής πίεσης σε κάποια κρατικά ομόλογα που ήδη διακινούνται με αρνητικές ονομαστικές αποδόσεις.
Πραγματοποιώντας αυτές τις πολιτικές, και οι δύο κεντρικές τράπεζες επιδιώκουν εγχώριους στόχους ορισμένους από την κυβερνητική τους νομοθεσία. Το πρόβλημα είναι πως υπάρχουν ελάχιστοι, εάν υπάρχουν καν, τακτικοί μηχανισμοί για να διαχειριστούν τις διεθνείς επιπτώσεις αυτής της αυξανόμενης απόκλισης.
Η Fed ανταποκρίνεται στις συνεχείς ενδείξεις ισχυρής δημιουργίας θέσεων εργασίας στις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλα δείγματα πως η οικονομία της χώρας ανακάμπτει, αν και μετριοπαθώς. Έχοντας επίσης υπόψη της τον κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα εάν τα επιτόκια παραμείνουν σε τεχνητά χαμηλά επίπεδα, η Fed αναμένεται να τα αυξήσει όταν συνεδριάσει η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Ανοιχτής Αγοράς της στις 15 και 16 Δεκεμβρίου. Η κίνηση σηματοδοτεί ένα σημείο καμπής στην προσέγγιση της Fed προς την οικονομία. Αποφασίζοντας να αυξήσει τα επιτόκια, θα κάνει πολύ περισσότερα από το να σηκώσει το πόδι από την επιτάχυνση της χρηματοπιστωτικής ώθησης. Θα κάνει επίσης ένα πολύ σημαντικό βήμα προς μιαν πολυετή κανονικοποίηση της συνολικής πολιτικής της στάσης.
Την ίδια στιγμή, η ΕΚΤ είναι αντιμέτωπη με πολύ διαφορετικές οικονομικές συνθήκες, συμπεριλαμβανομένης μιας γενικώς αργής ανάπτυξης, του κινδύνου του αποπληθωρισμού και τις ανησυχίες για την επίπτωση που θα έχουν οι τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι στην εμπιστοσύνη επιχειρήσεων και καταναλωτών. Ως αποτέλεσμα, οι λήπτες αποφάσεων της τράπεζας σκέφτονται σοβαρά να σπρώξουν ακόμη περισσότερο το ποσοστό της έκπτωσης προς τα αρνητικά πεδία και να επεκτείνουν το μεγάλης κλίμακας πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της (γνωστό ως ποσοτική χαλάρωση). Με άλλα λόγια, η ΕΚΤ κατά πάσα πιθανότητα θα διευρύνει και θα παρατείνει πειραματικά μέτρα που θα πατήσουν ακόμη πιο δυνατά την επιτάχυνση της χρηματοπιστωτικής ώθησης.
Σε έναν ιδανικό κόσμο, οι πολιτικοί παράγοντες θα είχαν αξιολογήσει τις πιθανότητες για διεθνείς επιδράσεις από αυτές τις διαφορετικές πολιτικές (συμπεριλαμβανομένων πιθανών αναδράσεων και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού) και θα τοποθετούσαν μια σειρά εργαλείων για να εξασφαλίσουν μιαν καλύτερη ευθυγράμμιση των εγχώριων και των παγκόσμιων στόχων. Δυστυχώς, η πολιτική πόλωση και η γενική πολιτική δυσλειτουργία τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζουν να παρεμποδίζουν μιαν τέτοια προσπάθεια. Ως αποτέλεσμα, απουσία μιας πιο ολοκληρωμένης πολιτικής απάντησης, η εναρμόνιση αυτών των διαφορετικών κεντρικοτραπεζικών πολιτικών θα εξαρτηθεί από τις αγορές – συγκεκριμένα, αυτών των περιουσιακών στοιχείων σταθερού εισοδήματος και των συναλλαγμάτων.
Ήδη, η διαφορά επιτοκίου μεταξύ των «ακίνδυνων» ομολόγων στις δύο πλευρές του Ατλαντικού – για παράδειγμα, μεταξύ των αμερικανικών κρατικών ομολόγων και των γερμανικών bunds – έχει εμφανώς αυξηθεί. Και την ίδια στιγμή το δολάριο έχει ενισχυθεί όχι μόνο σε σχέση με το ευρώ, αλλά και στη σχέση του με τα περισσότερα υπόλοιπα νομίσματα. Αν αφεθούν ανεξέλεγκτες, αυτές οι τάσεις μάλλον θα επιμείνουν.
Εάν η ιστορία μπορεί να αποτελέσει δείγμα, υπάρχουν τρία κύρια θέματα που απαιτούν προσεκτική παρακολούθηση τους επόμενους μήνες. Πρώτον, οι ΗΠΑ δεν είναι πιθανό μείνουν άπρακτες για πολύ εάν το νόμισμά τους υπερτιμηθεί σημαντικά και η διεθνής τους ανταγωνιστικότητα επιδεινωθεί ουσιαστικά. Οι επιχειρήσεις ήδη αναφέρουν εισοδηματικές πιέσεις λόγω της αύξησης του δολαρίου, και κάποιοι μάλιστα ζητούν από τις κυβερνήσεις τους να παίξουν έναν πιο επιτακτικό ρόλο στην αντιμετώπιση ενός συγκαλυμμένου «νομισματικού πολέμου».
Δεύτερον, επειδή το δολάριο χρησιμοποιείται ως αποθεματικό νόμισμα, μια γρήγορη αύξηση στην αξία του θα πίεζε όσους το έχουν χρησιμοποιήσει απερίσκεπτα. Σε ιδιαίτερο κίνδυνο βρίσκονται οι εταιρείες των αναπτυσσόμενων χωρών, οι οποίες έχοντας πάρει μεγάλα δάνεια σε δολάρια αλλά έχοντας περιορισμένα έσοδα στο ίδιο νόμισμα, πιθανώς να έχουν μεγάλες νομισματικές αναντιστοιχίες στο ενεργητικό και το παθητικό τους, ή τα έσοδα και τα έξοδά τους.
Και τέλος οι απότομες κινήσεις στα επιτόκια και στις συναλλαγματικές ισοτιμίες μπορούν να προκαλέσουν αστάθειες σε άλλες αγορές, ιδιαίτερες αυτές των μετοχών. Επειδή οι ρυθμιστικοί έλεγχοι και οι περιορισμοί των αγορών έχουν μειώσει τη δυνατότητα των χρηματομεσιτών να παίζουν έναν αντικυκλικό ρόλο συσσωρεύοντας απόθεμα στους ισολογισμούς τους, η αστάθεια των τιμών που θα προκύψει θα είναι μάλλον μεγάλη. Υπάρχει κίνδυνος κάποια χαρτοφυλάκια να εξαναγκαστούν σε άστατο κλείσιμο. Επιπλέον, η πολιτική των κεντρικών τραπεζών της περικοπής της λεγόμενης «ασταθούς αστάθειας» είναι πιθανό να δεχτεί προκλήσεις.
Φυσικά, κανένα από αυτά τα αποτελέσματα δεν είναι προεξοφλημένο. Οι πολιτικοί και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού έχουν τη δυνατότητα να μειώσουν τον κίνδυνο της αστάθειας εφαρμόζοντας διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, εξασφαλίζοντας μιαν πιο ισορροπημένη συνολική ζήτηση, απαλείφοντας θύλακες υπερβολικών χρεών και εξομαλύνοντας τους μηχανισμούς της πολυμερούς και τοπικής διακυβέρνησης.
Τα τρία πιθανά αποτελέσματα όλως αυτών συμπεριλαμβάνουν έναν σχετικά σταθερό κόσμο πολλών ταχυτήτων, σημαντικές διαταραχές που θα υπονομεύσουν την οικονομική ανάκαμψη των ΗΠΑ, και μια ευρωπαϊκή αναβίωση που θα επωφεληθεί από την ανάπτυξη των ΗΠΑ. Τα καλά νέα είναι πως οι επιπτώσεις αυτής της απόκλισης θα εξαρτηθούν από τον τρόπο που οι πολιτικοί παράγοντες θα διαχειριστούν τις πιέσεις της. Τα κακά νέα είναι πως ακόμη δεν έχουν βρει την πολιτική βούληση να ενεργήσουν αποφασιστικά για να ελαχιστοποιήσουν τους κινδύνους.
Καθώς η Fed κανονικοποιεί τη νομισματική της πολιτική και η ΕΚΤ διπλασιάζει τα εξαιρετικά της μέτρα, θα πρέπει σίγουρα να ελπίζουμε για το καλύτερο. Θα πρέπει ωστόσο και να προετοιμαζόμαστε για μια μεγάλη άνοδο στη χρηματοπιστωτική και την οικονομική αβεβαιότητα.