Η πιο ισχυρή ηγέτιδα της Ευρώπης είναι πρόσφυγας από μια εποχή και μια περιοχή όπου η δύναμή της θα ασύλληπτη. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, όπου η Άνγκελα Μέρκελ μεγάλωσε, δεν ήταν ούτε λαϊκή ούτε και δημοκρατία, ήταν ένα οργουελικό θρίλερ, όπου το Σιδηρούν Παραπέτασμα βρήκε κυριολεκτική έκφραση υπό τη μορφή του Τείχους του Βερολίνου.
Η ντροπαλή κόρη Λουθηρανού επισκόπου, η Μέρκελ μπήκε στην πολιτική ως μια διεζευγμένη προτεστάντισσα σε ένα κυρίως καθολικό κόμμα, μια γυναίκα σε σπίτι αδελφότητας, μια ανατολικογερμανίδα σε μια μόλις επανενωμένη Γερμανία της δεκαετίας του 1990, όπου οι ανατολικοί ήταν ακόμη ξένοι. Κανείς άλλος μεγάλος δυτικός ηγέτης δε μεγάλωσε περιφραγμένος, κάτι που παρείχε στη Μέρκελ μια σπάνια αντίληψη της έλξης της ελευθερίας και τα ρίσκα που είναι πρόθυμοι οι άνθρωποι να πάρουν για να τη γευτούν.
Το πολιτικό της στυλ ήταν να μην έχει κάποιο, χωρίς φιοριτούρες και χάρισμα, απλά η έντονη αίσθηση της δύναμης ενός επιζήσαντα και η αφοσίωση τα δεδομένα ενός επιστήμονα. Ακόμη και αφότου έγινε καγκελάριος της Γερμανίας το 2005, και ηγέτιδα της τέταρτης μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου, παρέμεινε αποφασιστικά μη εντυπωσιακή – ο καλύτερος τρόπος για να υποτιμάται ξανά και ξανά. Οι γερμανοί σχολιαστές την αποκαλούσαν Merkelvellian όποτε ξεπερνούσε σε εξυπνάδα, απομόνωνε ή απλά άντεχε περισσότερο από οποιονδήποτε αποτελούσε πρόκληση για εκείνη. Πάντα επιφυλακτική, εφάρμοσε περήφανα αυτό που ο Willy Brandt αποκάλεσε κάποτε Die Politik der kleinen Schritte – πολιτική των μικρών βημάτων.
Και τότε ήλθε το 2015. Όχι μία ή δύο, αλλά τρεις φορές φέτος υπήρξαν λόγοι να αναρωτηθεί κανείς εάν η Ευρώπη θα συνέχιζε να υπάρχει, ότι πολιτισμικά ή γεωγραφικά, αλλά ως ιστορικό πείραμα φιλόδοξης πολιτικής. Η Μέρκελ είχε ήδη αναδειχθεί σε απαραίτητο παίκτη στη διαχείριση των συνεχών κρίσεων χρέους της Ευρώπης, επίσης ηγήθηκε στην αντίδραση της Δύσης στην υφέρπουσα κλοπή του Βλαντίμιρ Πούτιν στην Ουκρανία.
Τώρα όμως η προοπτική της ελληνικής χρεοκοπίας απειλούσε την ίδια την ύπαρξη της ευρωζώνης. Η μεταναστευτική και προσφυγική κρίση παρουσίαζε πρόκληση στην αρχή των ανοικτών συνόρων. Και τέλος, ο σφαγιασμός στο Παρίσι αναζωπύρωσε την αντανακλαστική τάση για κλείσιμο θυρών, κατασκευή τειχών και έλλειψης εμπιστοσύνης προς όλους.
Κάθε φορά η Μέρκελ πήρε θέση. Η Γερμανία θα διέσωζε την Ελλάδα, με τους δικούς της αυστηρούς όρους. Θα υποδεχόταν τους πρόσφυγες ως θύματα της βαρβαρότητας του ριζοσπαστικού ισλαμισμού, όχι τους φορείς της. Και θα έστελνε στρατεύματα για να πολεμήσουν ενάντια στην ISIS. Η Γερμανία έχει περάσει τα τελευταία 70 χρόνια δοκιμάζοντας αντίδοτα για το τοξικά εθνικιστικό, μιλιταριστικό, γενοκτονικό παρελθόν της.
Η Μέρκελ προέβαλε μια διαφορετική σειρά αρχών – ανθρωπισμό, γενναιοδωρία, ανεκτικότητα – για να δείξει πώς η μεγάλη δύναμη της Γερμανίας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να σώζει αντί να καταστρέφει. Είναι σπάνιο να βλέπουμε έναν ηγέτη στη διαδικασία της αποτίναξης μιας παλαιάς και στοιχειωτικής εθνικής ταυτότητας. «Εάν τώρα πρέπει να ξεκινήσουμε να απολογούμαστε που δείχνουμε φιλικό πρόσωπο απατώντας σε επείγουσες καταστάσεις» είπε, «τότε αυτή δεν είναι η χώρα μου.»
Κι έτσι αυτή τη φορά, η γυναίκα που εκπαιδεύτηκε ως κβαντική χημικός, δεν έκανε τα τεστ και τις εργαστηριακές εργασίες, πήρε θέση. Οι αντιδράσεις ήταν άμεσες και από όλες τις πλευρές. Ο Ντόναλντ Τραμπ αποκάλεσε τη Μέρκελ «τρελή» και τους πρόσφυγες «έναν από τους μεγαλύτερους δούρειους ίππους». Οι γερμανοί αντιφρονούντες την αποκάλεσαν προδότρια, πόρνη, οι σύμμαχοί της προειδοποίησαν για λαϊκή αντίδραση, οι αντίπαλοί της προειδοποίησαν για οικονομική κατάρρευση και πολιτισμική αυτοκτονία.
Η συντηρητική Die Welt δημοσίευσε μια έκθεση που διέρρευσε από υπηρεσία πληροφοριών, προειδοποιώντας για την πρόκληση της ενσωμάτωσης ενός εκατομμυρίου μεταναστών: «Εισάγουμε ισλαμικό εξτρεμισμό, αραβικό αντισημιτισμό και εθνικές συγκρούσεις άλλων λαών, καθώς και μια διαφορετική κατανόηση της κοινωνίας και του νόμου». Τα ποσοστά στήριξής της έπεσαν κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες, ακόμη και τη στιγμή που μετέδιδε την πίστη της στον λαό της: «Wir schaffen das», έλεγε ξανά και ξανά. «Μπορούμε να το κάνουμε.»