Οι διαπραγματεύσεις υπουργείου Εργασίας και πιστωτών δείχνουν να μπαίνουν στην τελική τους φάση, παρ’ ότι παραμένουν ανοιχτά κρίσιμα μέτωπα του ασφαλιστικού, όπως τα ποσοστά αναπλήρωσης και οι επικουρικές συντάξεις. Η πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης δείχνει να αισιοδοξεί, προβλέποντας επίλυση των διαφορών και επίτευξη συμφωνίας πριν από τις 20 Απριλίου.
«Είμαστε πάρα πολύ κοντά στο να κλείσουμε» σχολίαζαν κυβερνητικές πηγές
Την ίδια ώρα οι εκπρόσωποι των δανειστών που συμμετέχουν στα τεχνικά κλιμάκια έθεσαν αιφνιδιαστικά θέμα ορίου ηλικίας στη χορήγηση των συντάξεων χηρείας. Για τις μελλοντικές συντάξεις χηρείας, οι δανειστές ζητούν να τεθεί ως όριο ηλικίας το 57ο-58ο έτος της ηλικίας, όπως συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο θα υπάρχει σχετική πρόβλεψη για όσους έχουν ανήλικα τέκνα, οι οποίοι θα λαμβάνουν κανονικά τη σύνταξη χηρείας για μια τριετία. Σήμερα χορηγείται σύνταξη χηρείας που αντιστοιχεί στο 70% της σύνταξης του θανόντος. Αν ο επιζών σύζυγος εργάζεται χορηγείται το 70% για μια τριετία και στη συνέχεια η σύνταξη μειώνεται στο 50% μέχρι να συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του.
Αν ο επιζών είναι δημόσιος υπάλληλος και ο θανών συνταξιούχος του δημοσίου, τότε η σύνταξη χηρείας αντιστοιχεί στο 25% της σύνταξης του θανόντος.
Τη θέσπιση ορίου ηλικίας 56-60 ετών είχαν ζητήσει οι δανειστές και στη διαπραγμάτευση για το ασφαλιστικό το 2010.
Τα θέματα που έχουν κλειδώσει σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας είναι:
-Η εθνική σύνταξη που διατηρείται στο ύψος των 384 ευρώ για 20 χρόνια ασφάλισης και 345,6 ευρώ για 15 χρόνια ασφάλισης.
– Τα ποσοστά αναπλήρωσης έχει συμφωνηθεί να ξεκινούν από το 0,77% για την πρώτη 15ετία και να καταλήγουν στο 2% για 40 χρόνια ασφάλισης. Αποκλίσεις υπάρχουν ακόμα στις ενδιάμεσες κλίμακες των 15-39 ετών ασφάλισης. Οι δανειστές πιέζουν για μείωση των συντελεστών ώστε να «θυσιαστούν» οι συντάξεις όσων φεύγουν με λίγα χρόνια, κάτι που θα συμπαρασύρει προς τα κάτω και τις συντάξεις όσων θα φεύγουν με πολλά χρόνια.
Παράγοντες της ασφάλισης εκτιμούν ότι οι νέες συντάξεις θα είναι μειωμένες κατά 20% σε σχέση με τις σημερινές.
-Το εύρος του κουρέματος των επικουρικών συντάξεων θα εξαρτηθεί από την αποδοχή ή όχι των δανειστών της ελληνικής πρότασης για αύξηση των εισφορών κατά μία ποσοστιαία μονάδα για τρία χρόνια. Αν δεν γίνει δεκτή η πρόταση, οι περικοπές θα κυμανθούν από 10% έως 40% (μεσοσταθμικά 20%). Πάντως από τις περικοπές θα γλιτώσουν οι συνταξιούχοι με άθροισμα κύριας και επικουρικής έως 1.400 ευρώ ενώ το ποσοστό μείωσης για τους υψηλοσυνταξιούχους δε θα υπερβεί το 40%. Σύμφωνα με στελέχη του υπουργείου εργασίας από τους 1,2 εκατ. συνταξιούχους του Ενιαίου Επικουρικού Ταμείου, μόνο 125.000 με υψηλά ποσοστά αναπλήρωσης θα θιγούν από τη μείωση των επικουρικών. Πρόκειται για συνταξιούχους της τοπικής αυτοδιοίκησης, των ασφαλιστικών ταμείων, των εμπορικών καταστημάτων, της ΔΕΗ, της ΕΡΤ, των τραπεζών (Εθνικής ,Alpha και πρώην ΕΤΒΑ), των ναυτικών και τουριστικών πρακτόρων, των ιδιωτικών εκπαιδευτικών κα.
– Ο νέος τρόπος υπολογισμού του εφάπαξ θα επιφέρει μειώσεις έως και 20% (μεσοσταθμικά 10%) στους νέους συνταξιούχους αλλά και σε όσους αποχώρησαν μετά την 1/9/2013 και περιμένουν ακόμα να εισπράξουν την παροχή (62.000 εκκρεμείς αιτήσεις).
Το νέο σχέδιο του υπουργείου Εργασίας προβλέπει την προσάρτηση των 37 κλάδων και λογαριασμών πρόνοιας στο Ενιαίο Επικουρικό Ταμείο (ΕΤΕΑ) και όχι στο νέο Ταμείο κύριας ασφάλισης (ΕΦΚΑ), καθώς και οι δύο παροχές στο εξής θα διέπονται από το ασφαλιστικό δόγμα « ό,τι έχεις δίνεις».
– Δεκτό έγινε από τους δανειστές και το σχέδιο ελάφρυνσης των εισφορών για τους νέους επαγγελματίες, η δυνατότητα μόνιμης εισφοράς στο 16% για τους αγρότες και οι εκπτώσεις μέχρι 50% για την τριετία 2017-2019 για τους αυτοαπασχολούμενους.
– Οι θεσμοί εντείνουν τις πιέσεις και για περικοπή των οικογενειακών και αναπηρικών επιδομάτων με το επιχείρημα ότι η χώρα έχει δεσμευτεί να αντικαταστήσει σταδιακά το πολύπλοκο σύστημα επιδοματικής πολιτικής από το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.
Συγκεκριμένα τα στελέχη του ΔΝΤ θέλουν τα επιδόματα να συνυπολογίζονται στα εισοδηματικά κριτήρια για τη χορήγηση του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος ή Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης, όπως έχει μετονομαστεί, κάτι που, σύμφωνα με Έλληνες αξιωματούχους, δεν συμβαίνει πουθενά στην Ευρώπη.