Οι οικονομικές προβλέψεις είναι μια ανόητη ενασχόληση. Αν έχουμε μάθει κάτι από τη χρηματοπιστωτική κρίση και τη Μεγάλη Ύφεση, αυτό είναι ότι πως ακόμη κι όσοι είναι εξοπλισμένοι με τα πιο εξειδικευμένα μοντέλα μπορεί να κάνουν λάθος, μερικές φορές θεαματικά. Για να είμαστε ειλικρινείς, το μέλλον είναι άγνωστο, και όποιος υποστηρίζει κάτι διαφορετικό, απλά ψεύδεται.
Με αυτό στο μυαλό μας, ας δούμε τι θεωρούμε πιθανό να συμβεί το 2016. Κάποια στιγμή, μια ανάκαμψη που βασίζεται σε αυξανόμενες τιμές περιουσιακών στοιχείων, την αδύναμη ανάπτυξη στα έσοδα και τα αυξανόμενα προσωπικά χρέη, είναι αναπόφευκτο να οδηγήσει σε μια νέα, τεράστια, χρηματοπιστωτική κρίση – όχι όμως μέσα στους επόμενους 12 μήνες.
Αντ’ αυτού, το 2016 θα είναι μια χρονιά παρατολμιών, συγκαλύψεων των σχισμών και αγοράς χρόνου προτού ξαναβγούν στην επιφάνεια τα παλιά προβλήματα.
Να γιατί. Η μεγάλη είδηση του περασμένου μήνα ήταν η κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου, η οποία έχει φτάσει την τιμή του αργού σε επίπεδα που είδαμε τελευταία φορά το 2004. Αυτό έχει δύο θετικές επιπτώσεις για την παγκόσμια οικονομία. Προσφέρει επιπλέον αγοραστική δύναμη στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που καταναλώνουν ενέργεια και κρατά χαμηλά τον πληθωρισμό.
Υπάρχει πάντα μια μικρή καθυστέρηση μεταξύ της πτώσης των τιμών του πετρελαίου και της επακόλουθης ανόδου των δαπανών, εν μέρει επειδή ο κόσμος θέλει να σιγουρευτεί πως τα χαμηλότερα κόστη θα διατηρηθούν. Έχουν περάσει, ωστόσο, 16 μήνες πλέον από τη στιγμή που το αργό πετρέλαιο ξεκίνησε την πτώση του από το ζενίθ του Αυγούστου του 2014, στα 115 δολάρια το βαρέλι, και είναι αρκετά πιθανό να πέσει ακόμη περισσότερο από το παρόν επίπεδό του κοντά στα 35 δολάρια το βαρέλι. Ελλείψει ενδείξεων από το πετρελαϊκό καρτέλ, την Opec, πως έχει την πολιτική βούληση να συμφωνήσει σε περιορισμούς της παραγωγής, είναι αρκετά πιθανό οι τιμές να πέσουν κάτω από τα 30 δολάρια το βαρέλι στους πρώτους μήνες του έτους.
Οι επιπτώσεις αυτού θα είναι να τηρηθεί ο πληθωρισμός χαμηλότερα απ’ ότι προβλέπουν οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου. Οι πολιτικοί παράγοντες στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, στην Τράπεζα της Αγγλίας και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιμένουν πως διαβλέπουν μέσα από τις ανόδους και τις πτώσεις στο πετρέλαιο και στις τιμές άλλων προϊόντων και κάνουν τις κρίσεις τους για τα επιτόκιά τους με βάση το τι συμβαίνει στον δομικό πληθωρισμό, ο οποίος δεν συμπεριλαμβάνει τα κόστη ενέργειας και φαγητού.
Ωστόσο, είναι πιο δύσκολο να αυξηθούν τα επιτόκια εάν, για οποιονδήποτε λόγο, ο πληθωρισμός συνεχίσει να μη φτάνει τις επίσημες προβλέψεις. Το πιο σημαντικό είναι πως υπάρχουν ενδείξεις πως μια πτώση στον πληθωρισμό που προκλήθηκε από το φτηνότερο πετρέλαιο έχει επιδράσεις στις διαπραγματεύσεις για τη μισθοδοσία. Όταν, στα χρόνια πριν από την κρίση, ο πληθωρισμός του Ηνωμένου Βασιλείου πετύχαινε τακτικά τον στόχο της κυβέρνησης στο 2%, οι εργοδότες συνήθιζαν να προσφέρουν αμοιβές 4%. Τώρα που ο πληθωρισμός είναι στο μηδέν, δε βλέπουν κανέναν λόγο να προσφέρουν πάνω από 2%.
Αυτό έχει σημασία επειδή οι κεντρικές τράπεζες ψάχνουν για σημάδια ανόδου του πληθωρισμού των μισθών ως αποτέλεσμα ετών σταθερής ανάπτυξης και μειούμενης ανεργίας. Εάν ο πληθωρισμός των μισθών δεν ανέβει, υπάρχουν λιγότεροι λόγοι να αυξήσουν το κόστος του δανεισμού.
Κατά συνέπεια, η πρώτη πρόβλεψη για τον επόμενο χρόνο είναι πως τόσο ο πληθωρισμός όσο και τα επιτόκια θα παραμείνουν χαμηλότερα για περισσότερο καιρό απ’ ότι αναμένεται αυτή τη στιγμή. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ ανέβασε τα επιτόκια για πρώτη φορά σε σχεδόν μια δεκαετία νωρίτερα αυτόν τον μήνα, όμως θα είναι εξαιρετικά προσεκτική με την επόμενη κίνησή της. Η Τράπεζα της Αγγλίας θα καθυστερήσει με την πρώτη της κίνηση. Το φτηνό χρήμα θα ενισχύσει τόσο τον δανεισμό όσο και – για ένα διάστημα – την ανάπτυξη.
Το επόμενο μοτίβο του 2016 θα είναι η Κίνα, όπου το ερώτημα δεν είναι εάν ο ρυθμός της ανάπτυξης θα επιβραδύνει, αλλά πόσο. Οι απόψεις των ειδικών διίστανται για την κατάσταση της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου. Κάποιοι αναλυτές υποστηρίζουν πως το Πεκίνο έχει τα πάντα υπό έλεγχο, άλλοι πως η χώρα ήδη δυσκολεύεται να προσγειωθεί ύστερα από χρόνια υπερβολικών επενδύσεων σε αντιπαραγωγικές βιομηχανίες και επισφαλή ακίνητη περιουσία.
Είναι δύσκολο να γνωρίζουμε τι ακριβώς συμβαίνει στην Κίνα, μια μεγάλη χώρα με φήμη αναξιόπιστων οικονομικών στατιστικών. Τα επίσημα στοιχεία λένε πως η οικονομία αναπτύσσεται κατά 7% ετησίως, ωστόσο τα στοιχεία της κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος και των μεταφορών εμπορευμάτων μέσω του σιδηροδρομικού δικτύου, υποδεικνύουν πως ο πραγματικός αριθμός είναι χαμηλότερος.
Ωστόσο, ενώ τα επίσημα επιτόκια είναι στο μηδέν ή κοντά σε αυτό στις σημαντικότερες ανεπτυγμένες χώρες της δύσης, στην Κίνα συνεχίζουν να ξεπερνούν το 4%. Αυτό δίνει στη Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας το περιθώριο να μειώσει το κόστος δανεισμού εάν θέλει να κινητοποιήσει την ανάπτυξη, ένα περιθώριο που είναι σχεδόν βέβαιο πως θα χρησιμοποιήσει εάν η κυβέρνηση κρίνει πως η οικονομία επιβραδύνει πολύ γρήγορα. Η συναλλαγματική ισοτιμία μπορεί επίσης να περικοπεί για να γίνουν φτηνότερες οι κινέζικες εξαγωγές, και η χώρα έχει επίσης την επιλογή να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες.
Ο κίνδυνος είναι, φυσικά, πως η Κίνα θα αποκαταστήσει το χάος που δημιούργησε μία φούσκα που έσκασε δημιουργώντας μία άλλη, κάτι που έκανε ο Άλαν Γκρίνσπαν στις ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Εδώ λοιπόν έχουμε τη δεύτερη πρόβλεψη. Η Κίνα θα επιβραδύνει το 2016, όμως η χαλάρωση της πολιτικής θα αποτρέψει μια κατάρρευση.
Τα τελευταία έξι χρόνια, η ευρωζώνη έχει δείξει μια αμείωτη ικανότητα να αρπάζει την ήττα από τα σαγόνια της νίκης. Κάθε φορά που η κρίση φαίνεται να τελειώνει, κάτι κακό συμβαίνει. Το 2016, αυτό το «κάτι» μπορεί να είναι η Ελλάδα, παγιδευμένη σε ένα τέλμα χρέους και λιτότητας, θα μπορούσε να είναι η ακυβέρνητη Ισπανία ή η ετοιμοθάνατη Γαλλία.
Υπάρχουν, ωστόσο, αρκετοί λόγοι για τους οποίους η ευρωζώνη μπορεί να φτάσει κουτσά στραβά μέχρι το 2017 προτού υπάρξουν νέα προβλήματα. Ο πρώτος είναι ότι θα επωφεληθεί από την καθυστέρηση στην αυστηροποίηση της πολιτικής στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο, και από τα μέτρα υπέρ της ανάπτυξης στην Κίνα. Ο δεύτερος είναι πως η ΕΚΤ θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί την ποσοτική χαλάρωση ελπίζοντας πως η αύξηση στην προσφορά του χρήματος θα ωθήσει τις τράπεζες να δανείσουν. Η ΕΚΤ είναι επίσης πρόθυμη να μειώσει την αξία του ευρώ για να κινητοποιήσει τις εξαγωγές, παρ’ ότι αυτό μπορεί να αποδειχθεί δυσκολότερο εάν η Fed αυξήσει τα επιτόκιά της πιο αργά απ’ ότι περιμένουν οι αγορές αυτή τη στιγμή. Υπάρχει αρκετά μεγάλη πιθανότητα το δολάριο να πέσει αντί να ανέβει σε σχέση με το ευρώ.
Ο μεγαλύτερος άμεσος κίνδυνος για την παγκόσμια οικονομία προέρχεται από τον αναπτυσσόμενο κόσμο, ιδιαίτερα εκείνα τα σημεία του που έχουν επηρεαστεί από την πτώση στο κόστος των προϊόντων.
Η Βραζιλία είναι η χώρα που θα πρέπει κανείς να παρακολουθεί στενά. Είναι η μεγαλύτερη οικονομία της Λατινικής Αμερικής και αντιμέτωπη με σοβαρά προβλήματα. Η οικονομία συστέλλεται με τους ταχύτερους ρυθμούς μετά τη δεκαετία του 1930, η πληθωρισμός ξεπερνά το 10%, το νόμισμα έχει καταρρεύσει και ο υπουργός Οικονομικών έχει μόλις παραιτηθεί. Μία επίσκεψη από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πιθανώς να είναι αναπόφευκτη.
Αυτή είναι μια περίπτωση όπου η ιστορία απειλεί να επαναληφθεί, καθώς η οδός προς την κρίση του 2008 ξεκίνησε στην περιφέρεια της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτή είναι, λοιπόν, η τελική πρόβλεψη: δε θα υπάρξει έκρηξη το 2016, όμως το φυτίλι θα ανάψει.