Δύο από τους μεγαλύτερους κινδύνους για την Ευρωπαϊκή Ένωση – το πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας και το δημοψήφισμα του Ηνωμένου Βασιλείου για την παραμονή στην ΕΕ – μπορεί να συμπέσουν αυτό το καλοκαίρι. Οι ελληνικές οικονομικές δυσκολίες και η βρετανική ενδοσκόπηση για την παραμονή ή όχι στην ένωση μπορεί να φαίνονται σαν να έχουν ελάχιστη σχέση μεταξύ τους. Συμβαίνουν, άλλωστε, στα αντίθετα άκρα της Ευρώπης.
Ωστόσο, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η ΕΕ βρίσκονται σε διάσταση για το πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας, κάτι που υπογραμμίστηκε γραφικά από αυτό που το WikiLeaks ισχυρίζεται πως είναι πρακτικά εσωτερικού τηλεφωνήματος του ΔΝΤ. Εάν δεν καταφέρουν να επιλύσουν σύντομα τις διαφορές τους, η Αθήνα μπορεί να ξεμείνει από χρήματα τον Ιούλιο. Το αίσθημα της κρίσης θα αυξηθεί, τη στιγμή που στις 23 Ιουνίου το Ηνωμένο Βασίλειο θα ψηφίσει εάν θα παραμείνει στην ΕΕ ή αν θα την εγκαταλείψει.
Η Βρετανία δεν αποτελεί μέλος της ευρωζώνης και δεν υποχρεούται να συμβάλει στις ελληνικές διασώσεις. Συνεπώς, λογικά, δε θα έπρεπε να υπάρχει σύνδεση. Όμως οι βρετανοί ευρωσκεπτικιστές θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν το αίσθημα πως η Ελλάδα επιστρέφει στα πρόθυρα της χρεοκοπίας για να υποστηρίξουν πως το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να αποστασιοποιηθεί από την ΕΕ. Ήδη εκμεταλλεύονται επιτυχώς την προσφυγική κρίση της Ευρώπης για τον ίδιο σκοπό, παρ’ ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν αποτελεί μέλος της χωρίς σύνορα ζώνης Σένγκεν.
Εάν όλα είχαν πάει σύμφωνα με το σχέδιο, η πρώτη αξιολόγηση του τελευταίου προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας, ύψους 86 δισεκατομμυρίων ευρώ, θα είχε ολοκληρωθεί. Η Αθήνα θα είχε επιπλέον ρευστό για να αντιμετωπίσει τις άμεσες ανάγκες της. Οι πιστωτές της θα είχαν επίσης συμφωνήσει να αναδιαρθρώσουν τις μεσοπρόθεσμες υποχρεώσεις της για την αποπληρωμή του χρέους, ώστε να μη γνωρίσει δυσκολίες από το 2022 και μετά.
Μέχρι τώρα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα είχε επίσης συμπεριλάβει το ελληνικό χρέος στο πρόγραμμα της ποσοτικής της χαλάρωσης, και, ως αποτέλεσμα, οι αποδόσεις των ομολόγων θα είχαν πέσει. Ακόμη πιο σημαντικό, οι τράπεζες της χώρας θα ετοιμάζονταν να δανειστούν μακροπρόθεσμα χρήματα με αρνητικό επιτόκιο από την ΕΚΤ, για να δανείσουν σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, υπό τις λειτουργίες μακροπρόθεσμης χρηματοδότησής της. Όλα αυτά θα είχαν θέσει την οικονομία στον δρόμο προς την ανάκαμψη.
Αυτό το αισιόδοξο σενάριο δεν έχει πραγματοποιηθεί. Μέρος της εξήγησης είναι οι καθυστερήσεις από την αριστερή κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα. Έχει αργήσει στην εύρεση προτάσεων για την αυστηροποίηση της μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής πολιτικής για να πετύχει τον στόχο του 3,5% πρωτογενούς πλεονάσματος το 2018. Επίσης, δεν είναι πρόθυμη να προχωρήσει σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να ωθήσει την μακροπρόθεσμη παραγωγικότητα της οικονομίας, συγκεκριμένα να επιτρέψει στις τράπεζες να πουλήσουν τα τεράστια αποθέματά τους σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια ώστε να μπορέσουν να συγκεντρωθούν σε νέους δανεισμούς.
Ωστόσο, ο κύριος λόγος που η αξιολόγηση του προγράμματος δεν έχει ολοκληρωθεί είναι πως το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Κομισιόν δε συμφωνούν στο τι πρέπει να γίνει. Το ΔΝΤ είναι ταυτόχρονα πιο επιθετικό και πιο υποχωρητικό.
Το ταμείο πιστεύει πως εάν δε ληφθούν μέτρα, η Ελλάδα θα έχει 1% πρωτογενούς ελλείμματος το 2018 – δηλαδή, προτού συνυπολογιστούν οι πληρωμές των τόκων. Η κομισιόν περιμένει πλεόνασμα κοντά στο 0,5%. Ως αποτέλεσμα, το ΔΝΤ θεωρεί πως η Αθήνα χρειάζεται δημοσιονομικά μέτρα που να αντιστοιχούν σε 4,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ για να πιάσει τον στόχο του 3,5% για το 2018, ενώ η κομισιόν υποστηρίζει πως μέτρα 3 ποσοστιαίων μονάδων θα είναι αρκετά.
Από την άλλη, το ταμείο επίσης θεωρεί πως θα ήταν αδύνατον και αντιπαραγωγικό να επιβληθούν άλλες 4,5 ποσοστιαίες μονάδες λιτότητας στην Ελλάδα. Υποστηρίζει πως 2,5 μονάδες είναι το μέγιστο που μπορεί να δεχτεί η χώρα.
Το πρόβλημα είναι πως, με βάση τους αριθμούς του ΔΝΤ, αυτό θα σήμαινε πως η Ελλάδα θα πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα μόλις 1,5% το 2018. Αυτό με τη σειρά του θα σημαίνει πως οι πιστωτές στην ευρωζώνη θα πρέπει να είναι περισσότερο γενναιόδωροι στην απομείωση του βάρους του χρέους της χώρας ώστε να είναι βιώσιμο μακροπρόθεσμα.
Ένας τρόπος να λυθεί το αδιέξοδο θα ήταν να βγει το ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα, όπως επιθυμεί η κυβέρνηση. Μπορεί να φαίνεται παράξενο που ο Τσίπρας θέλει να ξεφορτωθεί έναν θεσμό που υποστηρίζει τη μεγαλύτερη ελάφρυνση του χρέους. Ωστόσο, τον απασχολούν λιγότερο οι λεπτομέρειες μιας συμφωνίας που δε θα ισχύσει μέχρι την επόμενη δεκαετία από το να εξασφαλίσει σύντομα μια συμφωνία για το χρέος. Ο πρωθυπουργός φαίνεται να πιστεύει πως αυτό θα αποκαταστήσει τη χαμένη του δημοτικότητα.
Ο Τσίπρας θα δυσκολευτεί να ξεφορτωθεί το ΔΝΤ, επειδή η Γερμανία επιμένει πως το ταμείο θα πρέπει να συνεχίσει να συμμετέχει. Ακόμη κι αν η Άνγκελα Μέρκελ ήθελε να αλλάξει γνώμη, η Bundestag δε θα δεχόταν θετικά την ιδέα. Είναι αλήθεια πως η Γερμανία δε θέλει να αφήσει την Ελλάδα να ξεφύγει από τη δέσμευσή της για πλεόνασμα 3,5%, και διστάζει να αναλογιστεί την ελάφρυνση χρέους στην οποία συμφώνησε πέρυσι. Όμως της αρέσει το γεγονός πως το ΔΝΤ είναι αυστηρότερο με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και με τους αριθμούς συγκριτικά με την κομισιόν.
Από εκεί πηγάζει το δίλημμα που αποδίδεται σε κορυφαίο αξιωματούχου του ΔΝΤ στις διαρροές του WikiLeaks: «Κοιτάξτε, εσείς κυρία Μέρκελ, αντιμετωπίζετε ένα ερώτημα, πρέπει να σκεφτείτε τι έχει μεγαλύτερο κόστος: να προχωρήσετε χωρίς το ΔΝΤ; Θα έλεγε η Bundestag, ‘Το ΔΝΤ δε συμμετέχει», ή να επιλέξετε την ελάφρυνση χρέους που πιστεύουμε πως χρειάζεται η Ελλάδα για να εξασφαλίσετε τη συμμετοχή μας;»
Μπορεί η Μέρκελ να μπορέσει να αποφασίσει σε ποια κατεύθυνση να κινηθεί τις επόμενες εβδομάδες. Εάν γίνει αυτό, ο κίνδυνος του Grexit μπορεί να εξουδετερωθεί πριν από το δημοψήφισμα του Brexit. Μπορεί επίσης να βρεθεί κάποιο τέχνασμα που θα εμποδίσει τη χρεοκοπία της Ελλάδας τον Ιούλιο αλλά θα αναβάλει τις πραγματικές αποφάσεις για μετά την ψηφοφορία στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σε αντίθετη περίπτωση, οι δύο κίνδυνοι μπορεί να συγκρουστούν θανάσιμα.