Το 1963, ο γάλλος πρόεδρος Σαρλ ντε Γκωλ εξέπληξε το Ηνωμένο Βασίλειο απορρίπτοντας την αίτησή του για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, τον προκάτοχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η λογική πίσω από το διάσημο «non» του ντε Γκωλ ήταν πολύ απλή: η Βρετανία δεν ήταν επαρκώς ευρωπαϊκή.
«Η Αγγλία είναι στην ουσία νησιωτική, είναι ναυτική, συνδέεται μέσω των συναλλαγών της, των αγορών της, των γραμμών προμηθειών της με τις πιο ποικιλόμορφες και συχνά τις πιο μακρινές χώρες» εξήγησε ο ντε Γκωλ. «Είναι πιθανό μια μέρα η Αγγλία να καταφέρει να μεταμορφωθεί επαρκώς για να γίνει μέρος της ευρωπαϊκής κοινότητας… Σε αυτήν την περίπτωση, η Γαλλία δε θα αποτελέσει εμπόδιο.»
Το βέτο του ντε Γκωλ παρέμεινε όσο έζησε και ο ίδιος. Δεν ήταν μέχρι το 1973, υπό τον διάδοχό του Ζορζ Πομπιντού, που η Γαλλία απέσυρε τις ενστάσεις της για τη συμμετοχή της Βρετανίας. Στα περισσότερα από 40 χρόνια από τότε, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πορείας της ευρωπαϊκής ενοποιήσεις, ενώ μετατράπηκε από τον «ασθενή της Ευρώπης» σε μία από τις πιο ανταγωνιστικές οικονομίες του κόσμου.
Ελάχιστοι θυμούνται σήμερα πως ήταν η πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Μάργκαρετ Θάτσερ, παρά τον εκφρασμένο ευρωσκεπτικισμό της, εκείνη που επανεκκίνησε τη διαδικασία ενοποίησης της Ευρώπης ύστερα από μια δεκαετία στασιμότητας. Ο σύμμαχος της Θάτσερ Άρθουρ Κόκφιλντ, επίτροπος της ΕΕ για την εσωτερική αγορά και τις υπηρεσίες, ηγήθηκε της πίεσης για μια πραγματικά ενοποιημένη αγορά αγαθών, υπηρεσιών, ανθρώπων και κεφαλαίου – μια προσπάθεια που οδήγησε τελικά στη δημιουργία της κοινής αγοράς της ΕΕ το 1992. Η Θάτσερ μάλιστα έσπασε τον παλιό όρο του ντε Γκωλ πως κάθε μέλος της ΕΕ θα πρέπει να έχει ένα εθνικό βέτο σε κάθε απόφαση, ανοίγοντας τον δρόμο για την πλειοψηφική ψηφοφορία.
Παρομοίως, ελάχιστοι ευρωπαίοι πολιτικοί έχουν επιχειρηματολογήσει πιο ευφραδώς για μια πραγματικά κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική και πολιτική ασφαλείας από τον πρώην πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου Τόνι Μπλερ. Για εκείνος, η διατήρηση της ειρήνης ήταν αναμφίβολα σημαντική, όμως το να γίνει η Ευρώπη ένας παγκόσμιος παίκτης ήταν προτεραιότητα.
Είναι λοιπόν ειρωνικό που ένα σημαντικό κομμάτι του βρετανικού εκλογικού σώματος δείχνει να μοιράζεται την ετυμηγορία του ντε Γκωλ για τη σχέση της χώρας τους με την Ευρώπη. Στις 23 Ιουνίου, σε μια απόφαση μνημειώδους σημασίας για όλη την Ευρώπη, οι βρετανοί ψηφοφόροι θα αποφασίσουν σε ένα δημοψήφισμα εάν θα βγουν από την ΕΕ. Εάν επιλέξουν να φύγουν, κινδυνεύουν όχι μόνο να εκτροχιάσουν τη δική τους οικονομική επιτυχία, αλλά και να καταστρέψουν τις ίδιες τις βάσεις μιας ενωμένης Ευρώπης.
Μια βρετανική έξοδος – ή Brexit – θα προκαλούσε σημαντική ζημιά σε ολόκληρη την ήπειρο. Τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, η μαγνητική υπόσχεση της ενοποίησης βοήθησε να σταθεροποιηθεί η δημοκρατία στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Τη δεκαετία του 1990, όταν δέκα χώρες και 100 εκατομμύρια πολίτες αποσπάστηκαν από τη Σοβιετική αυτοκρατορία και προσαρτήθηκαν στη Δύση, η υπόσχεση της ένταξης στην ΕΕ διευκόλυνε, ενθάρρυνε και ως έναν βαθμό καθοδήγησε την μετάβαση. Η ήπια δύναμη της ενοποιημένης Ευρώπης ενέπνευσε τη δημοκρατική μεταρρύθμιση επί δεκαετίες στην Τουρκία, και μόλις πριν δύο χρόνια, η υπόσχεση της Ευρώπης ενέπνευσε τη δημοκρατική αλλαγή στην Ουκρανία. Παρ’ ότι και οι δύο περιπτώσεις αποκαλύπτουν τα όρια της ήπιας δύναμης της ΕΕ, παραμένει το κλειδί για να ξεπεραστεί η κληρονομιά των διαμαχών στα Βαλκάνια.
Εάν το Ηνωμένο Βασίλειο αποχωρήσει, αυτή η δύναμη θα εξασθενίσει γρήγορα. Άλλα, πιο ζοφερά μοντέλα θα γίνουν ισχυρότερα. Οι δαίμονες της ιστορίας δεν έχουν ακόμη οριστικά εξαφανιστεί στην Ευρώπη. Και μια Ευρώπη που ξεκινά να διασπάται δε θα ήταν μόνο πιο αδύναμη, η ευπάθειά της στις αποσταθεροποιητικές δυνάμεις που ήδη συγκεντρώνονται μέσα στα σύνορά της, θα την έκανε επίσης και πιο επικίνδυνη.
Μόνο ενεργώντας συλλογικά μπορούν οι ευρωπαϊκές χώρες να εξασφαλίσουν τη σταθερότητα της ηπείρου και, ως έναν βαθμό, και της άμεσης γειτονιάς της. Χωρίς το Ηνωμένο Βασίλειο ως κεντρικό κομμάτι της δομής της για την ειρήνη, η Ευρώπη μπορεί πολύ απλά να μην έχει την απαραίτητη μάζα και να ξεκινήσει να καταρρέει.
Το λιγότερο, το Brexit θα οδηγούσε την ΕΕ σε χρόνια αβεβαιότητας. Η διαπραγμάτευση ενός περίπλοκου διαζυγίου και μιας νέας σχέσης με τη Βρετανία θα μπορούσε να καταναλώσει το πολιτικό οξυγόνο της ΕΕ (ιδιαίτερα εάν, όπως είναι αρκετά πιθανό, το Ηνωμένο Βασίλειο διασπαστεί, με τη Σκωτία να επιστρέφει στην Ευρώπη). Αυτό θα αποσπούσε την Ευρώπη από άλλες σημαντικές προκλήσεις, όπως η επιθετικότητα της Ρωσίας, η αστάθεια στη Μέση Ανατολή, και η δική της ετοιμόρροπη οικονομία.
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Brexit θα ήταν προδοσία βασικού στοιχείου της εξωτερικής πολιτικής που υπερασπίστηκε κάθε αμερικανός πρόεδρος μετά τον Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Την ίδια στιγμή, ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν αναμφίβολα θα αναθαρρούσε. Και οι εθνικιστικές δυνάμεις σε όλη την Ευρώπη θα αισθάνονταν ξαφνικά πως το μέλλον τους ανήκει.
Οι υπερασπιστές του Brexit είναι εξαιρετικά διστακτικοί να εξηγήσουν με ακρίβεια τα σχέδιά τους για το μέλλον της χώρας τους. Το όραμά τους φαίνεται να είναι σχεδόν πλήρως καθορισμένο από όσα τους βρίσκουν αντίθετους. Ένα κύριο ερώτημα είναι εάν η μετά-ΕΕ Βρετανία θα μπορούσε να παραμείνει μέρος του δημιουργήματος της Θάτσερ, της κοινής αγοράς, ιδιαίτερα από τη στιγμή που αυτή εκτείνεται στον ψηφιακό χώρο και ενισχύεται από συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου σε όλον τον κόσμο. Η έξοδος από την κοινή αγορά θα δημιουργούσε σοβαρή αβεβαιότητα στη βρετανική οικονομία, ιδιαίτερα στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Ακόμη και οι ΗΠΑ έχουν πει πως δε θα είναι πρόθυμες να διαπραγματευτούν μια ξεχωριστή συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με το Ηνωμένο Βασίλειο.
Η παραμονή στην κοινή αγορά, ωστόσο, έχει κόστος – ένα που οι βρετανοί ψηφοφόροι μπορεί να μη στηρίξουν. Το Ηνωμένο Βασίλειο θα χρειαζόταν να υιοθετήσει μια κατάσταση δορυφόρου όπως αυτή που έχουν η Νορβηγία, η Ισλανδία και το Λιχτενστάιν, αποδεχόμενο και εφαρμόζοντας αποφάσεις στη διαμόρφωση των οποίων δεν μπορεί να συμμετέχει. Εάν αυτό το δημοκρατικό έλλειμμα δε γίνει αποδεκτό στο Ηνωμένο Βασίλειο, τότε θα μείνει μόνο, στο οικονομικό κρύο.
Αναμφίβολα, ο ντε Γκωλ δεν έκανε λάθος όταν επισήμανε πως ο πολιτικός πολιτισμός της Βρετανίας ήταν διαφορετικός από της Γαλλίας. Όμως το ίδιο ισχύει και για της Σουηδίας, της Πολωνίας και της Αυστρίας. Το ευρωπαϊκό σχέδιο δεν έχει να κάνει με την απόρριψη της διαφορετικότητας ή τον καταναγκασμό όλων να γίνουν ίδιοι. Μάλιστα, η ποικιλομορφία της Ευρώπης είναι πολλές φορές το πιο δυνατό της σημείο.
Πολλά εξαρτώνται από την απόφαση των βρετανών ψηφοφόρων τον Ιούνιο. Εάν το Ηνωμένο Βασίλειο αποσπαστεί, θα βρεθεί υπό τον κίνδυνο μιας τραγωδίας. Μια διασπασμένη ΕΕ θα προκαλούσε ανείπωτους κινδύνους. Και ένας κόσμος χωρίς μια ισχυρή, ενωμένη Ευρώπη, θα ήταν φτωχότερος και λιγότερο ασφαλής.