Η επίσκεψη του Μπαράκ Ομπάμα στην Κούβα είναι αναμφίβολα μια ιστορική στιγμή, καθώς σηματοδοτεί την πρώτη φορά μέσα σε 88 χρόνια που εν ενεργεία αμερικανός πρόεδρος πατά το πόδι του στο νησί. Όμως οι υπερβολές είναι πολύ λιγότερο χρήσιμες από μια πραγματιστική ματιά στις πρακτικές επιπτώσεις – τόσο για τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και για την Κούβα – στην κίνηση ενίσχυσης κληρονομιάς του Ομπάμα.
Μάλιστα, ο πραγματισμός βρίσκεται μεταξύ των κυριότερων παραγόντων της προσέγγισης του Ομπάμα στην Κούβα. Αναγνωρίζει την αποτυχία του εμπορικού εμπάργκο, σε ισχύ από το 1960, στην πίεση της χώρας για ενίσχυση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πόσο μάλλον στη στροφή προς τη δημοκρατία. Κατά συνέπεια, ο Ομπάμα έχει πραγματιστικά – ίσως ακόμη και κάπως κυνικά – αποφασίσει να εγκαταλείψει τις προσπάθειες υποχρέωσης των ηγετών της Κούβας να αλλάξουν το πολιτικό τους σύστημα. Άλλωστε, εάν οι ΗΠΑ είχαν θέσει ένα πολιτικό άνοιγμα στην Κούβα, ή ακόμη και ένα ελάχιστο σεβασμού για τα ανθρώπινα δικαιώματα από την κυβέρνηση, ως προϋπόθεση για την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων, οι δύο χώρες θα συνέχιζαν να είναι ακόμη σε αδιέξοδο.
Ενώ ο Ομπάμα μπορεί να εμπλουτίζει την κληρονομιά του επιδιώκοντας κανονικοποίηση χωρίς όρους – τη λεγόμενη «εμπλοκή» – αυτό που δεν κάνει είναι να διασφαλίζει οποιαδήποτε πραγματική αλλαγή στην Κούβα. Η «εμπλοκή» είναι άλλωστε μόνο ρητορική.
Πράγματι, εάν η εμπλοκή υποτίθεται πως πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα κάποια πολιτική αλλαγή, η εμπλοκή των ΗΠΑ με την Κούβα είναι πιθανότατα καταδικασμένη να αποτύχει. Άλλωστε, το εμπόριο και οι επενδύσεις δεν έχουν κάνει τίποτα για να επιφέρουν ένα δημοκρατικό άνοιγμα στο Βιετνάμ τα τελευταία 20 χρόνια. Ούτε και τα 30 χρόνια μαζικού εμπορίου και επενδύσεων στην Κίνα έφεραν τους ηγέτες της χώρας πιο κοντά στη δημοκρατία. Εάν η εμπλοκή συμπεριλαμβάνει τον παραμερισμό θεμάτων σχετικών με τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, τουλάχιστον εν μέρει, εξακολουθεί να είναι μια λογική πολιτική, αν όχι πολύ αλτρουιστική.
Σε κάθε περίπτωση, η παρακολούθηση αγώνα μπέιζμπολ στην Αβάνα μαζί με τον κουβανό πρόεδρο Ραούλ Κάστρο, όπως είναι προγραμματισμένο να κάνει ο Ομπάμα, δεν αποτελεί απαραίτητο στοιχείο αυτής της πολιτικής. Αντίθετα, όπως έχει υποστηρίξει ο αρθρογράφος Αντρές Οπενχάιμερ, είναι ένα σοβαρό λάθος, καθώς αντιπροσωπεύει ένα χαστούκι στα πρόσωπα των θυμάτων της κατάχρησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το καθεστώς του Κάστρο.
Η εγκατάλειψη του εμπορικού εμπάργκο, μιας αποτυχημένης πολιτικής, είναι λογική, όμως δεν απαιτεί να «κάνουμε τους καλούς» σε έναν δικτάτορα. Δε γνωρίζει κανείς εάν άλλοι δικτάτορες θα επικαλεστούν ένα δυσάρεστο προηγούμενο, δημιουργημένο από αμερικανό επικεφαλής κράτους, ιδιαίτερα έναν που είναι εξαιρετικά συμπαθής σχεδόν σε όλον τον κόσμο.
Αυτό δε σημαίνει ότι ο Ομπάμα έχει παραβλέψει τη μικρή και πολιορκούμενη αντιπολίτευση της Κούβας. Πράγματι, είναι προγραμματισμένο να συναντηθεί με κουβανούς αντιφρονούντες, σε δυσαρέσκεια του καθεστώτος του Κάστρο. Επιπλέον, ο Ομπάμα θα θίξει ερωτήματα δημοκρατίας και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο τηλεοπτικό του διάγγελμα προς το κουβανικό κοινό. Οι εκπρόσωποι του τύπου που θα περιστοιχίσουν τον Ομπάμα κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του – συμπεριλαμβανομένου, δυστυχώς, εκείνου του αγώνα μπέιζμπολ – θα αναφερθούν σε αυτά τα σημαντικά θέματα στα ρεπορτάζ τους, ακόμη και αν εμπλουτιστούν με κοινοτοπίες για την κουβανική μουσική και δημοσιευτούν δίπλα σε ανόητες φωτογραφίες παλαιωμένων οχημάτων στους δρόμους της Αβάνα.
Ενώ οι ΗΠΑ δεν μπορούν – και απ’ ότι φαίνεται δε θα το κάνουν – να αγνοήσουν τις αρχές της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις αλληλεπιδράσεις τους με την Κούβα, υπάρχει διαφορά μεταξύ των δημοκρατικών προτύπων και των οικονομικών πολιτικών. Στην πραγματικότητα, η μεγαλύτερη πρόκληση για τις ΗΠΑ στις προσπάθειές της να αποκαταστήσει τις σχέσεις με την Κούβα δε βρίσκεται στο οικονομικό μέτωπο.
Κατά τους 15 μήνες από την επανεγκαθίδρυση των σχέσεων και τις αναζητήσεις επενδυτικών ευκαιριών στο νησί, ελάχιστα έχουν πραγματικά συμβεί σε όρους εμπορίου, τουρισμού και νέων σχεδίων. Πράγματι, όπως μεταφέρουν οι New York Times, οι αμερικανοί και οι κουβανοί παίκτες έχουν υπογράψει έναν περιορισμένο αριθμό επιχειρηματικών συμφωνιών – μια πραγματικότητα που «απειλεί να υπονομεύσει τη δυναμική της διαδικασίας αποκατάστασης των σχέσεων».
Μέρος του προβλήματος είναι το παραμένον εμπάργκο. Παρ’ ότι η στήριξη για την άρση του έχει αυξηθεί στην κουβανοαμερικανική κοινότητα και το Κογκρέσο των ΗΠΑ, είναι απίθανο να συμβεί πριν από την αποχώρηση του Ομπάμα από τον Λευκό Οίκο.
Παρ’ ότι ένας αριθμός περιορισμών στις μετακινήσεις και τις οικονομικές συναλλαγές έχουν απαλειφτεί, τα εμπόδια στον δρόμο για την πραγματική αλλαγή της οικονομικής κατάστασης στο νησί παραμένουν αποτρεπτικά. Ακόμη και χωρίς το εμπάργκο, η Κούβα θα συνεχίσει να περιορίζεται από τις σαραβαλιασμένες υποδομές της, τους αυστηρούς εργασιακούς νόμους, τους περιορισμούς στις ξένες επενδύσεις, μία μορφωμένη άλλα ανειδίκευτη εργατική δύναμη, άμαθη στις δυτικές εργασιακές πρακτικές, και η έλλειψη συμβολαίων και νομικών εργαλείων για την εφαρμογή αυτών των πρακτικών. Όλα αυτά κάνουν εξαιρετικά απίθανο η εμπλοκή των ΗΠΑ να έχει μεγάλη επίδραση στους απλούς κουβανούς.
Για τους ηγέτες της Κούβας, η απουσία στέρεων οικονομικών πλεονεκτημάτων είναι μεγάλη απογοήτευση. Με τη Βενεζουέλα αντιμέτωπη με την οικονομική καταστροφή, λόγω εν μέρει της πτώσης των τιμών του πετρελαίου, ο λαός της δεν ενδιαφέρεται πλέον να χρηματοδοτεί τον κουβανικό σοσιαλισμό με ρυθμό αρκετών δισεκατομμυρίων δολαρίων κάθε έτος. Μάλιστα, έχουν ήδη απορρίψει και τη δική τους αριστερή ηγεσία. Ο Κάστρο είδε αυτήν την αλλαγή πριν τη δουν στη Βενεζουέλα, και στράφηκε στις ΗΠΑ για να αναλάβουν τη σκυτάλη. Όμως οι ΗΠΑ δεν το έχουν κάνει και μάλλον δε θα το κάνουν, τουλάχιστον για αρκετό καιρό.
Χωρίς ισχυρή οικονομική επίπτωση, το άνοιγμα της Αμερικής προς την Κούβα δε θα συνεισφέρει στο ελάχιστο στην πολιτική απελευθέρωση του νησιού. Αυτό δε θα έχει μεγάλη σημασία για την κληρονομιά του Ομπάμα. Όμως δημιουργεί ερωτήματα για το πόσο σημαντική θα πρέπει να είναι η κληρονομιά του εκάστοτε ηγέτη στη διαμόρφωση της πολιτικής προς μια συμπαθή αλλά εξαθλιωμένη και ακόμη καταπιεστική χώρα.