Από την κρίση στις χρηματοπιστωτικές αγορές στην Κίνα μέχρι την έξαρση συγχωνεύσεων και εξαγορών στις ΗΠΑ, το 2015 υπήρξε χρονιά ανάμικτων συναισθημάτων για τους εμπόρους και τους επενδυτές. Τον Αύγουστο, φαινόταν πως ο κόσμος όδευε προς μια νέα παγκόσμια κατάρρευση, όμως αυτό δεν έχει ακόμη συμβεί.
Η πρόσφατη αύξηση στα επιτόκια στις ΗΠΑ σηματοδότησε πως η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου μπορεί επιτέλους να βγαίνει από τον μαρασμό που ακολούθησε την κρίση του 2008, ωστόσο, οι επιπτώσεις για άλλες χώρες και χρηματοπιστωτικές αγορές παγκοσμίως δεν είναι ξεκάθαρες.
Η κρίση της Κίνας
Παρ’ όλες τις ανησυχίες για την Ελλάδα και την ευρωζώνη, εν τέλει ήταν οι ανησυχίες για την αστάθεια στις κινεζικές αγορές που ταρακούνησαν το παγκόσμιο κλίμα περισσότερο κατά τη διάρκεια του 2015, αφού ο γενικός δείκτης στη Σαγκάη άρχισε να πέφτει δραματικά, αρχικά τον Ιούνιο και αργότερα και τον Αύγουστο.
Μια ταραχώδη ημέρα του Αυγούστου, η κινεζική αγορά έπεσε κατά 8,5%, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη πτώση σε μία ημέρα μετά το 2007, επηρεάζοντας τις τιμές των μετοχών σε ολόκληρο τον κόσμο, μεταξύ αυτών και τον FTSE (έπεσε 2,7%, στα 6012, σε μία ημέρα), καθώς οι επενδυτές φοβούνταν πως η οικονομία της Κίνας θα εξαντλούσε γρήγορα τις δυνάμεις της.
Με δεδομένη την ανησυχία που προκλήθηκε από αυτές τις απότομες πτώσεις τιμών των μετοχών στην Κίνα κατά τη διάρκεια του Αυγούστου, αποτελεί μάλλον έκπληξη το γεγονός πως ο δείκτης της Σαγκάης κλείνει τη χρονιά με κέρδη 13%, παρ’ ότι βρίσκεται περίπου 30% χαμηλότερα από το ζενίθ του έτους, το οποίο έφτασε τον Ιούνιο.
Και παρά την επιστροφή σε κάτι που μοιάζει με κανονικότητα από τον Αύγουστο και μετά, οι ανησυχίες για την Κίνα συνεχίζουν να διαταράσσουν το κλίμα και τις αγορές. Σε μία από τις τελευταίες δηλώσεις των συναλλαγών του έτους στο Λονδίνο, η χρηματιστηριακή εταιρεία Panmure Gordon ανέφερε την κρίση στην Κίνα ως έναν παράγοντα για τη μείωση της ροής των συμφωνιών της.
Η λονδρέζικη εταιρεία δεν είναι σε καμία περίπτωση η μοναδική επιχείρηση που αντιμετώπισε δυσκολίες λόγω του φόβου πως η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου μπορεί να μην τρέχει πλέον με πλήρη ταχύτητα. Δεκάδες εταιρείες, όπως η βρετανική επιχείρηση πολυτελούς ένδυσης Burberry, η Kobe Steel της Ιαπωνίας, η TNT και η ναυτιλιακή Maersk της Δανίας, κατηγόρησαν επίσης τα δεινά της Κίνας για την πτώση των κερδών τους.
Η πτώση του πετρελαίου
Η τιμή του αργού πετρελαίου, η οποία βρισκόταν στα 116 δολάρια τον Ιούνιο του 2014, έπεσε κάτω από τα 50 δολάρια στο ξεκίνημα της χρονιάς και δεν έχει δώσει κανένα δείγμα ανάκαμψης. Μέχρι το τέλος του έτους, η τιμή του αργού πετρελαίου άγγιξε τα χαμηλά των 11 τελευταίων ετών, στα 36,05 δολάρια. Η εταιρεία αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας Moody’s έχει μειώσει τις προβλέψεις της για την τιμή του πετρελαίου για το επόμενο έτος κατά 10 δολάρια, από τα 53 στα 43 δολάρια το βαρέλι, λόγω των επίμονα υψηλών επιπέδων προσφοράς που μπορεί να αυξηθούν ακόμη περισσότερο από την άρση των κυρώσεων κατά του Ιράν και της απαλοιφής της εξαγωγικής απαγόρευσης των ΗΠΑ.
Για το ακατέργαστο West Texas Intermediate, τον πετρελαϊκό δείκτη της βορείου Αμερικής, η Moody’s μείωσε την πρόβλεψή της στα 40 δολάρια το βαρέλι από τα 48.
Η χαμηλή τιμή του πετρελαίου έχει συμβάλει στη μείωση του ποσοστού του πληθωρισμού σε πολλές από τις κυρίαρχες οικονομίες και θεωρητικά απελευθερώνει ζήτηση για άλλα αγαθά. Ωστόσο, οι απότομα χαμηλότερες τιμές έχουν επίσης αλλάξει την οικονομία για τις εταιρείες ενέργειας, θέτοντας την απόκτηση της BG από τη Royal Dutch Shell για 35-40 δισεκατομμύρια λίρες σε κίνδυνο.
Η χρονιά του ελβετικού φράγκου
Η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας σπάνια σηκώνει το κεφάλι της πάνω από το χιονισμένο της παραπέτασμα, όμως στις αρχές του Ιανουαρίου του 2015 δημιούργησε ένα πρωτοφανές σοκ όταν εγκατέλειψε απρόσμενα ένα ταβάνι που τοποθέτησε τρία χρόνια νωρίτερα σε σχέση με το ευρώ. Ήταν τόσο εκτός χαρακτήρα αυτή η κίνηση, που η συνήθως διακριτική Κριστίν Λαγκάρντ, επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, είπε πως της προκαλούσε «κάποια έκπληξη» το γεγονός πως δεν είχε ενημερωθεί προηγουμένως. Οι κεντρικοί τραπεζίτες της Ευρώπης εξεπλάγησαν εξίσου. Το ευρώ έπεσε άμεσα σε σχέση με το ελβετικό νόμισμα κατά 13,8%.
Το ταβάνι εισήχθη το 2011, όταν μετά την κρίση χρέους της ευρωζώνης οι επενδυτές επεδίωξαν να στραφούν σε ασφαλή καταφύγια, όπως τα ελβετικά περιουσιακά στοιχεία. Οι επιπτώσεις της ξαφνικής απαλοιφής του αποδείχθηκε αβάσταχτη για κάποιους.
Η Alpari, μεσιτική εταιρεία ξένου συναλλάγματος, κατέρρευσε ως αποτέλεσμα αυτού και επειδή πολλοί πελάτες της είχαν έλλειψη ελβετικών φράγκων, και η IG Index είπε πως μια ομάδα πελατών, που πιάστηκε στη δίνη της ξαφνικής ανόδου του ελβετικού νομίσματος, της χρωστούσε 15 εκατομμύρια λίρες.
Η υπουργός Οικονομικών της Ελβετίας, Εβελίνε Βίντμερ-Σλουμφ, είπε πως δεν αναμένει από την κεντρική τράπεζα να επιβάλει νέο συναλλαγματικό ταβάνι για το ισχυρό ελβετικό φράγκο στο άμεσο μέλλον.
Η χρονιά της συνάθροισης
Μια σειρά εταιρειών αισθάνθηκε πως το 2015 ήταν η σωστή στιγμή για στρατηγικές κινήσεις. Ακόμη και ο Γουόρεν Μπάφετ, βετεράνος αμερικανός επιχειρηματίας, επέλεξε να κάνει το 2015 τη χρονιά της μεγαλύτερης συμφωνίας του, μιας προσφοράς 32 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την American Castparts.
Οι παγκόσμιες συμφωνίες εξαγορών, προερχόμενες κυρίως από τις ΗΠΑ ή την Άπω Ανατολή, έσπασαν ρεκόρ σε όρους αξίας, φτάνοντας τη συνολική αξία των συμφωνιών στα 4,6 τρισεκατομμύρια δολάρια στις αρχές του Δεκεμβρίου. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Dealogic, έχουν υπάρξει εννέα συμφωνίες αξίας μεγαλύτερης των 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2015, πέντε περισσότερες από αυτές του 2014.
Υπήρξε λιγότερη δραστηριότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο, παρ’ ότι το Λονδίνο διεκδίκησε τις δύο από τις τέσσερις κορυφαίες συμφωνίες παγκοσμίως: την προσφορά της Anheuser-Busch InBev των 117 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τη SABMiller και την προσφορά της Shell των 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την BG.
Οι αμερικανοί τραπεζίτες έδειξαν να υιοθετούν την άποψη πως αυτή ήταν μια καλή περίοδος για να προχωρήσουν με συμφωνίες ύστερα από δύο ή τρία χρόνια κατά τα οποία οι εταιρείες έδειξαν σημάδια ενδυνάμωσης μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Τα χαμηλά επιτόκια συνέβαλαν στην αποφασιστικότητα για την ολοκλήρωση μιας συμφωνίας σε μια περίοδο που η χρηματοδότησή της μπορεί να είναι περισσότερο διαχειρίσιμη.
Ελλάδα
Η κρίση στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του πρώτου μέρους του έτους απειλούσε συνεχώς να δημιουργήσει μια αποσύνθεση της ευρωζώνης και μια επακόλουθη μεταβλητότητα στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές. Ωστόσο, έως τα μέσα του Αυγούστου, καθώς η χώρα υπέγραψε το τρίτο πρόγραμμα διάσωσής της, η πίεση υποχώρησε.
Καθώς η συμφωνία υπογράφηκε ύστερα από εξαντλητικές συνομιλίες, ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κομισιόν, είπε: «Οι τελευταίοι έξι μήνες ήταν δύσκολοι. Αντικρίσαμε την άβυσσο. Όμως σήμερα το μήνυμα του σημερινού Eurogroup είναι ξεκάθαρο: σε αυτή τη βάση, η Ελλάδα είναι και θα παραμείνει αμετάκλητα μέλος της ευρωζώνης».
Για αυτό, οι ένορκοι δεν έχουν ακόμη αποφασίσει.