Ας γυρίσουμε πίσω 10 χρόνια. Είναι Απρίλιος του 2006 και οι υπουργοί Οικονομικών από όλον τον κόσμο συγκεντρώνονται στην Ουάσινγκτον για τις εαρινές συνεδριάσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Ο Γκόρντον Μπράουν είναι ο υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας. Ο Άλαν Γκρίνσπαν έχει μόλις αποσυρθεί από τη θέση του ως επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και θεωρείται ως ένας από τους καλύτερους κεντρικούς τραπεζίτες που έχει ζήσει ποτέ. Η φύση έχει ανθίσει και το κλίμα αισιόδοξο. Η παγκόσμια οικονομία διανύει το ταχύτερο ξέσπασμα παρατεταμένης ανάπτυξης από το ξεκίνημα της δεκαετίας του 1970.
Πολλά έχουν αλλάξει από τότε. Η αίθουσα είναι η ίδια. Η περίσταση επίσης. Όμως η ατμόσφαιρα είναι εντελώς διαφορετική. Πίσω στο 2006, το ΔΝΤ δεν έβλεπε κανέναν λόγο γιατί αυτή η έκρηξη δε θα μπορούσε να συνεχιστεί για πάντα. Η εξαμηνιαία πρόβλεψη του «World Economic Outlook» του έβλεπε τη δραστηριότητα να συνεχίζει στον ίδιο ρυθμό. Δεν έβλεπε καμία πιστωτική κρίση, καμία κατάρρευση της Lehman Brothers, καμία Μεγάλη Ύφεση.
Η αχαλίνωτη αισιοδοξία έχει δώσει τη θέση της στη βαθειά απαισιοδοξία. Το ΔΝΤ έχει αρχίσει να υιοθετεί τη θεωρία – την οποία ενστερνίζεται ο Λάρι Σάμερς, ο πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, και άλλοι – πως ο κόσμος πέφτει σε μια κοσμική στασιμότητα. Αυτή, είναι μια κατάσταση όπου η ζήτηση δεν είναι αρκετά ισχυρή, πυροδοτώντας μόνιμα χαμηλή ανάπτυξη και αποπληθωρισμό.
Ένας πραγματικός, αν και αδήλωτος φόβος είναι αυτός της επιστροφής στις εσωστρεφείς και εθνικιστικές πολιτικές που σημάδεψαν τη δεκαετία του 1930. Ο Μορίς Όμπστφελντ, ο οικονομικός σύμβουλος του Ταμείου, είπε πως η στασιμότητα των μισθών και η άνοδος της ανισότητας έχει δημιουργήσει ένα αίσθημα πως τα κέρδη της οικονομικής ανάπτυξης απορροφούνται από «τις κινητές ελίτ και τους ιδιοκτήτες του κεφαλαίου», αφήνοντας πάρα πολλούς πίσω.
Είναι το Ταμείο υπερβολικά απαισιόδοξο; Μπορεί κανείς να το υποστηρίξει, υποδεικνύοντας σωστά το κάθε άλλο παρά αλάνθαστο ιστορικό των προβλέψεων του οργανισμού. Το ΔΝΤ τείνει να ακολουθεί τη ροή: καθυστερεί στον εντοπισμό τόσο των πτώσεων όσο και των ανακάμψεων.
Λεχθέντος αυτού, η ανάλυση του Ταμείου έχει μια αχτίδα αλήθειας. Με βάση τα ιστορικά πρότυπα, το λίγο πάνω από 3% παγκόσμιας ανάπτυξης φέτος θα είναι εξαιρετικά χαμηλό, ιδιαίτερα με δεδομένο πως τα επιτόκια ήταν τόσο χαμηλά για τόσο καιρό. Η αυξανόμενη ανισότητα υπήρξε παράγοντας αυτής της καθόλου εντυπωσιακής επίδοσης: τα νοικοκυριά δεν απολαμβάνουν ισχυρές αυξήσεις στους μισθούς και διστάζουν να αποκομίσουν χρέη, όπως έκαναν στα χρόνια της φούσκας.
Η οργή εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους. Έχει αναδυθεί στην προεδρική προεκλογική εκστρατεία των ΗΠΑ. Είναι εμφανής στην Ευρώπη όπου, όπως επισημαίνει ο Όμπστφελντ, «η πολιτική συναίνεση που κάποτε προωθούσε το ευρωπαϊκό σχέδιο φθίνει». Και είναι ο λόγος που το Ηνωμένο Βασίλειο θα διεξάγει δημοψήφισμα για την παραμονή του στην ΕΕ στις 23 Ιουνίου.
Η προοπτική του Brexit ξεκάθαρα φοβίζει το ΔΝΤ. Ένα αποτέλεσμα υπέρ της εξόδου, υποστηρίζει, θα είχε σοβαρές συνέπειες όχι μόνο για τη Βρετανία και τους εταίρους της στην ΕΕ, αλλά και για ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία. Το Ταμείο είναι νευρικό. Μπορεί να εντοπίσει έναν αριθμό διαφορετικών αιτίων που μπορεί να προκαλέσουν μια νέα, επικίνδυνη φάση της κρίσης – όπως η πιο απότομη από το αναμενόμενο πτώση στην Κίνα, μια κατάρρευση στις αναδυόμενες αγορές ή μια πανδημία. Όμως με λίγο περισσότερο από δύο μήνες μέχρι το δημοψήφισμα, το Brexit είναι η πιο άμεση απειλή.
Αν, όμως, το ΔΝΤ έχει δίκιο στην αξιολόγησή του, κάτι θα πυροδοτήσει την κρίση αργά ή γρήγορα, ακόμη και αν η Βρετανία αποφασίσει να παραμείνει μέλος της ΕΕ. Το ΔΝΤ υποστηρίζει πως η παγκόσμια οικονομία παραμένει πολύ αργή για πάρα πολύ καιρό, και προτείνει ένα μείγμα επεκτατικής νομισματικής πολιτικής (χαμηλά επιτόκια και ποσοτική χαλάρωση), υψηλότερων δαπανών σε υποδομές και έρευνα και ανάπτυξη, και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της παραγωγικότητας.
Αυτό, ωστόσο, φαίνεται μάλλον άτολμο εάν το ΔΝΤ έχει δίκιο στην ανάλυσή του πως η παγκοσμιοποίηση ευνοεί τους λίγους και όχι τους πολλούς και πως η άνοδος της παλίρροιας δεν σηκώνει πια όλες τις βάρκες. Σε αυτήν την περίπτωση, η λύση δε θα ήταν οι μεγαλύτερες δαπάνες σε έρευνα και ανάπτυξη, αλλά οι έλεγχοι στη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία και πιο επιθετική ανακατανομή. Η παγκόσμια ανάπτυξη πράγματι είναι πολύ αργή για πάρα πολύ αργή. Το φάρμακο του Ταμείου είναι πολύ λίγο και πολύ αργά.
Ας γυρίσουμε πίσω 10 χρόνια. Είναι Απρίλιος του 2006 και οι υπουργοί Οικονομικών από όλον τον κόσμο συγκεντρώνονται στην Ουάσινγκτον για τις εαρινές συνεδριάσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Ο Γκόρντον Μπράουν είναι ο υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας. Ο Άλαν Γκρίνσπαν έχει μόλις αποσυρθεί από τη θέση του ως επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και θεωρείται ως ένας από τους καλύτερους κεντρικούς τραπεζίτες που έχει ζήσει ποτέ. Η φύση έχει ανθίσει και το κλίμα αισιόδοξο. Η παγκόσμια οικονομία διανύει το ταχύτερο ξέσπασμα παρατεταμένης ανάπτυξης από το ξεκίνημα της δεκαετίας του 1970.
Πολλά έχουν αλλάξει από τότε. Η αίθουσα είναι η ίδια. Η περίσταση επίσης. Όμως η ατμόσφαιρα είναι εντελώς διαφορετική. Πίσω στο 2006, το ΔΝΤ δεν έβλεπε κανέναν λόγο γιατί αυτή η έκρηξη δε θα μπορούσε να συνεχιστεί για πάντα. Η εξαμηνιαία πρόβλεψη του «World Economic Outlook» του έβλεπε τη δραστηριότητα να συνεχίζει στον ίδιο ρυθμό. Δεν έβλεπε καμία πιστωτική κρίση, καμία κατάρρευση της Lehman Brothers, καμία Μεγάλη Ύφεση.
Η αχαλίνωτη αισιοδοξία έχει δώσει τη θέση της στη βαθειά απαισιοδοξία. Το ΔΝΤ έχει αρχίσει να υιοθετεί τη θεωρία – την οποία ενστερνίζεται ο Λάρι Σάμερς, ο πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, και άλλοι – πως ο κόσμος πέφτει σε μια κοσμική στασιμότητα. Αυτή, είναι μια κατάσταση όπου η ζήτηση δεν είναι αρκετά ισχυρή, πυροδοτώντας μόνιμα χαμηλή ανάπτυξη και αποπληθωρισμό.
Ένας πραγματικός, αν και αδήλωτος φόβος είναι αυτός της επιστροφής στις εσωστρεφείς και εθνικιστικές πολιτικές που σημάδεψαν τη δεκαετία του 1930. Ο Μορίς Όμπστφελντ, ο οικονομικός σύμβουλος του Ταμείου, είπε πως η στασιμότητα των μισθών και η άνοδος της ανισότητας έχει δημιουργήσει ένα αίσθημα πως τα κέρδη της οικονομικής ανάπτυξης απορροφούνται από «τις κινητές ελίτ και τους ιδιοκτήτες του κεφαλαίου», αφήνοντας πάρα πολλούς πίσω.
Είναι το Ταμείο υπερβολικά απαισιόδοξο; Μπορεί κανείς να το υποστηρίξει, υποδεικνύοντας σωστά το κάθε άλλο παρά αλάνθαστο ιστορικό των προβλέψεων του οργανισμού. Το ΔΝΤ τείνει να ακολουθεί τη ροή: καθυστερεί στον εντοπισμό τόσο των πτώσεων όσο και των ανακάμψεων.
Λεχθέντος αυτού, η ανάλυση του Ταμείου έχει μια αχτίδα αλήθειας. Με βάση τα ιστορικά πρότυπα, το λίγο πάνω από 3% παγκόσμιας ανάπτυξης φέτος θα είναι εξαιρετικά χαμηλό, ιδιαίτερα με δεδομένο πως τα επιτόκια ήταν τόσο χαμηλά για τόσο καιρό. Η αυξανόμενη ανισότητα υπήρξε παράγοντας αυτής της καθόλου εντυπωσιακής επίδοσης: τα νοικοκυριά δεν απολαμβάνουν ισχυρές αυξήσεις στους μισθούς και διστάζουν να αποκομίσουν χρέη, όπως έκαναν στα χρόνια της φούσκας.
Η οργή εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους. Έχει αναδυθεί στην προεδρική προεκλογική εκστρατεία των ΗΠΑ. Είναι εμφανής στην Ευρώπη όπου, όπως επισημαίνει ο Όμπστφελντ, «η πολιτική συναίνεση που κάποτε προωθούσε το ευρωπαϊκό σχέδιο φθίνει». Και είναι ο λόγος που το Ηνωμένο Βασίλειο θα διεξάγει δημοψήφισμα για την παραμονή του στην ΕΕ στις 23 Ιουνίου.
Η προοπτική του Brexit ξεκάθαρα φοβίζει το ΔΝΤ. Ένα αποτέλεσμα υπέρ της εξόδου, υποστηρίζει, θα είχε σοβαρές συνέπειες όχι μόνο για τη Βρετανία και τους εταίρους της στην ΕΕ, αλλά και για ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία. Το Ταμείο είναι νευρικό. Μπορεί να εντοπίσει έναν αριθμό διαφορετικών αιτίων που μπορεί να προκαλέσουν μια νέα, επικίνδυνη φάση της κρίσης – όπως η πιο απότομη από το αναμενόμενο πτώση στην Κίνα, μια κατάρρευση στις αναδυόμενες αγορές ή μια πανδημία. Όμως με λίγο περισσότερο από δύο μήνες μέχρι το δημοψήφισμα, το Brexit είναι η πιο άμεση απειλή.
(1)
Αν, όμως, το ΔΝΤ έχει δίκιο στην αξιολόγησή του, κάτι θα πυροδοτήσει την κρίση αργά ή γρήγορα, ακόμη και αν η Βρετανία αποφασίσει να παραμείνει μέλος της ΕΕ. Το ΔΝΤ υποστηρίζει πως η παγκόσμια οικονομία παραμένει πολύ αργή για πάρα πολύ καιρό, και προτείνει ένα μείγμα επεκτατικής νομισματικής πολιτικής (χαμηλά επιτόκια και ποσοτική χαλάρωση), υψηλότερων δαπανών σε υποδομές και έρευνα και ανάπτυξη, και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της παραγωγικότητας.
Αυτό, ωστόσο, φαίνεται μάλλον άτολμο εάν το ΔΝΤ έχει δίκιο στην ανάλυσή του πως η παγκοσμιοποίηση ευνοεί τους λίγους και όχι τους πολλούς και πως η άνοδος της παλίρροιας δεν σηκώνει πια όλες τις βάρκες. Σε αυτήν την περίπτωση, η λύση δε θα ήταν οι μεγαλύτερες δαπάνες σε έρευνα και ανάπτυξη, αλλά οι έλεγχοι στη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία και πιο επιθετική ανακατανομή. Η παγκόσμια ανάπτυξη πράγματι είναι πολύ αργή για πάρα πολύ αργή. Το φάρμακο του Ταμείου είναι πολύ λίγο και πολύ αργά.