Την τελευταία δεκαετία, πολλή προσοχή έχει δοθεί στα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας. Και όταν, τον Νοέμβριο, η χώρα βρέθηκε αντιμέτωπη με την πρώτη αξιολόγηση της μεταρρυθμιστικής της προόδου υπό την τελευταία συμφωνία με τους πιστωτές της – μια άσκηση που είναι απαραίτητη για την απόκτηση νέας δόσης από τα χρήματα διάσωσης – το δημοσιονομικό της έλλειμμα βρέθηκε για μία ακόμη φορά κάτω από το μικροσκόπιο.
Ωστόσο, οι έλληνες θα πρέπει να σκεφτούν και ενός άλλου είδους έλλειμμα – ένα που έχει δεχτεί πολύ λιγότερο δημόσιο έλεγχο, όμως θα μπορούσε να έχει οικονομικές συνέπειες εξίσου σοβαρές. Όπως και το υπόλοιπο της μεσογειακής περιοχής (και πράγματι, και σε ολόκληρο τον κόσμο), η Ελλάδα δεν έχει μόνο δημοσιονομικό έλλειμμα, αλλά και οικολογικό.
Σύμφωνα με την ανάλυσή μας, οι μεσογειακές χώρες καταναλώνουν αυτή τη στιγμή 2,5 φορές περισσότερους οικολογικούς πόρους και υπηρεσίες απ’ ότι μπορούν τα οικοσυστήματά τους να ανανεώσουν. Η Ελλάδα, για παράδειγμα, θα χρειαζόταν τους οικολογικούς πόρους και υπηρεσιών τριών Ελλάδων για να ανταποκριθεί στη ζήτηση των πολιτών της για φαγητό, ύφασμα, ξυλεία, στέγη, αστικές υποδομές και απόθεμα άνθρακα. Μόνη της η Αθήνα χρειάζεται 22% περισσότερα από τη φύση απ’ όσα μπορεί να παρέχει το οικοσύστημα ολόκληρης της χώρας. Και ύστερα από χρόνια ύφεσης, κατά τη διάρκεια των οποίων η πίεση στους φυσικούς πόρους της Ελλάδας μειώθηκε, η ζήτηση έχει ξεκινήσει να αυξάνεται και πάλι, καθώς η ανάπτυξη του ΑΕΠ έχει δείξει μια κάποια βελτίωση.
Για να γίνει εφικτή η ανθεκτική οικονομική πρόοδος, θα πρέπει να σπάσουμε τον δεσμό μεταξύ της ανάπτυξης του ΑΕΠ και της κατάχρησης του περιβάλλοντος. Τα οικολογικά ελλείμματα μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τις πηγές ενέργειες και να απειλήσουν την ασφάλεια των τροφίμων, με άμεσες κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες. Εάν η Ελλάδα και άλλες χώρες θέλουν να μπορούν να εξασφαλίσουν την υγεία και την ευμάρεια των πολιτών τους τις επόμενες δεκαετίες, θα πρέπει να βρουν έναν τρόπο να εμποδίσουν τη σημερινή οικονομική δραστηριότητα από το να αυξάνει ένα ήδη μη βιώσιμο βάρος περιβαλλοντικού χρέους.
Για να συμβεί αυτό, οι οικολογικοί πόροι θα πρέπει να αρχίσουν να θεωρούνται ως πολύτιμα κληροδοτήματα που χρειάζονται έξυπνη διαχείριση. Το μοναδικό, εντυπωσιακό φυσικό κεφάλαιο της μεσογειακής περιοχής αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα περιουσιακά της στοιχεία – και ο λόγος που περισσότεροι από 200 εκατομμύρια τουρίστες καταφτάνουν στην περιοχή κάθε χρόνο, τροφοδοτώντας την οικονομία της. Η κατάχρηση των πόρων, ή ακόμη η αποτυχία στη σωστή τους διαχείριση, αναπόφευκτα επιβαρύνει την οικονομική δύναμη της περιοχής.
Φυσικά, χώρες με οικολογικά ελλείμματα μπορούν συχνά να καλύψουν μέρος του κενού μέσω παγκόσμιου εμπορίου – εάν μπορούν να πληρώσουν για τις απαραίτητες εισαγωγές. Ωστόσο, όπως έχει πρόσφατα μάθει η Ελλάδα, οι χώρες που βασίζονται σε ξένους φυσικούς πόρους μπορεί να περάσουν οικονομικά σοκ όταν οι τιμές των αγαθών αυξηθούν ή όταν η δυνατότητά τους να πληρώσουν μειωθεί με άλλους τρόπους. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, μία αύξηση μόλις 10% στις τιμές των αγαθών θα είχε ως αποτέλεσμα ένα χτύπημα 7,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων στον εμπορικό ισολογισμό της Ελλάδας – αντίστοιχο του 0,3% του ΑΕΠ της.
Σε κάθε περίπτωση, η εξάρτηση από το παγκόσμιο εμπόριο δεν είναι μια σωστή λύση για το πρόβλημα. Κάποιες υπηρεσίες του οικοσυστήματος – συμπεριλαμβανομένου του καθαρού αέρα και του νερού, της μετρίασης των ακραίων καιρικών φαινομένων όπως οι πλημμύρες ή οι ξηρασίες, και των ψυχαγωγικών χρήσεων της φύσης – πολύ απλά δεν μπορούν να εισαχθούν.
Το πιο σημαντικό είναι πως, εάν μία χώρα εισάγει φυσικούς πόρους, κάποια άλλη χώρα θα πρέπει να τις εξάγει. Και όπως ακριβώς οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να έχουν επ’ αόριστον τεράστια οικονομικά ελλείμματα, οι χώρες δεν μπορούν να έχουν μεγάλες ετήσιες οικολογικές ανισότητες χωρίς να εξαντλήσουν το φυσικό τους κεφάλαιο – αποδυναμώνοντας κατά συνέπεια την οικονομική τους υγεία.
Ευτυχώς, οι χώρες όπως η Ελλάδα δεν είναι ανήμπορες να δράσουν. Οι πόλεις προσφέρουν εξαιρετικά πολλά υποσχόμενες ευκαιρίες βελτίωσης, ιδιαίτερα σε τομείς όπως οι μεταφορές και η στέγαση. Η Αθήνα, για παράδειγμα, αποτελεί προφανή στόχο πολιτικών αλλαγών. Το μέσο οικολογικό αποτύπωμα ενός αθηναίου είναι υψηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο (και υψηλότερο από το μέσο αποτύπωμα των κατοίκων άλλων μεσογειακών πόλεων, όπως η Βαρκελώνη, η Σμύρνη, το Παλέρμο και η Βαλένθια). Οι μεταφορές αποτελούν τη μεγαλύτερη πηγή αυτής της ανισότητας, κάτι που σημαίνει πως οι πολιτικές παρεμβάσεις που θα ευνοούν τα δημόσια μέσα ή την πρόσβαση των πεζών, θα μπορούσαν να μειώσουν το οικολογικό έλλειμμα της Αθήνας.
Άλλος ένας τομέας όπου η Ελλάδα θα πρέπει να σκεφτεί σοβαρά να αναλάβει δράση είναι τα τρόφιμα. Η παγκόσμιας φήμης μεσογειακή δίαιτα – γεμάτη λαχανικά, φρούτα και ελαιόλαδο – δεν είναι μόνο υγιεινή, αλλά και λιγότερο επιβαρυντική για το περιβάλλον. Καθώς η κατανάλωση κρέατος και επεξεργασμένων τροφίμων αυξάνεται σε όλη τη Μεσόγειο, μία ανανεωμένη εστίαση στη γαστρονομική κληρονομιά της περιοχής θα μπορούσε να μειώσει την επιβάρυνση στους φυσικούς πόρους του κόσμου – και να ευεργετήσει την υγεία των ανθρώπων.
Καθώς η κυβέρνηση της Ελλάδας πασχίζει να αναβιώσει μια οικονομία που έχει ισοπεδωθεί από τη δημοσιονομική καταστροφή και να βελτιώσει την ποιότητα ζωής όλων, η δρόμος που ανοίγει προς την μακροπρόθεσμη ευημερία δε θα πρέπει να οδηγήσει σε περαιτέρω υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Η Ελλάδα δεν έχει το περιθώριο να αντιμετωπίσει ένα από τα ελλείμματά της σε βάρος του άλλου.