Η παρέμβαση του ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν στις εχθροπραξίες στη Συρία έχουν καλωσοριστεί από κάποιους ως στιγμή «επιστροφής από το κρύο» για το Κρεμλίνο. Η σύγκρουση της Ρωσίας με το Ισλαμικό Κράτος, σύμφωνα με τον ισχυρισμό, έχει ευθυγραμμίσει τα συμφέροντα της χώρας με αυτά της Δύσης. Ακόμη και η κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους από την Τουρκία δε δείχνει να έχει μειώσει αυτήν την αισιοδοξία.
Πράγματι, σε πρόσφατη συνέντευξη τύπου, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα κάλεσε και πάλι τον Πούτιν να συμμετάσχει στη συμμαχία κατά του Ισλαμικού Κράτους. Και ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολλάντ παρουσίασε την πρόσφατη επίσκεψή του στη Μόσχα ως μια προσπάθεια δημιουργίας μιας ευρείας διεθνούς συμμαχίας ενάντια στην τρομοκρατική ομάδα.
Εκ πρώτης όψεως, η ιδέα πως η Ρωσία αποτελεί φυσικό σύμμαχο ενάντια στους ισλαμιστές τρομοκράτες φαίνεται λογική. Η χώρα έχει δεχτεί αποτρόπαια τρομοκρατικά χτυπήματα από ισλαμιστές εξτρεμιστές, συμπεριλαμβανομένου του βομβαρδισμού ενός αεροσκάφους πάνω από τη Χερσόνησο του Σινά τον Νοέμβριο, όπου σκοτώθηκαν 224 επιβατών και πληρώματος, σχεδόν όλοι τους ρώσοι. Περίπου 20 εκατομμύρια μουσουλμάνοι, οι περισσότεροι από αυτούς σουνίτες, κατοικούν εντός της Ρωσικής Ομοσπονδίας, και οι αξιωματούχοι ασφαλείας της χώρας αναφέρουν πως περίπου 7.000 πολεμιστές από πρώην σοβιετικές δημοκρατίες και από τη Ρωσία έχουν ενταχθεί στο Ισλαμικό Κράτος.
Με μια βαθύτερη εξέταση, ωστόσο, γίνεται ξεκάθαρο πως μια συμμαχία κατά της τρομοκρατίας με τη Ρωσία είναι ευχολόγια. Ο Πούτιν δεν πήγε στη Συρία για να νικήσει το Ισλαμικό Κράτος. Έχει παρέμβει για να διασώσει το καθεστώς του πελάτη της Ρωσίας, του προέδρου της Συρίας Μπασάρ αλ Ασάντ. Ο Πούτιν μπορεί να δίνει κάποιες στιγμές την εντύπωση πως είναι έτοιμος να εγκαταλείψει τον Ασάντ, όμως τελικά θα τον υπερασπιστεί. Το να αφήσει τον Ασάντ στην τύχη του θα ήταν ένδειξη αδυναμίας – και κατά συνέπεια, ανάθεμα για τον Πούτιν.
Οι απλοί ρώσοι μπορεί να κινδυνεύουν από τις επιθέσεις των ισλαμιστών εξτρεμιστών, όμως αποτελούν ελάχιστη απειλή για τον Πούτιν ή τους συμμάχους του. Η Ρωσία έχει πράγματι δεχτεί αρκετές τρομοκρατικές επιθέσεις, συμπεριλαμβανομένης της σφαγής του Μπεσλάν το 2004, όπου 334 άνθρωποι, οι περισσότεροι από αυτούς μαθητές σχολείου, δολοφονήθηκαν. Σχεδόν σε κάθε περίπτωση, η απάντηση στις επιθέσεις ήταν βίαιη, αδέξια και με υψηλό κόστος σε όρους ζωών αμάχων. Και όμως, κάθε φορά το καθεστώς του Πούτιν βγαίνει ανέπαφο. Πράγματι, οι τρομοκρατικές επιθέσεις στην αλλαγή του αιώνα παγίωσαν την κοινή γνώμη κατά των τσετσένων ανταρτών και προσέφεραν στον Πούτιν τη στήριξη που χρειαζόταν για να ισοπεδώσει το Γκρόζνυ, την πρωτεύουσα της Τσετσενίας.
Η αυτοπεποίθηση του Πούτιν κατά την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας αντικατοπτρίζει τον σχεδιασμό του κράτους ασφαλείας της Ρωσίας. Η Ρωσία δαπανά περισσότερα για εσωτερική ασφάλεια απ’ ότι δαπανά για εθνική άμυνα. Έχει στρατεύματα του υπουργείου εσωτερικών, υπηρεσία ομοσπονδιακής ασφάλειας (FSB), ειδικές δυνάμεις, στρατεύματα κινητής ειδικής υπηρεσίας, στρατεύματα στρατιωτικών υπηρεσιών και ένα τεράστιο δίκτυο εσωτερικών κατασκόπων και πληροφοριοδοτών. Οι αντίπαλοι του καθεστώτος δεν μπορούν να είναι υποψήφιοι για θέσεις εξουσίας, το δικαίωμά τους να διαδηλώσουν είναι περιορισμένο, και υπόκεινται σε νομικές αυθαιρεσίες στα δικαστήρια. Οι πολίτες δεν έχουν ουσιαστικά καμία προστασία από παρακολούθηση ή υποκλοπή των ηλεκτρονικών επικοινωνιών τους.
Κάθε κοινωνία πρέπει να ισορροπήσει τα ανθρώπινα δικαιώματα και την εθνική ασφάλεια. Η Ρωσία του Πούτιν έχει φτάσει στα άκρα αυτού του φάσματος, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη (παρά τις διαφωνίες των κοινωνικά φιλελεύθερων) έχουν επιλέξει να καταλάβουν το άλλο άκρο. Πράγματι, η Ρωσία αποτελεί παράδειγμα του ανώτατου ορίου του τι μπορεί να κάνει μια κρατική δύναμη για να ελέγχει την τρομοκρατική δραστηριότητα. Θα είναι σπάνιες οι εξτρεμιστικές ομάδες στις οποίες δεν έχει διεισδύσει πληροφοριοδότης που δίνει αναφορά στη Μόσχα. Υπάρχουν μάλιστα στοιχεία πως και σε εκείνους που πραγματοποίησαν τη σφαγή του Μπεσλάν είχαν διεισδύσει οι υπηρεσίες πληροφοριών της Ρωσίας. Επιπλέον, οποιαδήποτε τρομοκρατική ομάδα γνωρίζει πως οι ενέργειές της θα έχουν ως απάντηση την πιο ακραία άσκηση δύναμης. Στο Μπεσλάν, για παράδειγμα, οι ρωσικές ειδικές ομάδες χρησιμοποίησαν θερμοβαρικά όπλα.
Όπως υποδεικνύει η αντίδραση στις επιθέσεις στο Παρίσι, η φαινομενικά τυχαία δολοφονία 130 αμάχων έχει μνημειώδη αντήχηση στη Δύση – ιδιαίτερα όταν τα θρησκευτικά και ιδεολογικά κίνητρα είναι δύσκολο να γίνουν κατανοητά. Ωστόσο, το Κρεμλίνο δίνει μικρότερη αξία στις ανθρώπινες ζωές από τους δυτικούς. Στους υπολογισμούς του Πούτιν, η απώλεια ζωών από τρομοκρατικές επιθέσεις δεν είναι επιθυμητή, όμως τελικά είναι αποδεκτή αν δεν απειλεί το καθεστώς.
Ο ρωσικός λαός μπορεί να είναι τρομοκρατημένος και αποτροπιασμένος. Όμως το ρωσικό καθεστώς ανησυχεί πρωτίστως για τη δική του επιβίωση – και το πώς μπορεί να χρησιμοποιήσει τον δημόσιο τρόπο προς όφελός του. Η συνεργασία με τη Δύση για να αντιμετωπίσει το Ισλαμικό Κράτος δεν εξυπηρετεί κανέναν από αυτούς τους στόχους.