Μπορεί να μην είμαι ο μοναδικός καθηγητής οικονομικών, γράφει ο Howard Davies, που όταν θέτει θέματα εργασιών στους μαθητές του καταφεύγει σε ερώτηση περίπου σαν και αυτή: «Κατά την άποψή σας, η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση προκλήθηκε κυρίως από υπερβολική κρατική παρέμβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ή από ανεπαρκή;» Όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με αυτό το ερώτημα επιλογής, η πιο πρόσφατη τάξη μου χωρίστηκε σε τρία μέρη.
Το ένα τρίτο περίπου, γοητευμένο από την επιτηδευμένη ελκυστικότητα της Υπόθεσης Αποτελεσματικής Αγοράς, ισχυρίστηκαν πως οι κυβερνήσεις ήταν οι υπαίτιοι του προπατορικού αμαρτήματος. Οι λανθασμένες παρεμβάσεις τους – για παράδειγμα οι ασφαλιστές ενυπόθηκων δανείων Fannie Mae and Freddie Mac με τη στήριξη των ΗΠΑ, καθώς και η Πράξη Κοινοτικής Επανεπένδυσης – διαστρέβλωσαν τις πρωτοβουλίες των αγορών. Κάποιοι μάλιστα υιοθέτησαν το επιχείρημα του αμερικανού φιλελεύθερου Ron Paul, ο οποίος κατηγόρησε την ίδια την ύπαρξη της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ ως δανειστής έσχατης λύσης.
Ένα άλλο τρίτο, στο αντίθετο άκρο του πολιτικού φάσματος, παρουσίασε τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της Fed Alan Greenspan ως τον κακό της υπόθεσης. Ήταν η γνωστή διστακτικότητα του Greenspan να παρέμβει στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ακόμη κι όταν η μόχλευση αυξανόταν δραματικά και οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων έδειχναν να έχουν χάσει την επαφή με την πραγματικότητα, που δημιούργησε το πρόβλημα. Πιο γενικά, οι δυτικές κυβερνήσεις, με τις ήπιες προσεγγίσεις τους στη ρύθμιση, επέτρεψαν στις αγορές να βγουν εκτός ελέγχου στα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα.
Το εναπομένων τρίτο προσπάθησε να έχει και τα δύο, υποστηρίζοντας πως οι κυβερνήσεις παρεμβαίνουν υπερβολικά σε κάποιους τομείς και ανεπαρκώς σε κάποιους άλλους. Η αποφυγή της ερώτησης όπως έχει τεθεί δεν είναι καλή στρατηγική απάντησης σε τεστ, όμως ίσως οι μαθητές να έχουν κάποιο δίκιο.
Τώρα που έχουν περάσει επτά χρόνια από το ξέσπασμα της κρίσεις, πώς έχουν απαντήσει οι κυβερνήσεις και οι ψηφοφόροι στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική σε αυτό το σημαντικό ερώτημα; Έχουν δείξει με τις πράξεις τους πως πιστεύουν ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές χρειάζονται αυστηρότερους ελέγχους ή πως, αντίθετα, το κράτος θα πρέπει να σταματήσει τις διασώσεις και να επιτρέψει στις χρηματοπιστωτικές εταιρείες να αντιμετωπίσουν τις πλήρεις συνέπειες των δικών τους λαθών.
Από τη ρητορική τους και τις ρυθμιστικές τους πολιτικές, φαίνεται πως οι περισσότερες κυβερνήσεις έχουν καταλήξει στο τρίτο, ενδιάμεσο μέτωπο. Πράγματι, έχουν πραγματοποιήσει μια πληθώρα λεπτομερών ελέγχων, περιεργαζόμενες τα λογιστικά βιβλία των τραπεζών με πρωτοφανή ένταση και επιμένοντας στην έγκριση διανομής μετρητών, τον διορισμό βασικών στελεχών και ακόμη και τις περιγραφές των θέσεων των μελών των διοικητικών συμβουλίων.
Ωστόσο, έχουν αποκλείσει οποιαδήποτε μελλοντική κρατική ή κεντρικοτραπεζική στήριξη για δεινοπαθούντα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Οι τράπεζες θα πρέπει τώρα να παρουσιάσουν «διαθήκες ζωής», δείχνοντας πως μπορούν να εκκαθαριστούν χωρίς τη στήριξη των αρχών. Οι κυβερνήσεις θα νήψουν τας χείρας τους από αυτές εάν βρεθούν σε μπελάδες: η εποχή των «πολύ μεγάλων για να αποτύχουν» έχει τελειώσει.
Πιθανώς, αυτή η διπλή προσέγγιση να ήταν αναπόφευκτη, παρ’ ότι θα ήταν καλό να ξέρουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Είναι αυτό ένα σύστημα όπου η πειθαρχία των αγορών κυριαρχεί και πάλι, ή θα κάθονται οι κρατικοί ρυθμιστές πάνω από το κεφάλι των διοικήσεων στο προβλεπόμενο μέλλον.
Πού έχουν καταλήξει, ωστόσο, οι ψηφοφόροι; Στο πρώτο κύμα των εκλογών μετά την κρίση, το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο κατά μία έννοια, θολό κατά μία άλλη. Όποια κυβέρνηση κι αν βρισκόταν στην εξουσία όταν ξέσπασε η κρίση, είτε δεξιά είτε αριστερή, πήρε πόδι και αντικαταστάθηκε με κυβέρνηση της αντίθετης πολιτικής πεποίθησης.
Αυτό δεν ίσχυσε παντού – δείτε την Άνγκελα Μέρκελ της Γερμανίας – όμως σίγουρα έγινε έστι στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και αλλού. Η Γαλλία κινήθηκε από τα δεξιά προς τα αριστέρα, το Ηνωμένο Βασίλειο από τα αριστερά προς τα δεξιά. Όμως η ετυμηγορία των ψηφοφόρων προς τις κυβερνήσεις τους ήταν λίγο πολύ πανομοιότυπη: τα πράγματα πήγαν λάθος στη δική σας βάρδια, οπότε παίρνετε δρόμο.
Τώρα, ωστόσο, μπορούμε να δούμε μια πιο συνεπή στάση να αναπτύσσεται. Τρεις γερμανοί οικονομολόγοι, Manuel Funke, Moritz Schularik, και Christoph Trebesch, έχουν μόλις παρουσιάσει μια συναρπαστική αξιολόγηση που βασίζεται σε περισσότερες από 800 εκλογικές αναμετρήσεις σε χώρες της Δύσης των τελευταίων 150 ετών, τα αποτελέσματα των οποίων τα έχουν συσχετίσει με 100 οικονομικές κρίσεις. Το κύριο συμπέρασμά τους είναι σαφές: «η πολιτική παίρνει μια απότομη στροφή προς τα δεξιά ύστερα από οικονομικές κρίσεις. Κατά μέσο όρο, οι ψηφοφόροι της ακραίας δεξιάς αυξάνονται κατά περίπου ένα τρίτο στα πέντε χρόνια μετά από καταστροφή συστημικών τραπεζών».
Η μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του 1930, η οποία ακολούθησε την πτώση της Wall Street το 1929, είναι το πιο προφανές και ανησυχητικό παράδειγμα που μπορεί κανείς να σκεφτεί, ωστόσο η τάση αυτή μπορεί να παρατηρηθεί ακόμη και στις σκανδιναβικές χώρες, ύστερα από τις εκεί τραπεζικές κρίσεις στις αρχές του ‘90. Η προσπάθεια λοιπόν να εξηγήσουμε, για παράδειγμα, την άνοδο του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία σε όρους της προσωπικής και πολιτικής αντιδημοτικότητας του προέδρου Φρανσουά Ολλάντ, δεν είναι λογική. Υπάρχουν πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις από την εξωτική προσωπική του ζωή και την αδυναμία του να συνδεθεί με τους ψηφοφόρους.
Το δεύτερο μεγάλο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν οι Funke, Schularik και Trebesch, είναι πως η διακυβέρνηση γίνεται δυσκολότερη μετά από οικονομικές κρίσεις, για δύο λόγους. Η άνοδος της άκρας δεξιάς συνοδεύεται από ένα πολιτικό τοπίο που είναι συνήθως διασπασμένο, με περισσότερα κόμματα και με χαμηλότερο ποσοστό των ψήφων να πηγαίνει στο κυβερνών κόμμα, είτε είναι αυτό αριστερό είτε είναι δεξιό. Κατά συνέπεια, οι αποφασιστικές νομοθετικές κινήσεις γίνονται πρόκληση.
Την ίδια στιγμή, προκύπτει μια άνοδος εξωκοινοβουλευτικών κινητοποιήσεων: περισσότερες και μεγαλύτερες απεργίες και περισσότερες και μεγαλύτερες διαδηλώσεις. Ο έλεγχος των δρόμων από την κυβέρνηση δεν είναι το ίδιο ασφαλής. Ο μέσος όρος των διαδηλώσεων κατά της κυβέρνησης τριπλασιάζεται, η συχνότητα των βίαιων απεργιών εξεγέρσεων διπλασιάζεται και οι γενικές απεργίες αυξάνονται κατά τουλάχιστον ένα τρίτο. Η Ελλάδα έχει προσφάτων ενισχύσει αυτούς τους αριθμούς.
Το μόνο καθησυχαστικό συμπέρασμα που έβγαλαν οι τρεις οικονομολόγοι είναι πως αυτά τα φαινόμενα τελικώς εξασθενούν. Τα στοιχεία μας λένε πως ύστερα από πέντε χρόνια, τα χειρότερα έχουν τελειώσει. Αυτός δε φαίνεται να είναι ο δρόμος στον οποίο κινούνται τα πράγματα αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη, εάν κοιτάξουμε την πιο πρόσφατη εκλογική τρομάρα στη Γαλλία, χωρίς καν να αναφέρουμε τη Φινλανδία και την Πολωνία, όπου οι δεξιόστροφοι λαϊκιστές έχουν ανέλθει στην εξουσία. Πιθανώς η απάντηση σε αυτό να είναι πως ο χρόνος αρχίζει να μετρά για τα πέντε χρόνια όταν η κρίση έχει ολοκληρωτικά τελειώσει, κάτι που δεν ισχύει ακόμη στην Ευρώπη.
Κατά συνέπεια, η πολιτική φαίνεται πως θα παραμείνει ένα δύσκολο έργο για κάμποσο καιρό. Και οι τραπεζίτες και χρηματιστές που θεωρούνται ευρέως υπεύθυνοι για την κρίση θα παραμείνουν στη γωνία για ακόμη κάμποσο, μέχρι τη στιγμή που οι προσδοκίες των ψηοφόρων για οικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα θα αρχίσουν να ικανοπιούνται πιο συστηματικά.