Οι τελευταίες πολιτικές κινήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχουν εκπλήξει πολλούς παρατηρητές. Ενώ ο στόχος – η αποτροπή του αποπληθωρισμού και η ώθηση της ανάπτυξης – είναι ξεκάθαρος, οι ίδιες οι πολιτικές δημιουργούν τις βάσεις για σοβαρή αστάθεια.
Οι πολιτικές αυτές συμπεριλαμβάνουν τη θέση του επιτοκίου για τις βασικές λειτουργίες αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ στο μηδέν, την αύξηση των μηνιαίων αγορών περιουσιακών στοιχείων κατά 20 δισεκατομμύρια δολάρια, στα 80 δισεκατομμύρια, και την ώθηση των επιτοκίων στα χρήματα που οι τράπεζες καταθέτουν στην ΕΚΤ βαθύτερα στα αρνητικά πεδία – στο -0,40%. Επιπλέον, η ΕΚΤ έχει ξεκινήσει μια νέα σειρά τεσσάρων στοχευμένων μακροπρόθεσμων λειτουργιών αναχρηματοδότησης, οι οποίες επίσης έχουν αρνητικά επιτόκια. Οι τράπεζες λαμβάνουν μέχρι 0,4% επιτοκίου σε πίστωση που αναλαμβάνουν από την ΕΚΤ, με δεδομένο να τη δανείσουν σε ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Αυτές οι πολιτικές είναι, στην ουσία, η τελευταία σειρά προσπαθειών από την ΕΚΤ να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της κατάρρευσης της τεράστιας φούσκας που σχηματίστηκα στη νότιο Ευρώπη στα πρώτα χρόνια του ευρώ. Όλα ξεκίνησαν με την ανακοίνωση της εισαγωγής του ευρώ στην σύνοδο κορυφής της ΕΕ το 1995 στη Μαδρίτη, η οποία έκανε τα επιτόκια να κατρακυλήσουν.
Η πληθωριστική πιστωτική φούσκα που δημιουργήθηκε στις χώρες της νοτίου Ευρώπης λόγω της επιμονής των χαμηλότερων επιτοκίων υπονόμευσαν την ανταγωνιστικότητά τους και οδήγησαν τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων και της ακίνητης περιουσίας σε μη βιώσιμα υψηλά επίπεδα. Όταν η φούσκα έσκασε, η ΕΚΤ προσπάθησε να αποτρέψει την επιστροφή των υπερβολικών τιμών στα επίπεδα ισορροπίας τους, τυπώνοντας χρήμα και υποσχόμενη απεριόριστη κάλυψη στους επενδυτές. Τα τελευταία μέτρα της ΕΚΤ δεν είναι παρά μία από τα ίδια.
Φυσικά, όταν η χρηματοπιστωτική κρίση ξέσπασε σε πλήρη ισχύ το 2008, ύστερα από την κατάρρευση της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers, οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ ήταν δικαιολογημένες. Όμως αφού η παγκόσμια οικονομία άρχισε να ανακάμπτει κατά τη διάρκεια του τελευταίου μέρους του επόμενου έτους, οι κινήσεις της ΕΚΤ έγιναν όλο και περισσότερο προβληματικές, καθώς επέτρεψαν στις χώρες να αποφύγουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και εμπόδισαν την απαραίτητη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στις νότιες χώρες της ευρωζώνης – ή την σταμάτησαν πλήρως, όπως στην Πορτογαλία και την Ιταλία.
Η νότια Ευρώπη είχε υποκύψει στο ναρκωτικό της φτηνής πίστωσης. Όταν όμως η ιδιωτική πίστωση πάγωσε και τα συμπτώματα της στέρησης άρχισαν να εμφανίζονται, η ΕΚΤ παρείχε υποκατάστατα. Αντί να θεραπεύσει την εξάρτηση, δημιούργησε εξαρτημένες οικονομίες που ήταν ανίκανες να λειτουργήσουν χωρίς τη δόση τους.
Η Ιαπωνία διέπραξε παρόμοιο λάθος όταν έσκασε η φούσκα της ακίνητης περιουσίας το 1990. Επί δύο δεκαετίες, η Τράπεζα της Ιαπωνίας πλημμύριζε την οικονομία με χρήμα με σχεδόν μηδενικά επιτόκια. Η ιαπωνική κυβέρνηση, από την πλευρά της, ακολούθησε μιαν τόσο ανένδοτη πολιτική ελλειμματικών δαπανών που το δημόσιο χρέος έχει ανέλθει από το 67% ου ΑΕΠ σε 246% του ΑΕΠ σήμερα, με την τελευταία ώθηση προς τα πάνω να παρέχεται από την αμφίβολη οικονομικών στρατηγική των “Abenomics” που ακολούθησε η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Σίνζο Άμπε.
Τίποτα από αυτά δε βοήθησε, καθώς ούτε η νομισματική ούτε η δημοσιονομική πολιτική μπορεί να αντικαταστήσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αντίθετα, όσα περισσότερα τα κεϋνσιανικά και νομισματικά φάρμακα που χορηγήθηκαν, τόσο πιο ισχνή η δυνατότητα αυτο-ίασης των αγορών και πιο αδύναμη η προθυμία των πολιτικών παραγόντων να επιβάλουν θεραπείες αποτοξίνωσης στην οικονομία και τον πληθυσμό.
Όμως οι χειρότερες επιπτώσεις της πολιτικής της ΕΚΤ μπορεί να μην έχουν φανεί ακόμη, αφού οι υγιείς ακόμη οικονομίες της ευρωζώνης μπορούν να γίνουν και αυτές εξαρτημένες. Υπάρχουν ήδη κάποιες ανησυχητικές ενδείξεις για αυτό. Οι αγορές ακίνητης περιουσίας σε Αυστρία, Γερμανία και Λουξεμβούργο έχουν ουσιαστικά εκραγεί κατά τη διάρκεια της κρίσης, ως αποτέλεσμα του κυνηγιού των δανειοληπτών από τις τράπεζες, με προσφορές δανείων με σχεδόν μηδενικά επιτόκια, ασχέτως της πιστοληπτικής ικανότητας. Στην Αυστρία, οι τιμές της ακίνητης περιουσίας έχουν αυξηθεί σχεδόν κατά το μισό μετά την κατάρρευση της Lehman. Στο Λουξεμβούργο έχουν αυξηθεί σχεδόν κατά ένα τρίτο.
Ακόμη και η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, έχει γνωρίσει μια μεγάλη αύξηση στην ακίνητη περιουσία μετά το 2010, με τις μέσες τιμές των αστικών ακινήτων να έχουν ανέλθει κατά περισσότερο από ένα τρίτο – και σχεδόν κατά το μισό στις μεγάλες πόλεις. Η χώρα βρίσκεται σε μια αύξηση κατασκευών που δεν έχει ξαναδεί μετά την επανένωση. Οι μεσίτες ακίνητης περιουσίας έχουν μόνο υπολείμματα να προσφέρουν.
Η αύξηση στα γερμανικά ακίνητα μπορεί να τεθεί υπό έλεγχο με μια κατάλληλη αύξηση των επιτοκίων. Όμως με δεδομένη την εμφανή αποφασιστικότητα της ΕΚΤ να πορευτεί στην αντίθετη κατεύθυνση, η φούσκα μόνο θα συνεχίσει να μεγαλώνει. Εάν σκάσει, οι επιπτώσεις μπορεί να είναι μοιραίες για το ευρώ. Το νέο ευρωσκεπτικιστικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία, το οποίο σημείωσε εντυπωσιακή πρόοδο στις πρόσφατες περιφερειακές εκλογές της χώρας, θα σιγουρευτεί για αυτό.