Πολλές δεκαετίες έχουν έναν πόλεμο που τις καθορίζει, μια σύγκρουση που υποδεικνύει τις ευρύτερες αλήθειες τις περιόδου – και πιθανώς προηγείται μεγαλύτερων εξελίξεων.
Για τη δεκαετία του 1930, ο Ισπανικός Εμφύλιος, η τριετής σύγκρουση μεταξύ Φασιστών (με τη βοήθεια της ναζιστικής Γερμανίας) και Ρεπουμπλικάνων (εξοπλισμένων από τη Σοβιετική Ένωση) υπέδειξε την πολύ μεγαλύτερη παγκόσμια καταστροφή που θα ακολουθούσε. Για το 1980, η Σοβιετική μάχη για να ελέγξει το Αφγανιστάν, ένα αιματηρό χάος κατοχής και εξέγερσης, συνέβαλε στην επίσπευση της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης και έθεσε τα θεμέλια για την 11η Σεπτεμβρίου και τη σύγχρονη ισλαμική τρομοκρατία.
Για το 1990, μπορείτε να επιλέξετε ανάμεσα σε Βαλκάνια, Σομαλία, Ρουάντα ή τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Για τη δεκαετία του 2000 ήταν το Ιράκ – την απόλυτη επίδειξη της «μονοπολικής στιγμής» και των ορίων, των κινδύνων και της μικρής διάρκειας της θέσης της Αμερικής ως αδιαμφισβήτητη παγκόσμια υπερδύναμη.
Έχουμε, φυσικά, περάσει ελάχιστα τα μισά της παρούσας δεκαετίας. Ήδη, ωστόσο, φαίνεται πως αυτό που θα την καθορίσει θα είναι ο εμφύλιος της Συρίας.
Σε καθαρά ανθρώπινους όρους, ο πόλεμος ξεπερνά κάθε άλλη πρόσφατη σύγκρουση. Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των νεκρών στη Συρία ξεκινούν από τις 270.000 και φτάνουν στις 470.000. Τα Ηνωμένα Έθνη υπολογίζουν πως μέχρι 7,6 εκατομμύρια σύρων έχουν εκτοπιστεί μέσα στη χώρα, με μέχρι 4 εκατομμύρια να έχουν εγκαταλείψει την πατρίδα τους. Από το σχετικά μικρό ξεκίνημα ως μία άοπλη, ως επί το πλείστον, εξέγερση, η συριακή σύγκρουση έχει εμπλέξει περισσότερες από μισή ντουζίνα χώρες.
Οι ευρύτερες επιπτώσεις της συνεχίζουν να αυξάνονται κάθε μήνα. Παρ’ ότι δεν είναι το μοναδικό αίτιο της μεταναστευτικής κρίσης της Ευρώπης, οι σύροι καταλαμβάνουν σημαντικό ποσοστό – ίσως και την πλειοψηφία – των νέων αφίξεων στην ήπειρο. Οι τεράστιοι αριθμοί δημιουργούν πολιτικές πιέσεις που έχουν ήδη διαβάλει το ιδεώδες μιας Ευρώπης χωρίς σύνορα και μπορεί ακόμη να ναυαγήσουν ολόκληρο το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Συρία έχει αποτελέσει παράδειγμα αυτού που αποκαλεί ο αρθρογράφος των Financial Times Gideon Rachmann ως «κόσμο μηδενικού αθροίσματος». Από το ξεκίνημα, οι τοπικές αντίπαλες δυνάμεις – συγκεκριμένα το σιιτικό ιράν και τα σουνιτικά κράτη υπό τη Σαουδική Αραβία – προσέγγισαν τη σύγκρουση με την υπόθεση πως καμία από τις δύο πλευρές δεν είχε το περιθώριο να υποχωρήσει ή να συμβιβαστεί χωρίς να αφήσει την άλλη να νικήσει.
Υπό αυτήν την οπτική, η Συρία αποτελεί μέρος μια ευρύτερης τοπικής σύγκρουσης που συμπεριλαμβάνει τον πόλεμο στην Υεμένη, τη μακροπρόθεσμη σεκταριστική πάλη για τον έλεγχο στο Ιράκ και, φυσικά, τις προσπάθειες επιβολής στο Ιράν γενικά και στο πυρηνικό του πρόγραμμα πιο συγκεκριμένα.
Όλο και περισσότερο, ωστόσο, ο πόλεμος στη Συρία έχει μετατραπεί σε μέρος μιας ευρύτερης, πιθανώς πιο επικίνδυνης, διαμάχης μεταξύ των δυτικών δυνάμεων και της Ρωσίας. Αυτή η διαμάχη έχει επίσης τις ρίζες της στο παρελθόν – μέσα από το Κόσσοβο και τα Βαλκάνια και μέχρι τον Ψυχρό Πόλεμο.
Επίσης, ξεπερνά κατά πολύ τη βασική διαφωνία για τα όρια της κρατικής ισχύος, τα αποδεχτά εργαλεία για την αποκατάσταση της τάξης και της βιωσιμότητας μιας απολυταρχικής κυβέρνησης. Ολόκληρη η εγχώρια αιτίαση της δύναμης του προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν προέρχεται από τη σημασία μιας σταθερής κεντρικής κυβέρνησης ως οχύρωμα κατά της αστάθειας και του χάους, όση βαρβαρότητα και αν απαιτεί αυτό.
Στη Συρία, η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας άλλαξε τελείως το παιχνίδι. Όπως στην Ουκρανία το 2014, η Μόσχα έχει αποδείξει πως είναι πρόθυμη να χρησιμοποιήσει ένα επίπεδο στρατιωτικής δύναμης που η Δύση δεν προέβλεψε ποτέ και δεν έχει ως τώρα καμία στρατηγική για να την αντιμετωπίσει. Ούτε και έχει δείξει την προθυμία να το κάνει.
Εάν η εισβολή στο Ιράκ έδειξε πως οι Ηνωμένες Πολιτείες έβλεπαν ελάχιστους πραγματικούς περιορισμούς στη δύναμή τους, η Συρία έχει υποδείξει το αντίθετο. Η Ουάσινγκτον υπεκφεύγει συνεχώς για το τι μπορεί να κάνει στη Συρία και ακόμη και τώρα, με τις ρωσικές ενέργειες να μεταλλάσσουν το πεδίο της μάχης, δεν έχει πολλά δείγματα συνεκτικής στρατηγικής.
Η παρουσίαση της κατάστασης ως αφήγηση προεδρικής αδυναμίας χάνει το κεντρικό νόημα, ωστόσο. Εάν η Συρία μας δείχνει κάτι, αυτό είναι πόσο περίπλοκος έχει γίνει ο 21ος αιώνας και πόσο λίγες καλές επιλογές αφήνει στην Ουάσινγκτον.
Φυσικά, εάν η Δύση είχε αφήσει σαφέστερα να εννοηθεί στο ξεκίνημα της συριακής εξέγερσης πως δε θα έκανε τίποτα και θα επέτρεπε στον πρόεδρο Μπασάρ Αλ Ασάντ να προχωρήσει σε φόνους μέχρι να αποκαταστήσει τη σταθερότητα, θα είχε υπονομεύσει θανάσιμα την επανάσταση προτού αυτή ξεκινήσει. Επίσης, ωστόσο, θα έκανε πολλούς στη Δύση να αισθάνονται εξαιρετικά άβολα.
Το ξεκίνημα μαζικών στρατιωτικών χτυπημάτων κατά της Δαμασκού ύστερα από τη χρήση χημικών όπλων το 2013 μπορεί να είχε ενισχύσει την αξιοπιστία των οποιωνδήποτε μελλοντικών «κόκκινων γραμμών» της Δύσης. Θα είχε, ωστόσο, υπονομεύσει περισσότερο ότι είχε μείνει από την κεντρική κυβέρνηση, ένα αποτέλεσμα που πλέον θεωρείται ευρέως ως λάθος όταν δοκιμάστηκε στο Ιράκ και τη Λιβύη.
Η κατάσταση επί εδάφους, εν τω μεταξύ, είναι ακόμη πιο χαώδης. Όπως και σε αρκετούς άλλους πρόσφατους πολέμους – Ιράκ, Ουκρανία, Λιβύη και Υεμένη – οι εθνικές ένοπλες δυνάμεις της Συρίας έχουν γίνει λιγότερο σημαντικές από ποτέ. Οι περισσότερες από τις τελευταίες μάχες γίνονται μεταξύ σχετικά ανόμοιων πολιτοφυλακών, με όλο και πιο περίπλοκες αφοσιώσεις. Ήδη έχουμε δει τις κουρδικές δυνάμεις με στήριξη των ΗΠΑ να μάχονται με άλλες ομάδες που έχουν τη στήριξη των ΗΠΑ, καθώς και την αυξανόμενη διαμάχη τους με την Τουρκία, που αποτελεί σύμμαχο των ΗΠΑ.
Ο τομέας όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι ευρωπαίοι σύμμαχοί τους έχουν δείξει προθυμία να δράσουν είναι η μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους. Αυτό φαίνεται λογικό: από όλα τα στοιχεία στον εμφύλιο της Συρίας, το Ισλαμικό Κράτος αποτελεί την πιο άμεση απειλή για τα συμφέροντα, τα κράτη και τους πληθυσμούς της Δύσης. Η μάχη εναντίον του είναι μία με μεγάλες πιθανότητες νίκης. Το Ισλαμικό Κράτος έχει ήδη χάσει σημαντικό μέρος του εδάφους και των πόρων του.
Αυτό, ωστόσο, δεν προσφέρει καμία σαφήνεια για το τι θα γίνει για την υπόλοιπη Συρία.
Καθώς οι διεθνείς παρεμβάσεις και συζητήσεις περί παύσης πυρός προχωρούν πολύ αργά, οι παγκόσμιες και τοπικές δυνάμεις έχουν μια επιλογή.
Για τους περισσότερους εμπλεκόμενους, η αλήθεια είναι πως έχουν ακόμη πολλά να αποκομίσουν αν συνεχίσουν να μάχονται. Η Ρωσία θα μπορούσε να συνεχίσει την πίεση και να ανακτήσει περισσότερο έδαφος για τον Ασάντ και πιθανώς να επωφεληθεί και πιο κοντά στη δική της επικράτεια, εάν ο πόλεμος συμβάλει στην αποσταθεροποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν επιτέλους να παρέμβουν και να στηρίξουν τους αντίπαλους μαχητές, οι οποίοι θα μπορούσαν να εμποδίσουν τις ανακτήσεις του Ασάντ και να φτάσουν τη ρωσική αποστολή σε τέλμα. Επίσης, οι τοπικές δυνάμεις θα μπορούσαν να στείλουν περισσότερους πόρους στη διαμάχη, κάτι που φάνηκε να σηματοδοτεί η Σαουδική Αραβία μιλώντας για αποστολή στρατευμάτων κατά του Ισλαμικού Κράτους.
Η εναλλακτική, ωστόσο, είναι όλες οι πλευρές να κάνουν πίσω και να επιδείξουν προθυμία να συμβιβαστούν. Υπάρχουν πολλά δύσκολα ζητήματα. Το πιο προφανές είναι το άμεσο μέλλον του Ασάντ και των γύρω του. Το τι ακριβώς θα συμπεριλαμβάνει τελικά ένας συμβιβασμός ίσως είναι λιγότερο σημαντικό από το εάν αυτός θα υπάρξει.
Με βάση το τελευταίο διάστημα, τα σήματα είναι στην καλύτερη περίπτωση ανάμικτα. Κάποιες τοπικές παύσεις πυρών έχουν επιτευχθεί, αν και με περιορισμένα αλλά πραγματικά ανθρωπιστικά οφέλη για όσους βρίσκονται στη χώρα.
Εάν οι απλοί σύροι πιστέψουν πως ο πόλεμος μπορεί πραγματικά μια μέρα να τελειώσει, είναι πιο πιθανό να παραμείνουν στην περιοχή, κάτι που μπορεί να πυροδοτήσει μια τελείως διαφορετική σειρά διαμαχών.
Μια συμφωνία για τη Συρία θα μπορούσε να είναι ένα θετικό δείγμα πως ο κόσμος μπορεί να ξεπεράσει τις μυριάδες αυξανόμενων προκλήσεων και συγκρούσεων. Η αποτυχία να γίνει αυτό, ωστόσο, μπορεί να υποδεικνύει ακόμη χειρότερα πράγματα στο μέλλον.