Η παγκόσμια οικονομία είναι εμφανώς υπό κατάρρευση, και οι πολιτικοί παράγοντες που θα έπρεπε να την υπηρετούν βρίσκονται σε σύγχυση. Ή τουλάχιστον αυτό υποδεικνύουν τα αποτελέσματα της συνόδου των G-20 που πραγματοποιήθηκε στη Σαγκάη στο τέλος του προηγούμενου μήνα.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έχοντας μόλις μειώσει τις προβλέψεις του για την παγκόσμια ανάπτυξη, προειδοποίησε τους παραβρισκόμενους του G-20 πως ετοιμάζεται νέα υποβάθμιση. Παρ’ όλα αυτά, το μόνο που προέκυψε από τη συνάντηση ήταν μια ανώδυνη δήλωση για την επιδίωξη διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και την αποφυγή πολιτικών φτωχοποίησης των γειτόνων.
Για άλλη μια φορά, η νομισματική πολιτική αφέθηκε ως η μόνη διαθέσιμη επιλογή. Οι κεντρικές τράπεζες έχουν κρατήσει τα επιτόκια χαμηλά για το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων οκτώ ετών. Έχουν πειραματιστεί με την ποσοτική χαλάρωση. Στην τελευταία τους συστροφή, μετακίνησαν τα πραγματικά επιτόκια στα αρνητικά πεδία.
Τα κίνητρα είναι βάσιμα: κάποιος πρέπει να κάνει κάτι για να κρατήσει την παγκόσμια οικονομία στην επιφάνεια, και οι κεντρικές τράπεζες είναι οι μόνοι παράγοντες που έχουν τη δυνατότητα να δράσουν. Το πρόβλημα είναι πως η νομισματική πολιτική πλησιάζει την εξάντλησή της. Δεν είναι ξεκάθαρο εάν τα επιτόκια μπορούν να συμπιεστούν για πολύ ακόμη.
Τα αρνητικά επιτόκια, επιπλέον, έχουν ξεκινήσει να βλάπτουν την υγεία του τραπεζικού συστήματος. Χρεώνοντας τις τράπεζες για το προνόμιο της διατήρησης αποθεμάτων αυξάνεται το κόστος των λειτουργιών τους. Καθώς τα νοικοκυριά μπορούν να καταφύγουν σε χρηματοθυρίδες, είναι δύσκολο οι τράπεζες να χρεώσουν τους καταθέτες για τη φύλαξη των χρημάτων τους.
Σε μια αδύναμη οικονομία, επιπλέον, οι τράπεζες έχουν ελάχιστη δυνατότητα να περάσουν τα κόστη τους μέσω υψηλότερου επιτοκίου δανεισμού. Στην Ευρώπη, όπου το πείραμα με τα αρνητικά επιτόκια έχει προχωρήσει περισσότερο, η δυσκολία των τραπεζών είναι εμφανής.
Η λύση είναι ξεκάθαρη. Είναι να λυθεί το πρόβλημα της ανεπαρκούς ζήτησης όχι μέσω προσπαθειών περαιτέρω χαλάρωσης των νομισματικών συνθηκών, αλλά ενισχύοντας τις δημόσιες δαπάνες. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να δανειστούν για να επενδύσουν σε έρευνα, εκπαίδευση και υποδομές. Αυτή τη στιγμή, αυτού του είδους οι επενδύσεις έχουν μικρό κόστος, με δεδομένα τα χαμηλά επιτόκια. Οι παραγωγικές δημόσιες επενδύσεις θα αύξαναν επίσης τις αποδόσεις των ιδιωτικών επενδύσεων, ενθαρρύνοντας τις εταιρείες να αναλάβουν νέα προγράμματα.
Συνεπώς, είναι δυσάρεστο να βλέπουμε την άρνηση των πολιτικών παραγόντων, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και τη Γερμανία, να λάβουν έστω υπόψη αυτού του είδους τις ενέργειες, παρά το διαθέσιμο δημοσιονομικό περιθώριο (όπως υποδεικνύουν οι εξαιρετικά χαμηλές αποδόσεις των κρατικών ομολόγων και ουσιαστικά κάθε οικονομικός δείκτης). Στη Γερμανία, η ιδεολογική αποστροφή προς τα δημοσιονομικά ελλείμματα έχει βαθιές ρίζες. Πηγάζει από το μεταπολεμικό δόγμα του «ordoliberalism», το οποίο συνιστούσε πως η κυβέρνηση θα πρέπει να επιβάλει συμβόλαια και να διασφαλίζει τον σωστό ανταγωνισμό, αλλά να αποφεύγει να παρεμβαίνει στην οικονομία με άλλους τρόπους.
Η τήρηση αυτού του δόγματος απέτρεψε τους μεταπολεμικούς γερμανούς πολιτικούς παράγοντες από τον πειρασμό των υπερβολών όπως του Χίτλερ και του Στάλιν. Όμως το κόστος ήταν υψηλό. Η έμφαση στην ατομική ευθύνη δημιούργησε μια παράλογη εχθρότητα προς την ιδέα πως πράξεις που είναι ατομικά υπεύθυνες δεν παράγουν αυτόματα ένα επιθυμητό συνολικό αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια, έκανε τους γερμανούς αλλεργικούς στη μακροοικονομία.
Η γήρανση του γερμανικού πληθυσμού, στη συνέχεια, έκανε να φαίνεται επιτακτική την ανάγκη για συλλογική αποταμίευση για τη σύνταξη μέσω των πλεονασμάτων. Και η εξαιρετική έξαρση δημοσιονομικών ελλειμμάτων μετά τη γερμανική επανένωση το 1990 φάνηκε να εντείνει και όχι να λύνει τα δομικά προβλήματα της ενωμένης Γερμανίας.
Εν τέλει, οι ρίζες της εχθρότητας προς τη δημοσιονομική πολιτική, όπως πολλά πράγματα στη Γερμανία, μπορούν να εντοπιστούν στη δεκαετία του 1920, όταν τα δημοσιονομικά ελλείμματα οδήγησαν σε υπερπληθωρισμό. Οι συνθήκες σήμερα μπορεί να είναι πολύ διαφορετικές από αυτές του 1920, όμως υπάρχει ακόμη ενοχή λόγω συσχέτισης, όπως μαθαίνει από νωρίς κάθε μαθητής και κάθε μαθήτρια στη Γερμανία.
Οι ΗΠΑ δε γνώρισαν τον υπερπληθωρισμό το 1920 – ή οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία τους. Όμως για μεγάλο μέρος δύο αιώνων, οι πολίτες τους υπήρξαν δύσπιστοι απέναντι στην εξουσία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας παρουσίασης ελλειμμάτων, κάτι που ουσιαστικά αποτελεί ομοσπονδιακό δικαίωμα. Από την ανεξαρτητοποίηση μέχρι τον Εμφύλιο, η δυσπιστία ήταν εντονότερη στον αμερικανικό νότο, όπου πήγαζε από τον φόβο πως η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα καταργούσε τη δουλεία.
Στα μέσα του 20ου αιώνα, κατά τη διάρκεια του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων, ήταν και πάλι η νότια πολιτική ελίτ που αντιστάθηκε στη δυναμική χρήση της ομοσπονδιακής ισχύος. Ξεκινώντας το 1964, σε συνδυασμό με τη «Νέα Κοινωνία» του δημοκράτη προέδρου Λίντον Μπέινς Τζόνσον, η κυβέρνηση απείλησε να παρακρατήσει την ομοσπονδιακή χρηματοδότηση για την υγεία, την παιδεία και άλλα πολιτειακά και τοπικά προγράμματα από περιφέρειες που αντιστέκονταν στις νομοθετικές και δικαστικές εντολές για την άρση των διακρίσεων.
Το αποτέλεσμα ήταν ο νότος να μετατραπεί σε ένα σταθερό ρεπουμπλικανικό μπλοκ και να αφήσει τους ηγέτες του αντίθετους σε κάθε άσκηση ομοσπονδιακής εξουσίας εκτός της επιβολής συμβολαίων και ανταγωνισμού – μια εχθρότητα που συμπεριλάμβανε την αντικυκλική μακροοικονομική πολιτική.
Οι ιδεολογικές και πολιτικές προκαταλήψεις με βαθιές ρίζες στην ιστορία θα πρέπει να ξεπεραστούν για να δοθεί τέλος στην παρούσα στασιμότητα. Εάν μια παρατεταμένη περίοδος αδύναμης ανάπτυξης ύστερα από μια κρίση δεν είναι η σωστή στιγμή για να αντιμετωπιστούν, ποια είναι;