Οι κεντρικές τράπεζες σε όλον τον αναπτυγμένο κόσμο έχουν καταβληθεί από τον φόβο του αποπληθωρισμού. Δε θα έπρεπε: ο φόβος είναι αβάσιμος και η εμμονή μαζί του επιζήμια.
Η Ιαπωνία είναι υπόδειγμα αυτού του φόβου. Το 2013, δεκαετίες (σταδιακής) πτώσης τιμών έπεισαν την Τράπεζα της Ιαπωνίας να ξεκινήσει μιαν πρωτοφανή νομισματική επίθεση. Ωστόσο, παρ’ ότι ο βασικός πληθωρισμός αυξήθηκε για λίγο, οι παράγοντες που κινητοποίησαν αυτήν την άνοδο – μια ανταγωνιστική υποτίμηση του γεν και μια φορολογική αύξηση – δεν κράτησαν για πολύ. Τώρα η χώρα επιστρέφει σχεδόν σε αποπληθωρισμού – ένα σημείο που υπογραμμίζουν τα πανικοβλημένα πρωτοσέλιδα.
Ωστόσο, αντίθετα με την εντύπωση που δημιουργούν οι αναφορές του Τύπου, η ιαπωνική οικονομία είναι κάθε άλλο παρά ετοιμοθάνατη. Η ανεργία έχει ουσιαστικά εξαφανιστεί, το ποσοστό της απασχόλησης συνεχίζει να σημειώνει νέα υψηλά και το διαθέσιμο κατά κεφαλήν εισόδημα ανεβαίνει σταθερά. Μάλιστα, ακόμη και κατά τη διάρκεια των λεγόμενων «χαμένων δεκαετιών» της Ιαπωνίας, το κατά κεφαλήν εισόδημα αυξήθηκε όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, και το ποσοστό της απασχόλησης ανέβηκε, δείχνοντας πως ο αποπληθωρισμός ίσως να μην είναι τόσο καταστροφικός όσο δείχνουν να πιστεύουν οι κεντρικοί τραπεζίτες.
Στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις οικονομικής συμφοράς που να προκύπτει από την αποτυχία των κεντρικών τραπεζών να πετύχουν τους στόχους του πληθωρισμού. Η ανάπτυξη παραμένει στερεή, εάν όχι θεαματική, και η απασχόληση είναι σε άνοδο.
Υπάρχουν δύο βασικά προβλήματα με τη σημερινή προσέγγιση των κεντρικών τραπεζών. Πρώτον, εστιάζουν στις καταναλωτικές τιμές, οι οποίες είναι λάθος στόχος. Οι καταναλωτικές τιμές πέφτουν για έναν απλό λόγο: οι τιμές της ενέργειας και άλλων ακατέργαστων υλικών έχουν πέσει κατά περισσότερο από το μισό τα τελευταία δύο χρόνια. Η πτώση είναι συνεπώς προσωρινή, και οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να την παραβλέψουν, όταν παρέβλεψαν την άνοδο στις καταναλωτικές τιμές όταν οι τιμές του πετρελαίου ήταν σε άνοδο.
Αντ’ αυτού, οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να εστιάσουν στον ρυθμό της αύξησης των εσόδων, ο οποίες μετριέται με την ανάπτυξη του ονομαστικού ΑΕΠ. Αυτό είναι, άλλωστε, που έχει σημασία για τις εξαιρετικά χρεωμένες κυβερνήσεις και επιχειρήσεις. Σύμφωνα με αυτό το μέτρο, δεν υπάρχει αποπληθωρισμό: ο δείκτης τιμών του ΑΕΠ στις αναπτυγμένες χώρες βρίσκεται σε άνοδο 1-1,5% κατά μέσο όρο. Στην ευρωζώνη, ανεβαίνει κατά 1,2%. Μπορεί αυτό να μη φτάνει τον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας του «μόλις κάτω του 2%», αλλά όχι με αρκετή διαφορά για να δικαιολογήσει την ολοένα και πιο επιθετική χρήση των νομισματικών εργαλείων της ΕΚΤ για την ενίσχυση της οικονομίας.
Επιπλέον, η ανάπτυξη του ονομαστικού ΑΕΠ ξεπερνά το μακροπρόθεσμο επιτόκιο. Όταν, όπως συμβαίνει συνήθως, το μακροπρόθεσμο επιτόκιο είναι υψηλότερο από τον ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ, οι πλούσιοι μπορούν να συγκεντρώνουν πλούτο γρηγορότερα από την υπόλοιπη οικονομία – ένα επιχείρημα που επισήμανε ο οικονομολόγος Τόμας Πίκετι. Όμως σήμερα, η ανάπτυξη του ΑΕΠ ξεπερνά κατά πολύ τα μέσα επιτόκια (τα οποία, σε κάποιες χώρες, συμπεριλαμβάνουν εγγυήσεις μέχρι και 100 μονάδων βάσης) – ακόμη και στην ευρωζώνη, όπου η ανάπτυξη του ΑΕΠ αναμένεται να φτάσει περίπου το 3% φέτος. Αυτό σημαίνει πως οι οικονομικές συνθήκες είναι τόσο ευνοϊκές όσο ήταν στο ζενίθ της πιστωτικής έκρηξης το 2007, και πολύ καλύτερες απ’ ότι ήταν οποιαδήποτε άλλη στιγμή τα τελευταία 20 χρόνια.
Μπορεί να περιμένει κανείς αυτά τα στοιχεία να οδηγήσουν τους κεντρικούς τραπεζίτες να αναθεωρήσουν τις ανησυχίες τους για τον αποπληθωρισμό. Όμως εκείνοι παραμένουν αποφασισμένοι να κυνηγούν τους στόχους του πληθωρισμοί, πεπεισμένοι πως η παραμικρή ένδειξη αποπληθωρισμού θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια πτώση, με τη μειωμένη ζήτηση να κάνει τις τιμές να πέφτουν ακόμη περισσότερο. Αυτό είναι το δεύτερο λάθος τους.
Φυσικά, μία αποπληθωριστική δίνη είναι πιθανή, και οι συνέπειές της θα μπορούσαν είναι σοβαρές. Εάν τα πραγματικά επιτόκια ήταν σημαντικά θετικά, η ζήτηση θα μπορούσε να βουλιάξει, ρίχνοντας τις τιμές στο σημείο όπου θα ήταν αδύνατο για τους δανειολήπτες να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους. Μία τέτοια δίνη συνέβαλε στη Μεγάλη Ύφεση στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1930, με τις τιμές να πέφτουν, κάποιες χρονιές, κατά 20-30%.
Όμως δε βρισκόμαστε καθόλου κοντά σε τέτοιες συνθήκες σήμερα. Μάλιστα, τα ονομαστικά επιτόκια βρίσκονται στο μηδέν, ενώ οι ευρύτεροι δείκτες τιμών βρίσκονται σε άνοδο, έστω και ήπια. Με δεδομένο πως οι οικονομικές συνθήκες είναι τόσο ευνοϊκές, δεν προκαλεί έκπληξη που η εγχώρια ζήτηση έχει παραμείνει ισχυρή, επιτρέποντας στην ανεργία να επιστρέψει σε χαμηλά προ κρίσης σχεδόν παντού.
Η ευρωζώνη είναι η μόνη μεγάλη αναπτυγμένη οικονομία όπου η ανεργία παραμένει σημαντική, και συνεπώς η μόνο οικονομία όπου θα μπορούσε να στηριχτεί το επιχείρημα του κινδύνου του αποπληθωρισμού. Όμως ακόμη και στην ευρωζώνη, η ανάπτυξη του ΑΕΠ βρίσκεται πάνω από τις (ομολογουμένως ισχνές) προοπτικές της, και το εναπομένον παραγωγικό κενό κλείνει σταδιακά.
Επιπλέον, ο μόνος λόγος που η ανεργία παραμένει υψηλή στην ευρωζώνη είναι ότι το ποσοστό συμμετοχής στην εργατική δύναμη συνέχισε να ανεβαίνει σε όλη την ύφεση, και πράγματι, η απασχόληση επιστρέφει σε επίπεδα προ κρίσης. Αυτό είναι το ακριβώς αντίθετο από ότι προειδοποιούν τα γεράκια του αποπληθωρισμού. Η δημοφιλής υπόθεση του «αποθαρρυμένου εργαζόμενου» υποστηρίζει πως η πτώση σε αποπληθωρισμό έχει υψηλό κόστος, επειδή η ύφεση οδηγεί τους εργαζομένους να εγκαταλείψουν την εργατική δύναμη ολοσχερώς. Αυτό πολύ απλά δεν ισχύει σήμερα στην Ευρώπη.
Τα στοιχεία είναι ξεκάθαρα. Οι κεντρικές τράπεζες των αναπτυγμένων οικονομιών θα πρέπει να ξεπεράσουν τον παράλογο φόβο της αποπληθωριστικής δίνης και να σταματήσουν να προσπαθούν τόσο απελπισμένα να ωθήσουν τη ζήτηση. Διαφορετικά, θα βρεθούν με μαζικά επεκταμένους ισολογισμούς, και χωρίς αποτέλεσμα να επιδείξουν.