Η γενική συναίνεση που προκύπτει μετά τις επιθέσεις του προηγούμενου μήνα στο Παρίσι φαίνεται να είναι πως το Ισλαμικό Κράτος μπορεί να ηττηθεί μόνο με εδαφική εισβολή στο «κράτος» του. Πρόκειται περί αυταπάτης. Ακόμη και αν η Δύση και οι ντόπιοι σύμμαχοί της (οι κούρδοι, η συριακή αντίσταση, η Ιορδανία και άλλες σουνιτικές αραβικές χώρες) μπορούσαν να συμφωνήσουν ποιος θα παρέχει το μεγαλύτερο μέρος των στρατιωτικών δυνάμεων, η ISIS έχει ήδη μετασχηματίσει τη στρατηγική της. Είναι πλέον μια παγκόσμια οργάνωση, με τοπικές υποομάδες, με τη δυνατότητα να σπέρνουν τον όλεθρο στις δυτικές πρωτεύουσες.
Στην πραγματικότητα, η ISIS πάντα αποτελούσε σύμπτωμα μιας βαθύτερης ασθένειας. Η αποσύνθεση στην αραβική Μέση Ανατολή αντικατοπτρίζει την αποτυχία της περιοχής να βρει έναν δρόμο μεταξύ του χρεοκοπημένου, κοσμικού εθνικισμού που κυριαρχούσε στο κρατικό της σύστημα από την ανεξαρτητοποίησή της, και το ριζοσπαστικό κομμάτι του Ισλάμ που βρίσκεται σε πόλεμο με τον εκσυγχρονισμό. Το θεμελιώδες πρόβλημα βρίσκεται στην υπαρξιακή μάχη ανάμεσα σε εντελώς δυσλειτουργικά κράτη και σε ένα υπέρμετρα βάρβαρο είδος θεοκρατικού φανατισμού.
Με αυτήν την πάλη, στην οποία τα περισσότερα καθεστώτα της περιοχής έχουν εξαντλήσει τα ήδη περιορισμένα αποθέματα νομιμότητας, μία τάξη πραγμάτων που επικράτησε στην περιοχή επί έναν αιώνα, βρίσκεται υπό κατάρρευση. Πράγματι, το Ισραήλ, το Ιράν και η Τουρκία – όλες οι χώρες που δεν έχουν αραβικές πλειονότητες – είναι μάλλον τα μόνα πραγματικά συνεκτικά εθνικά κράτη της περιοχής.
Για χρόνια, κύρια κράτη της περιοχής – κάποια από αυτά, όπως η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, αγαπημένα της Δύσης – έχουν στην ουσία αποδώσει χρήματα για προστασία σε τζιχαντιστές. Πράγματι, οι πόλεμοι της Αμερικής στην περιοχή – εξίσου καταστροφικοί και ανόητοι – φέρουν ουσιαστικό μερίδιο ευθύνης για το χάος που περικλείει αυτή τη στιγμή την «εύφορη ημισέληνο». Αυτό, ωστόσο, δεν αθωώνει τις αραβικές, φονταμενταλιστικές μοναρχίες για τον ρόλο τους στην αναβίωση του οράματος του εβδόμου αιώνα που η ISIS (και άλλοι) προσπαθεί να πραγματοποιήσει.
Ο στρατός των ψυχοπαθών και των τυχοδιωκτών της ISIS ξεκίνησε ως «startup» από σουνίτες μεγιστάνες του Κόλπου που ζήλεψαν την επιτυχία του Ιράν με τη λιβανέζικη, σιιτική του εκπρόσωπο, τη Χεζμπολάχ. Ήταν ο συνδυασμός μιας ιδέας και των χρημάτων για τη διάδοσή της που δημιούργησε αυτό το τέρας και καλλιέργησε τη φιλοδοξία του να δημιουργήσει ένα απολυταρχικό χαλιφάτο.
Επί χρόνια, οι Γουαχάμπι της Αραβίας υπήρξαν η κύρια πηγή του ισλαμιστικού ριζοσπαστισμού και ο κύριος υποστηρικτής και διευκολυντής εξτρεμιστικών ομάδων σε ολόκληρη την περιοχή. Όπως το έθεσε ο πρώην αμερικανός γερουσιαστής Μπομπ Γκράχαμ, ο κύριος συντάκτης της απόρρητης αναφοράς της Γερουσίας για τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, «η ISIS είναι προϊόν των σαουδικών ιδεωδών» και των «σαουδικών χρημάτων». Πράγματι, το Wikileaks φέρει την πρώην υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Χίλαρι Κλίντον να κατηγορεί το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία για συνεννόηση «με την Αλ Κάιντα, τους Ταλιμπάν και άλλες τρομοκρατικές ομάδες».
Αυτό δημιουργεί ένα προφανές ερώτημα: όταν τα καθεστώτα στην περιοχή συνεργάζονται με τρομοκρατικές ομάδες, πώς μπορεί να είναι αξιόπιστη η συνεργασία των υπηρεσιών πληροφοριών μαζί τους, πόσο μάλλον μια συμμαχία για την αντιμετώπιση του ισλαμικού εξτρεμισμού; Τα επονομαζόμενα «φιλο-δυτικά» καθεστώτα στην αραβική Μέση Ανατολή πολύ απλά δε συμφωνούν με τη Δύση για τη σημασία και τις συνέπειες του πολέμου κατά της τρομοκρατίας, ή ακόμη και για το τι σημαίνει βίαιος ριζοσπαστισμός.
Αυτός είναι μόλις ένας λόγος που μια εισβολή στο χαλιφάτο, με τοπικά στρατεύματα και τη στήριξη εναέριων επιδρομών από τη Δύση, θα μπορούσε να έχει καταστροφικές, απρόοπτες συνέπειες – αναλογιστείτε την εισβολή του Τζορτζ Μπους στο Ιράκ. Πράγματι, εάν μία τέτοια κατανομή εργασιών μπορούσε να συμφωνηθεί, μια εδαφική εισβολή που θα αρνηθεί στην ISIS την εδαφική της βάση στο Ιράκ και τη Συρία, απλά θα τη σπρώξει να ανασυγκροτηθεί σε μια περιοχή που καταρρέει σε διάφορα κομμάτια γης που δεν ανήκουν σε κανέναν.
Σε εκείνο το σημείο, ο «χαλίφης» Αμπού Μπακρ αλ-Μπαγκντάντι, ή κάποιος μελλοντικός επίδοξος χαλίφης, αναμφίβολα θα συνέχεε το αυξανόμενο κυβερνητικό χάος της περιοχής με την παγκόσμια τζιχαντιστική εκστρατεία – μια διαδικασία που, όπως έχουμε δει στο Παρίσι και αλλού, έχει ήδη ξεκινήσει. Παρά το ιδεολογικό και στρατηγικό χάσμα μεταξύ της ISIS και της Αλ Κάιντα, μια συμμαχία κατά του κοινού εχθρού – τα αυταρχικά αραβικά καθεστώτα και η Δύση – δεν μπορεί να αποκλειστεί ολοσχερώς. Ο ίδιος ο Οσάμα Μπιν Λάντεν ποτέ δεν απέκλεισε την ιδέα της δημιουργίας ενός χαλιφάτου. Πράγματι, η δική του τρομοκρατία θεωρούταν ως προοίμιο σε αυτό.
Την ίδια στιγμή, η Συρία και το Ιράν θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν το αναπόφευκτο χάος για να διευρύνουν την παρουσία τους στο Ιράκ, και όλα τα μέρη, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, θα απέρριπταν έναν κεντρικό ρόλο των κούρδων. Οι τελευταίοι έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά αξιόπιστοι και ικανοί πολεμιστές, όπως έχουν δείξει οι μάχες για την απελευθέρωση των πόλεων Κομπάνι και Σιντζάρ από τον έλεγχο της ISIS. Κανείς, ωστόσο, δε θα πρέπει να σκεφτεί πως μπορούν να γίνουν το εργαλείο της Δύσης για την υπόταξη της σουνιτικής ενδοχώρας του Ιράκ και της Συρίας.
Δεν είναι επίσης ξεκάθαρο επίσης εάν η Δύση θα έχει τη δυνατότητα να αποζημιώσει τους κούρδους με πλήρη αναγνώριση του κράτους τους. Τα γεωστρατηγικά εμπόδια που αποτρέπουν την κουρδική ανεξαρτητοποίηση εδώ και αιώνες είναι ακόμη πιο έντονα σήμερα.
Κάποιες από τις συνέπειες μιας αραβικής, με τη στήριξη της Δύσης, εισβολής χαλιφάτου δεν είναι λιγότερο προβλέψιμες επειδή είναι «ακούσιες». Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε τελικά μαζική συμπάθεια για το χαλιφάτο σε ολόκληρη την περιοχή, παρέχοντας έτσι μια προπαγανδιστική νίκη στην ISIS και περαιτέρω έμπνευση για τους απομονωμένους νέους μουσουλμάνους στην Ευρώπη και αλλού να πολεμήσουν τους «σταυροφόρους» και τους μουσουλμάνους «προδότες» που συνεργάζονται μαζί τους.
Η μόνη ρεαλιστική εναλλακτική είναι περισσότερο – πολύ περισσότερο – από τα ίδια. Αυτό σημαίνει μια συνεχή και αποφασιστική προσπάθεια εμπόδισης της εξάπλωσης του χαλιφάτου, αποκοπή των πηγών χρηματοδότησής του, εμβάθυνση και διεύρυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αξιόπιστων συμμάχων, παύση της συνεννόησης των πετρελαϊκών μοναρχιών με τρομοκρατικές ομάδες και η ενθάρρυνση των μεταρρυθμίσεων (χωρίς μεγάλα σχέδια δημιουργίας κρατών).
Η αραβική Μέση Ανατολή δεν επιδέχεται γρήγορες επιδιορθώσεις. Απαιτεί εις βάθος, ενδογενή αλλαγή, η οποία μπορεί να χρειαστεί το μεγαλύτερο μέρος αυτού του αιώνα για να δημιουργηθεί. Προς το παρόν, η μετατροπή του χαλιφάτου σε ένα ακόμη αποτυχημένο κράτος της περιοχής φαίνεται να είναι το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.