Μέχρι πολύ πρόσφατα, μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετώπιζε η ανθρωπότητα ήταν να σιγουρευτεί πως υπάρχει αρκετό φαγητό. Από την αυγή της γεωργίας μέχρι τα ενδότερα της Βιομηχανικής Εποχής, η συνήθης ανθρώπινη κατάσταση ήταν αυτό που οι διατροφολόγοι και οι ειδικοί της δημόσιας υγείας θα περιέγραφαν ως σοβαρό και επιζήμιο διατροφικό βιοϊατρικό στρες.
Περίπου 250 χρόνια πριν, η Γεωργιανή Αγγλία ήταν η πλουσιότερη κοινωνία που είχε υπάρξει, και παρ’ όλα αυτά η έλλειψη φαγητού μάστιζε μεγάλο μερίδιο του πληθυσμού. Οι έφηβοι που στέλνοντας στα καράβια από τη Marine Society ως υπηρέτες των αξιωματικών ήταν κατά 15 εκατοστά κοντύτεροι από τους γιους των ευγενών. Έναν αιώνα οικονομικής ανάπτυξης αργότερα, η εργατική τάξη των Ηνωμένων Πολιτειών συνέχιζε να δαπανά 40 cents για κάθε επιπλέον δολάριο που έβγαζε σε περισσότερες θερμίδες.
Σήμερα, η έλλειψη φαγητού δεν αποτελεί πλέον πρόβλημα, τουλάχιστον για τις χώρες με υψηλό εισόδημα. Στις ΗΠΑ, περίπου 1% της εργατικής δύναμης είναι ικανό να καλλιεργήσει αρκετό φαγητό για να καλύψει τις ανάγκες ολόκληρου του πληθυσμού με επαρκείς θερμίδες και τα απαραίτητα θρεπτικά στοιχεία, το οποίο μεταφέρεται και διανέμεται από ακόμη 1% της εργατικής δύναμης. Φυσικά, δεν υπολογίζεται σε αυτό ολόκληρη η βιομηχανία τροφίμων. Όμως αυτό που κάνει κατά κύριο λόγο το υπόλοιπο 14% της εργατικής δύναμης που εργάζεται για να φτάνει το φαγητό στο στόμα μας, σχετίζεται με το να γίνεται το φαγητό που τρώμε πιο νόστιμο ή πιο βολικό – δουλειές που έχουν περισσότερο να κάνουν με την ψυχαγωγία ή την τέχνη απ’ ότι με την ανάγκη.
Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε τώρα είναι αυτές της αφθονίας. Μάλιστα, όταν μετράμε τους εργαζομένους που αφιερώνονται στη δίαιτά μας, μπορούμε να προσθέσουμε ένα ακόμη 4% της εργατικής δύναμης, το οποίο, εργαζόμενο ως νοσοκόμοι, φαρμακοποιοί και εκπαιδευτές, μας βοηθά να λύσουμε τα προβλήματα που προκύπτουν από την υπερβολική κατανάλωση θερμίδων ή από τα λάθος θρεπτικά στοιχεία.
Περισσότερα από 20 χρόνια πριν, ο Άλαν Γκρίνσπαν, ο τότε επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, άρχισε να επισημαίνει πως η ανάπτυξη του ΑΕΠ των ΗΠΑ κινητοποιούνταν όλο και λιγότερο από την προσπάθεια των καταναλωτών να αποκτήσουν περισσότερα πράγματα. Όσοι ανήκαν στην ευημερούσα μεσαία τάξη ενδιαφέρονταν όλο και περισσότερο για την επικοινωνία, την εύρεση πληροφοριών, και την προσπάθεια απόκτησης των σωστών πραγμάτων που θα τους επέτρεπαν να ζήσουν τη ζωή τους όπως επιθυμούσαν.
Φυσικά, ο υπόλοιπος κόσμος συνεχίζει να αντιμετωπίζει προβλήματα έλλειψης. Περίπου το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού δυσκολεύεται να βρει αρκετό φαγητό. Και δεν υπάρχει καμία εγγύηση πως αυτά τα προβλήματα θα λυθούν μόνα τους. Αξίζει να θυμηθούμε πως λίγο περισσότερο από 150 χρόνια πριν, τόσο ο Κάρολος Μαρξ όσο και ο Τζον Στούαρτ Μιλ πίστευαν πως η Ινδία και η Βρετανία θα συγκλίνουν οικονομικά σε όχι περισσότερο από τρεις γενιές.
Δεν υπάρχει έλλειψη προβλημάτων να μας ανησυχούν: η καταστροφική δύναμη των πυρηνικών όπλων, η ξεροκέφαλη φύση της πολιτικής μας, οι πιθανώς τεράστιες κοινωνικές διαταραχές που θα προκληθούν από την κλιματική αλλαγή. Όμως η νούμερο ένα προτεραιότητα για τους οικονομολόγους – για την ανθρωπότητα, στην πραγματικότητα – είναι η εύρεση τρόπων πυροδότησης δίκαια κατανεμημένης οικονομικής ανάπτυξης.
Όμως ο δεύτερος στόχος – η ανάπτυξη οικονομικών θεωριών που θα καθοδηγήσουν τις κοινωνίες σε μια εποχή αφθονίας – δεν είναι λιγότερο περίπλοκος. Σήμερα, πολλοί άνθρωποι αποκομίζουν τον αυτοσεβασμό τους από τη δουλειά τους. Καθώς η εργασία γίνεται όλο και λιγότερο σημαντικό κομμάτι της οικονομίας, και συγκεκριμένα οι άντρες εργασιακής ηλικίας γίνονται μικρότερο μερίδιο της εργατικής δύναμης, τα προβλήματα που σχετίζονται με την κοινωνική ένταξη αναπόφευκτα θα γίνουν πιο χρόνια και πιο έντονα.
Μία τέτοια τάση θα μπορούσε να έχει συνέπειες που ξεπερνούν κατά πολύ τις προσωπικές και τις συναισθηματικές, δημιουργώντας έναν πληθυσμό πιο εύκολα χειραγωγήσιμο. Με άλλα λόγια, θα στοχοποιούνται από όσους δεν έχουν την ευημερία τους ως πρωταρχικό στόχο – απατεώνες όπως ο Μπέρνι Μάντοφ, εταιρικά συμφέρονται όπως τα McDonalds ή οι καπνοβιομηχανίες, ο γκουρού του μήνα, ή οι χρεοκοπημένες κυβερνήσεις που πραγματοποιούν εκμεταλλευτικές λοταρίες.
Τα προβλήματα αυτού του είδους θα απαιτήσουν έναν πολύ διαφορετικό είδος οικονομολογίας από αυτήν που υποστηρίζει ο Άνταμ Σμιθ. Στη θέση της εργασίας για την προστασία της φυσικής ελευθερίας όπου είναι δυνατόν και τη δημιουργία θεσμών για τη μεταβίβαση των αποτελεσμάτων της και αλλού, η κεντρική πρόκληση θα είναι να βοηθηθούν οι άνθρωποι για να προστατευτούν από τη χειραγώγηση.
Αναμφίβολα, δεν είναι ξεκάθαρο εάν οι οικονομολόγοι θα έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα στην αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων. Ως τώρα, οι συμπεριφορικοί οικονομολόγοι όπως οι Ακερλόφ, Σίλερ, Ρίτσαρντ Τέιλερ και Μάθιου Ράμπιν, φαίνονται να ηγούνται στον τομέα. Σε κάθε περίπτωση, αρκεί να ρίξει κανείς να ρίξει μια ματιά στους τίτλους των ειδήσεων για να καταλάβει πως το ζήτημα έχει γίνει καθοριστικό χαρακτηριστικό της οικονομικής περιόδου.