Στις 23 Ιουνίου, το Ηνωμένο Βασίλειο θα διεξάγει δημοψήφισμα για το αν θα αποχωρήσει ή όχι από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην οικονομική πλευρά του ζητήματος του Brexit υπάρχουν τρία βασικά ερωτήματα: Επιβάλουν οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί ρυθμίσεις που παρεμποδίζουν την ανάπτυξη στο Ηνωμένο Βασίλειο; Θα αύξανε η αποχώρηση από την ΕΕ τις ευκαιρίες των βρετανικών εξαγωγών; Και ποιο θα ήταν το πιθανό αποτέλεσμα της αποχώρησης για την οικονομική σταθερότητα.
Αυτά είναι περίπλοκα ζητήματα, όμως η έκθεση του Ιουνίου 2014 από το Centre for European Reform παρέχει έναν λογικό οδηγό για τα πρώτα δύο ερωτήματα. Και τώρα, η Τράπεζα της Αγγλίας έχει μελετήσει ξεκάθαρα το τρίτο. Σε οικονομικούς όρους, τα στοιχεία ευνοούν την παραμονή στην ΕΕ.
Οι τεταμένες και σχετικά τεχνικές συζητήσεις αυτού του είδους απαιτούν από τον καθένα να αποφασίσει ποιους εμπειρογνώμονες θα εμπιστευτεί. Η επιτροπή που ετοίμασε την έκθεση του CER αποτελούνταν από λογικούς βρετανούς και ευρωπαίους οικονομικούς αναλυτές και πρώην πολιτικούς παράγοντες που δε διατηρούν αυταπάτες για τον τρόπο που λειτουργεί πραγματικά η ΕΕ. Παρομοίως, η επιτροπή χρηματοπιστωτικής πολιτικής της ΤτΑ σχεδιάστηκε μετά την κρίση του 2008 για να ενημερώνει με ειλικρίνεια την αρχή για το πού κρύβονται οι συστημικοί κίνδυνοι – και τι θα πρέπει να γίνει για αυτό.
Η έκθεση του CER ασχολείται περισσότερο με τα ζητήματα της πραγματικής οικονομίας. Το πιο αμφισβητούμενο σημείο εδώ είναι εάν η βρετανική οικονομία θα παρεμποδιστεί από τη γραφειοκρατία που επιβάλουν οι Βρυξέλλες ή από τις υποχρεώσεις των ευρωπαϊκών συνθηκών.
Είναι δύσκολο να βρούμε κάποιο τόσο αποπνικτικό φαινόμενο στα δεδομένα. Το CER επισημαίνει πως οι ρυθμίσεις των αγορών προϊόντων και εργασίας στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι πιο κοντά σε αυτές των Ηνωμένων Πολιτειών παρά της Δυτικής Ευρώπης, και το ίδιο ευρύ μοτίβο προκύπτει από την αξιολόγηση του ΟΣΑΑ για τα εμπόδια στην επιχειρηματικότητα.
Η αξιολόγηση του CER επιβεβαιώνεται από τα πιο πρόσφατα ευρήματα των δεικτών επιχειρηματικότητας της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2016, οι οποίοι έχουν το πλεονέκτημα να καλύπτουν σχεδόν όλες τις χώρες του κόσμου. Αυτοί οι δείκτες δεν είναι τέλειοι, όμως παρουσιάζουν μια καλή εικόνα για τα θέματα γραφειοκρατίας. Η Βρετανία βρίσκεται στην έκτη θέση στον κόσμο – μία θέση πάνω από τις Ηνωμένες Πολιτείες και πίσω μόνο από κάποιες από τις εξαιρετικά υπέρ των επιχειρήσεων χώρες, όπως η Σιγκαπούρη, το Χονγκ Κονγκ και η Νέα Ζηλανδία.
Άλλες εξέχουσες χώρες της ΕΕ έχουν περισσότερα εμπόδια στην επιχειρηματικότητα. Για παράδειγμα, η Γερμανία βρίσκεται στη 15η θέση και η Γαλλία στην 27η. Η Ιταλία, που βρίσκεται στην 45η θέση, σίγουρα έχει λόγους ανησυχίας – όμως το προβλήματά της δεν πηγάζουν από τις Βρυξέλλες. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη πως το Ηνωμένο Βασίλειο παρεμποδίζεται από την ΕΕ. Αν μη τι άλλο, το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να στοχεύσει να μοιάσει περισσότερο στη Δανία (μέλος της ΕΕ, στην τρίτη θέση στον κόσμο) σε κάποιες διαστάσεις του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, όπως η καταγραφή περιουσιακών στοιχείων, οι άδειες κατασκευής, και η μείωση της γραφειοκρατίας στο διεθνές εμπόριο.
Στο θέμα του εμπορίου, η αξιολόγηση είναι ακόμη πιο ξεκάθαρη. Στην καρδιά της ευρωπαϊκής ενοποίησης βρίσκεται η ιδέα πως τα εμπόδια στο εμπόριο – όπως οι δασμοί και άλλοι περιορισμοί – μπορούν και πρέπει να μειωθούν. Κατά την άποψη του CER, η συμμετοχή στην ΕΕ έχει αυξήσει το εμπόριο προϊόντων του Ηνωμένου Βασιλείου σε άλλα κράτη-μέλη κατά περισσότερο από 50%.
Θα δημιουργούσε η έξοδος από την ΕΕ νέες εμπορικές δυνατότητες που δε θα υπήρχαν διαφορετικά, όπως με τη βρετανική κοινοπολιτεία ή με αναδυόμενες αγορές όπως η Κίνα; Αυτό φαίνεται εξαιρετικά απίθανο.
Και η μεγαλύτερη εμπορική συμφωνία που αναμένεται και θα επηρεάσει το Ηνωμένο βασίλειο είναι αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης – η Διατλαντική Εμπορική και Επενδυτική Εταιρική Σχέση (TTIP). Αυτού του είδους οι υπερ-τοπικές εμπορικές συμφωνίες είναι περίπλοκες, με πολλούς διαβόλους στις λεπτομέρειες. Η TTIP πιθανότατα θα προχωρήσει μετά τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, και η Βρετανία σίγουρα χρειάζεται να παραβρίσκεται στο διαπραγματευτικό τραπέζι.
Το διεθνές εμπόριο έχει να κάνει με την πρόσβαση σε μια μεγαλύτερη αγορά, και οι εμπορικές συμφωνίες αφορούν την αμοιβαία μείωση εμποδίων, συμπεριλαμβανομένων των διαφόρων κανόνων που ελαχιστοποιούν τον ανταγωνισμό στην παροχή υπηρεσιών. Η Βρετανία θα επωφεληθεί από μια τέτοια απελευθέρωση της αγοράς στον τομέα των υπηρεσιών. Όμως οποιαδήποτε χώρα συμμετέχει άμεσα σε αυτού του είδους τις συζητήσεις συνήθως τα πηγαίνει καλύτερα.
Σε ότι αφορά τις επιδράσεις του Brexit στον χρηματοπιστωτικό τομέα – πέραν των ευρύτερων ανησυχιών για τη σταθερότητα – η επιτροπή χρηματοπιστωτικής πολιτικής της ΤτΑ είναι αρκετά ξεκάθαρη: «η τεταμένη και παρατεταμένη αβεβαιότητα» λόγω του επικείμενου δημοψηφίσματος «είναι πιθανό να αυξήσει τις εγγυήσεις που απαιτούν οι επενδυτές σε μεγαλύτερου εύρους βρετανικά περιουσιακά στοιχεία, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω υποτίμηση της λίρας και να επηρεάσει το κόστος και τη διαθεσιμότητα χρηματοδότησης σε ένα μεγάλο εύρος βρετανών δανειοληπτών». Αυτό δε θα είναι ιδιαίτερα καλό για τους καταναλωτές ή τις επιχειρηματικές επενδύσεις.
Μακροπρόθεσμα, ο χρηματοπιστωτικός τομέας του Ηνωμένου Βασιλείου χρειάζεται να είναι καλά ρυθμισμένος, κανείς δε θέλει μια νέα μεγάλη χρηματοπιστωτική αναστάτωση. Όμως αυτού του είδους οι κανονισμοί είναι απολύτως πιθανοί μέσα στο υπάρχον διεθνές και ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Άλλα οικονομικά ζητήματα που έχουν προκύψει στον διάλογο για το Brexit είναι είτε ασήμαντα είτε παραπλανητικά. Όπως δείχνει η έκθεση του CER, η μετανάστευση από τα κράτη-μέλη της ΕΕ, για παράδειγμα, ωφελεί την οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς φέρνει περισσότερους νέους ανθρώπους που πληρώνουν φόρους. Και η μετά το Brexit μείωση των κρατικών δαπανών μάλλον θα είναι ελάχιστη.
Φυσικά, η συμμετοχή στην ΕΕ δεν αφορά μόνο την οικονομία. Υπάρχει και το σημαντικό ερώτημα για τον ρόλο της Βρετανίας στον κόσμο. Όμως είναι δύσκολο να δούμε πώς η παγκόσμια θέση και επιρροή του Ηνωμένου Βασιλείου θα αυξανόταν εάν εγκατέλειπε την ΕΕ – ιδιαίτερα με δεδομένες τις σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις που θα είχε αυτό το αποτέλεσμα για τη βρετανική οικονομία.