Καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση ετοιμάζεται να μπει στο νέο έτος, αντιμετωπίζει μια σχεδόν τέλεια καταιγίδα πολιτικών προκλήσεων. Η στρατηγική που χρησιμοποίησε στο παρελθόν – βγάζοντάς τα πέρα ίσα ίσα μέσα από μια σειρά προβλημάτων – μπορεί να μην είναι πλέον αρκετή.
Φυσικά, δεν είναι άγνωστη για την ΕΕ η διαχείριση των κρίσεων. Η κρίση του ευρώ, για παράδειγμα, αναμενόταν από πολλούς πως θα την κατέστρεφε, ωστόσο, ύστερα από μια σειρά ετών δύσκολων συνόδων κορυφής, το ζήτημα λίγο πολύ διευθετήθηκε. Η Ελλάδα παραμένει σε κακή κατάσταση, ωστόσο, έχει διατηρήσει τη θέση της στην ΕΕ και στην ευρωζώνη. Και η ΕΕ έχει πλέον ισχυρότερους μηχανισμούς για τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών.
Ωστόσο, η κατάσταση σήμερα είναι πολύ πιο απαιτητική από οτιδήποτε έχει δει ως τώρα η ΕΕ – σε μεγάλο βαθμό λόγω του μεγάλου αριθμού σοβαρών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ευρώπη. Πολύ μακριά από τον «κύκλο φίλων» που είχαν κάποτε οραματιστεί οι ηγέτες της ΕΕ, η ευρωπαϊκή γειτονιά έχει μετατραπεί σε «δαχτυλίδι φωτιάς», πυροδοτούμενο σε μεγάλο βαθμό από τον συνδυασμό της ισλαμιστικής τρομοκρατίας και της ρωσικής βίας στην ανατολική Ουκρανία. Η ιδέα πως η ΕΕ, με τις ανοιχτές κοινωνίες της και ισχυρό κράτος δικαίου, θα ενέπνεε αυτές τις αξίες στις γειτονικές της χώρες, έχει ανατραπεί, με την αταξία στην άμεση γειτονιά της Ευρώπης να δημιουργεί εντάσεις και αστάθεια εντός της Ένωσης.
Μία από αυτές τις προκλήσεις είναι η αυξανόμενη προσφυγική κρίση, πυροδοτούμενη από τις διαμάχες στη Μέση Ανατολή και κυρίως στη Συρία. Είναι αλήθεια πως μόλις ένα μικρό κομμάτι όσων έχουν εκτοπιστεί προσπαθούν αυτή τη στιγμή να μπουν στην ΕΕ, και το εκατομμύριο προσφύγων που αναμένεται να φτάσουν φέτος αντιπροσωπεύουν μόλις το 0,2% του πληθυσμού της ΕΕ. Ωστόσο, όταν φτάνουν τόσοι πολλοί σε σύντομο χρονικό διάστημα και μόλις σε λίγες χώρες, η δυνατότητα της ΕΕ να διαχειριστεί την εισροή καταβάλλεται, με αποτέλεσμα να επαναφερθούν οι έλεγχοι σε κάποια από τα σύνορα εντός της ζώνης Σένγκεν.
Το 2016, μπορούμε να περιμένουμε από τις χώρες της ΕΕ να θέσουν υπό έλεγχο την άμεση πρόκληση, συμφωνώντας σε βασικά βήματα για τον έλεγχο των συνόρων και την ίση κατανομή του βάρους της μετανάστευσης. Ωστόσο, οι πιο μακροπρόθεσμες προκλήσεις – η ενσωμάτωση των προσφύγων στην ευρωπαϊκή κοινωνία και η ανατροπή της ανόδου των ξενοφοβικών πολιτικών κομμάτων – θα είναι πολύ πιο δύσκολες.
Ακόμη και χωρίς την προσφυγική κρίση και τις επιπτώσεις της, η ΕΕ θα βρισκόταν αντιμέτωπη με μια απαιτητική ατζέντα. Η πρόοδος τόσο στην Διατλαντική Εμπορική και Επενδυτική Εταιρική σχέση όσο και στην κοινή ψηφιακή αγορά, έχει κεντρικό ρόλο στην παγκόσμια ανταγωνιστικότητα της ΕΕ, όπως είναι και οι προσπάθειες για την πραγματοποίηση της προγραμματισμένης ένωσης των κεφαλαιαγορών. Και σαν να μην αρκούν αυτά, μια νέα «παγκόσμια εξωτερική πολιτική και στρατηγική ασφαλείας», η οποία θα αντικαταστήσει αυτήν που δημιουργήθηκε σε μια πιο αισιόδοξη περίοδο, το 2003, θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι τον Ιούνιο.
Για να υλοποιήσει αυτήν την απαιτητική ατζέντα, η ΕΕ θα πρέπει να είναι στην καλύτερή της φόρμα, συνεργαζόμενη αποτελεσματικά σε πολλαπλά μέτωπα την ίδια στιγμή. Αυτό θα είναι εξαιρετικά δύσκολο μια περίοδο που το Ηνωμένο Βασίλειο φλερτάρει με την αποχώρηση. Παρ’ ότι φαίνεται ολοένα και πιο πιθανό πως ο βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον θα κλείσει συμφωνία με τους ευρωπαίους εταίρους μέχρι των Φεβρουάριο, οι πιθανότητες οι βρετανοί ψηφοφόροι να εγκρίνουν τη συμφωνία στο επακόλουθο δημοψήφισμα, το οποίο ο Κάμερον έχει υποσχεθεί να διεξάγει το 2017, δεν ξεπερνούν μάλλον το 50/50.
Φυσικά, τα δημοψηφίσματα είναι από τη φύση τους απρόβλεπτα. Στις 3 Δεκεμβρίου, οι δανοί ψήφισαν για το εάν η χώρα θα άλλαζε την εξαίρεσή της από τα ζητήματα εσωτερικής πολιτικής και δικαιοσύνης της ΕΕ (κάτι που θα επέτρεπε την υιοθέτηση πανευρωπαϊκών κανόνων κατά περίπτωση). Πολλοί λίγοι είχαν προβλέψει την απόρριψη της αλλαγής – και ακόμη λιγότεροι πως θα έχανε τόσο φαινομενικά, με 53% να ψηφίζουν εναντίον της. Η εισροή των προσφύγων επηρέασε ξεκάθαρα το αποτέλεσμα. Παρομοίως, οποιεσδήποτε νέες συνθήκες κρίσεις που μπορεί να προκύψουν από σήμερα και μέχρι το βρετανικό δημοψήφισμα, ιδιαίτερα πιο κοντά στην ψηφοφορία, θα μπορούσαν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα.
Η αβεβαιότητα που προκύπτει είναι εξαιρετικά επιζήμια. Μια ψήφος ενάντια της παραμονής στην ΕΕ θα ήταν πρώτης τάξης καταστροφή για την Ευρώπη. Με τη γεωπολιτική επιρροή της ΕΕ να μειώνεται σημαντικά, οι δυνάμεις κατά της ΕΕ σε άλλα κράτη-μέλη θα κέρδιζαν ισχύ. Ύστερα από περισσότερο από μισό αιώνα εξάπλωσης, η ΕΕ θα ξεκινούσε ξαφνικά να συρρικνώνεται. Η αντιμετώπιση των συνεπειών της εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου θα κατανάλωνε υπερβολικά πολύ πολιτικό οξυγόνο τα επόμενα χρόνια για να μπορέσουν να αντιμετωπιστούν οι χιλιάδες άλλες προκλήσεις που έχει μπροστά της η Ευρώπη.
Ότι κι αν συμβεί, ένα είναι βέβαιο: ένα ή δύο χρόνια από σήμερα, η ΕΕ θα είναι πολύ διαφορετική από ότι είναι αυτή τη στιγμή. Μπορεί να είναι μια διασπασμένη ένωση, τόσο απασχολημένη με την ανατροπή της κατάρρευσής της, πυροδοτούμενης από την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, που θα σκοντάφτει ουσιαστικά σε κάθε πρόβλημα που θα βρίσκει μπροστά της. Ή, θα μπορούσε να είναι μια ισχυρή ένωση που θα συμπεριλαμβάνει το Ηνωμένο Βασίλειο και θα έχει πάρει τον έλεγχο στα θέματα των προσφύγων, των συνόρων, του ασύλου και θα ολοκληρώνει την Διατλαντική συμφωνία και την κοινή ψηφιακή αγορά.
Υπό αυτήν την έννοια, το κατά πόσο ευτυχισμένος θα είναι αυτός ο καινούριος χρόνος για την Ευρώπη, μπορεί να καθορίσει και το κατά πόσο ευτυχισμένη θα είναι η επόμενη δεκαετία – τόσο για την Ευρώπη όσο και για αυτούς που, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, εξαρτώνται από αυτήν.