Ένα από τα πιο εξαιρετικά διαβρωτικά πολιτικά κόμικς αυτής της χρονιάς αναπαριστά μια οικογένεια προσφύγων να διασχίζει ένα αόρατο σύνορο για να μπει στην Ευρώπη, προτού τη σταματήσει ένας αξιωματούχος που οδηγεί ένα φορτηγάκι με τη σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο αξιωματούχος στη συνέχεια τοποθετεί έναν φράχτη και η οικογένεια προσφύγων πασχίζει να αναρριχηθεί και να τον περάσει. Όταν τελικά φτάνουν στην άλλη πλευρά, καλωσορίζονται ένθερμα από τον ίδιο αξιωματούχο, ο οποίος φωνάζει «Καλώς ήλθατε στην Ευρώπη!».
Αυτό είναι το τραγικό παράδοξο της ευρωπαϊκής συνοριακής πολιτικής. Συνολικά, μια ευρωπαϊκή κοινωνία χτισμένη πάνω στην ανεκτικότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα φαίνεται πεπεισμένη για την ηθική υπόθεση της βοήθειας προς τους πρόσφυγες που εγκαταλείπουν τον άμεσο κίνδυνο ενός βίαιου θανάτου. Από την άλλη, η ΕΕ παραμένει ανίκανη να δημιουργήσει κανάλια νόμιμης εισόδου για αυτούς τους πρόσφυγες και δημιουργεί μάλιστα εμπόδια για να κάνει το ταξίδι τους όσο γίνεται πιο δύσκολο. Το αποτέλεσμα μοιάζει με μια ηθικά καταστροφική εκδοχή κάποιων δυστοπικών Αγώνων Πείνας, όπου οι πρόσφυγες επιβραβεύονται με την υπόσχεση γενναιόδωρων κοινωνικών παροχών και ασφάλειας, εάν είναι αρκετά τυχεροί ώστε να επιβιώσουν. Πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο;
Μέχρι τώρα η ΕΕ έχει εστιάσει στην ανάπτυξη ενός προγράμματος μετακίνησης για τους πρόσφυγες που βρίσκονται ήδη εντός των συνόρων της. Αυτό έχει υποστηριχθεί στο όνομα της αλληλεγγύης, όμως ξεκάθαρα αυτό που έχουμε εδώ είναι αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών και όχι αλληλεγγύη προς τους πρόσφυγες. Δεν έχει καμία απολύτως επίπτωση στον αριθμό των θανάτων που σημειώνονται στον δρόμο προς την Ευρώπη, που είναι άλλωστε αυτό που συσχετίζει πρώτο η κοινή γνώμη με την παρούσα κρίση. Παρ’ όλα αυτά, η έλξη παραμένει τεράστια, από τη στιγμή που το πρόγραμμα μετακίνησης σημαίνει πως η ΕΕ έχει ουσιαστικά αρνηθεί πως έχει λόγο στον αριθμό που θα υποδεχτεί, αρκεί αυτός να διαμοιραστεί ισότιμα.
Το πρόγραμμα μετεγκατάστασης έχει δεχτεί τις αντιδράσεις ενός αριθμού κρατών-μελών, κυρίως στην κεντρική και την ανατολική Ευρώπη, και θα πρέπει να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε ποια είναι τα επιχειρήματά τους. Πρώτον, υποστηρίζουν πως μια απόφαση αυτού του είδους θα πρέπει να βρίσκεται στα χέρια των ίδιων των κρατών-μελών. Το γιατί θα πρέπει να συμβεί αυτό είναι ξεκάθαρο μόνο από μία άποψη: η απόφαση για το αν και το κατά πόσο θα επεκταθούν κάποια δικαιώματα των πολιτών σε ανθρώπους σε ανάγκη διεθνούς προστασίας είναι πράγματι μια πολιτική απόφαση τεράστιας σημασίας, και κατά συνέπεια δε θα πρέπει να αφεθεί στους γραφειοκράτες των Βρυξελλών, όμως δεν είναι κατανοητό γιατί δεν μπορεί να ληφθεί από κοινού, με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Άλλα επιχειρήματα είναι σίγουρα πιο σοβαρά. Υπάρχει κάτι το ανελεύθερο σε έναν μηχανισμό του οποίου η ουσία είναι να κατανέμει πρόσφυγες σε διαφορετικές τοποθεσίες σύμφωνα με έναν συγκεκριμένο αλγόριθμο. Όσοι το υπέδειξαν αυτό από την αρχή θα εκπλαγούν πόσο άσχημα έχει λειτουργήσει ως τώρα. Λιγότερη από 200 πρόσφυγες έχουν μεταφερθεί στις νέες χώρες τους μέσα στην ΕΕ. Ο μηχανισμός είχε σαν στόχο τις 160.000.
Κάποιες χώρες έχουν αναφέρει πως είναι στη φύση ενός κοινού, ενοποιημένου χώρου να δημιουργεί φαινόμενα συσσώρευσης. Πράγματι, οι πρόσφυγες θα τείνουν να μαζεύονται στη Γερμανία, την Αυστρία και τη Σουηδία, όμως το ίδιο θα κάνει και το κεφάλαιο, οι επενδύσεις και η τεχνολογία. Τα πλεονεκτήματα έρχονται με κόστος, και σε κάθε περίπτωση η προσπάθεια παρέμβασης σε αυτές τις ροές θα μας θέσει στον δρόμο των χειρότερων παραδόσεων της κοινωνικής μηχανικής, για τις οποίες η κεντρική και ανατολική Ευρώπη έχει κατανοητά περισσότερη γνώση και μεγαλύτερη ανησυχία.
Αναλογιστείτε τώρα πώς θα αντιμετωπιζόταν το πρόβλημα σε εθνικό επίπεδο. Εάν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες συγκεντρώνονται στην πρωτεύουσα ή τις μεγαλύτερες πόλεις, και η κατάσταση γίνεται ορατά μη βιώσιμη, καμία εθνική κυβέρνηση δε θα τους τοποθετούσε σε συγκεκριμένες περιφέρειες με την απαγόρευση να διαπεράσουν τα όρια της περιοχής. Θα χρησιμοποιούσε τα εργαλεία μιας φιλελεύθερης κοινωνικής πολιτικής, όπως οι επιδοτήσεις και τα κίνητρα διαφόρων ειδών, συγκεκριμένα στους τομείς της στέγασης και της παιδείας. Γιατί θα πρέπει η ΕΕ, η οποία όλως τυχαίως δεν έχει τη διοικητική δύναμη των εθνικών κρατών, να ενεργήσει διαφορετικά;
Καμία επιτυχημένη πολιτική δεν έχει το περιθώριο να αντιμετωπίσει ένα κοινωνικό πρόβλημα σε ένα επίπεδο τόσο απομακρυσμένο από το αίτιο. Εδώ, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, η ΕΕ κινδυνεύει να γίνει μια κοινότητα αταξίας και όχι μια κοινότητα ισχύος. Το ζητούμενο δεν είναι να μοιραστούν οι κίνδυνοι της μοίρας και της τύχης, αλλά να ασκηθεί μια μορφή κοινής δύναμης πάνω σε αυτήν τη μοίρα. Δε θα πρέπει να εστιάζουμε στο πώς θα μοιραστούμε τους πρόσφυγες από τη στιγμή που βρίσκονται ήδη εντός των συνόρων μας.
Ηθικά και πολιτικά αυτή θα παραμείνει μια καταστροφή έτοιμη να ξεσπάσει. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να ασχοληθούμε αποφασιστικά με τον τρόπο που οι πρόσφυγες φτάνουν στην Ευρώπη. Να δημιουργήσουμε ένα σύστημα ανθρωπιστικής βίζας που θα επιτρέπει στους πιθανούς υποψήφιους για άσυλο να έρθουν νόμιμα στην Ευρώπη για μια περιορισμένη περίοδο, όσο θα βρίσκονται υπό επεξεργασία οι αιτήσεις τους.
Εναλλακτικά, μπορούμε να δημιουργήσουμε κέντρα επεξεργασίας αιτήσεων έξω από τα σύνορα της ΕΕ, ώστε οι πρόσφυγες να μπορούν να υποβάλλουν την αίτησή τους χωρίς να διακινδυνεύουν τη ζωή τους σε κάποια αυτοσχέδια βάρκα. Εάν το αίτημά τους εγκριθεί, θα μπορούν στη συνέχεια να αγοράζουν ένα χαμηλού κόστους εισιτήριο προς την Ευρώπη. Εάν η αίτησή τους απορριφθεί και προσπαθήσουν να περάσουν παράνομα, μπορούν γρήγορα να επιστραφούν.
Εάν επιχειρήσετε να υποστηρίξετε αυτήν την ιδέα στις Βρυξέλλες, κάποιοι θα σημειώσουν πως, όσο ανθρωπιστές κι αν είναι, οι ευρωπαίοι δεν έχουν διάθεση για αυτού του είδους τους ιδεαλισμούς. Παρ’ ότι αμφιβάλλουμε για τον δεύτερο ισχυρισμό, η απάντηση είναι στην πραγματικότητα άλλη.
Τα κανάλια νόμιμης εισόδου είναι ένας τρόπος επανάκτησης ενός μέτρου ελέγχου πάνω στη ροή των προσφύγων. Θα πρέπει να μας επιτρέψουν να αποφασίσουμε πόσους πρόσφυγες είμαστε πρόθυμοι να υποδεχτούμε και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να γνωρίζουμε πολύ καλύτερα ποιοι είναι αυτοί οι πρόσφυγες προτού περάσουν τα σύνορά μας.
Πάνω απ’ όλα, θα έφερναν ένα θανάσιμο χτύπημα στην καρδιά των εγκληματικών λαθραίων δικτύων, στα οποία η ΕΕ φαίνεται κάποιες στιγμές να έχει αναθέσει τη συνοριακή της πολιτική. Η μεγαλύτερη ηθική και πνευματική σαφήνεια είναι επειγόντως απαραίτητη.