Όλα ξεκινούν στις 24 Απριλίου 2010, με τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου να καταφθάνει στις 7 το πρωί στο γραφείο του Ντομινίκ Στρος-Καν στην έδρα του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον. Η Ελλάδα έχει ζητήσει να ενεργοποιηθεί ο νέος μηχανισμός στήριξης, όμως ο Στρος-Καν, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν-Κλοντ Τρισέ και ο επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων της ΕΕ, Όλι Ρεν, ξεκαθαρίζουν στον Παπακωνσταντίνου ότι δεν υπάρχει προοπτική αναδιάρθρωσης του χρέους.
Η ελληνική κυβέρνηση είχε διερευνήσει την προοπτική αυτή – η επενδυτική τράπεζα Lazard είχε καταρτίσει συγκεκριμένο σχέδιο (που δεν περιλάμβανε ωστόσο «κούρεμα» της ονομαστικής αξίας του χρέους). Το ίδιο είχε κάνει και το Ταμείο, σε συνθήκες άκρας μυστικότητας μαζί με αξιωματούχους από τα υπουργεία Οικονομικών της Γαλλίας και της Γερμανίας (μεταξύ των οποίων και ο Γ. Ασμουσεν), χωρίς τη γνώση της ελληνικής κυβέρνησης.
Μάλιστα, ο Στρος-Καν είχε ενθαρρύνει την εμπλοκή της Lazard (από τα κύρια στελέχη της, ο Ματιέ Πιγκάς, είχε διατελέσει προσωπάρχης του όταν ήταν υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας), ελπίζοντας να αυξήσει έτσι την πίεση για αναδιάρθρωση, καλύπτοντας παράλληλα τα ίχνη του.
Αμφότερες οι διερευνητικές οδοί κατέληξαν σε αδιέξοδο. Στις συζητήσεις με τα στελέχη του Ταμείου που στήριζαν την αναδιάρθρωση, τόσο οι Γάλλοι όσο και οι Γερμανοί εμφανίστηκαν απορριπτικοί. Εξέφραζαν τον φόβο ότι μία τέτοια κίνηση θα οδηγούσε σε μετάδοση της κρίσης σε άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας και στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, ενώ ο διαθέσιμος χρόνος για την οποιαδήποτε συζήτηση έληγε στις 19 Μαΐου, μαζί με τη λήξη ελληνικών ομολόγων 8,5 δισ. ευρώ.
Η ελληνική πλευρά, αντιμέτωπη με τη σφοδρή αντίθεση του Τρισέ σε οποιαδήποτε τέτοια συζήτηση και με την απροθυμία των πιο σημαντικών εταίρων της στην Ευρωζώνη, δεν υιοθέτησε τις προτάσεις της Lazard και δημοσίως αποκήρυσσε μετά βδελυγμίας οποιοδήποτε ενδεχόμενο αναδιάρθρωσης του χρέους.
Στο Ταμείο, όπως αποκαλύπτει σε έρευνά του για το CIGI o Πολ Μπλούσταϊν («Laid Low: The IMF, the Eurozone and the First Rescue of Greece»), υπήρξε έντονη εσωτερική αντιπαράθεση για τη στάση που θα τηρούσε. Δεδομένου του μεγέθους του δανείου προς την Ελλάδα -–3.200 φορές την ποσόστωσή της– αξιωματούχοι με επιρροή, όπως ο Ρέζα Μογκαντάμ, επέμεναν να γίνει σεβαστός ο κανόνας «Όχι άλλες Αργεντινές»: να μη δοθούν δάνεια μεγάλου μεγέθους σε χώρες, η βιωσιμότητα του χρέους των οποίων δεν ήταν διασφαλισμένη με υψηλό βαθμό βεβαιότητας.
Ο Στρος-Καν τελικά, θεωρώντας κρίσιμη για το Ταμείο τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα, παρέκαμψε τις αντιδράσεις αυτές, τροποποιώντας την τελευταία στιγμή τον κανονισμό του, ώστε να επιτρέπει τη χορήγηση τέτοιων δανείων χωρίς να υπάρχει η βεβαιότητα βιωσιμότητας, αν τίθεται ζήτημα συστημικού κινδύνου. Όπως παρατήρησε στην τεταμένη συνεδρίαση του εκτελεστικού συμβουλίου του Ταμείου στις 9 Μαΐου ο εκπρόσωπος της Βραζιλίας, Πάουλο Νογκέιρα Μπατίστα, το ελληνικό πρόγραμμα δεν αφορούσε τη διάσωση της Ελλάδας, που θα «χρειαστεί να υποστεί μία εξουθενωτική προσαρμογή», αλλά των «ιδιωτών κατόχων ελληνικού χρέους, που είναι κυρίως ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα».
Η «εξουθενωτική» αυτή προσαρμογή πήρε τη μορφή στόχου 5,9% του ΑΕΠ για το πρωτογενές πλεόνασμα το 2014 (και 6% για το 2015), από πρωτογενές έλλειμμα άνω του 10% του ΑΕΠ το 2009.
Σχεδόν ένα χρόνο μετά, στις 7 Απριλίου του 2011, ο Γιώργος Παπανδρέου λαμβάνει μία επιστολή από τον επικεφαλής της ΕΚΤ. Την προηγούμενη μέρα ο Παπακωνσταντίνου είχε ενημερώσει τα μέλη της τρόικας για την πρόθεση της Ελλάδας να ζητήσει την επιμήκυνση του χρέους της. Στην επιστολή του προς τον Ελληνα πρωθυπουργό, ο Τρισέ απειλούσε ευθέως ότι μία τέτοια επιδίωξη από ελληνικής πλευράς θα οδηγούσε σε διακοπή της χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ, κάτι που θα οδηγούσε τη χώρα σε έξοδο από τη νομισματική ένωση.
Οι διαβουλεύσεις για την επιμήκυνση είχαν ξεκινήσει ήδη από το φθινόπωρο του 2010, όταν δύο εμπειρογνώμονες του ΔΝΤ ταξίδεψαν μυστικά στην Αθήνα για να εξετάσουν τα σχετικά σενάρια. Στους επόμενους μήνες, το ελληνικό πρόγραμμα εκτροχιάστηκε, παρά τις απέλπιδες προσπάθειες να φανεί ότι μπορούσε να υλοποιηθεί (με πιο σουρεαλιστική την πρόβλεψη για έσοδα 50 δισ. από τις ιδιωτικοποιήσεις ώς το 2015).
Παράλληλα, ξεκίνησε ένας νέος κύκλος αναταραχής στις αγορές, λόγω της γαλλογερμανικής συμφωνίας της Ντοβίλ τον Οκτώβριο του 2010, που προέβλεπε την αναδιάρθρωση των χρεών υπερχρεωμένων χωρών της Ευρωζώνης.
Η στάση των Γερμανών ήταν καταλυτική για την αλλαγή του ευρωπαϊκού τοπίου. Η Αγκελα Μέρκελ γνώριζε ότι η Αθήνα θα χρειαζόταν νέους δανειακούς πόρους και ότι η Μπούντεσταγκ δεν θα ενέκρινε ένα νέο πακέτο χωρίς τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα.
Με την κρίση να φουντώνει τόσο στο εσωτερικό της Ελλάδας –με την εμφάνιση στην πολιτική σκηνή των «Αγανακτισμένων» της πλατείας Συντάγματος– όσο και στο εξωτερικό, ο Παπακωνσταντίνου δέχθηκε μία (ακόμα) κλήση από τον πρόεδρο του Eurogroup Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, για μία μυστική συνάντηση στο Λουξεμβούργο με θέμα την Ελλάδα. Στη συνάντηση αυτή –που φανερώθηκε πριν καν γίνει– συμμετείχαν οι υπουργοί Οικονομικών της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, ο Ολι Ρεν και ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ. Ο τελευταίος, ωστόσο, όπως αποκαλύπτει ο Παπακωνσταντίνου στο βιβλίο του «Game Over: Η Αλήθεια για την Κρίση» (Εκδόσεις Παπαδόπουλος), αποχώρησε πρόωρα και σε κατάσταση βρασμού, τη στιγμή που κατέφθανε ο Ελληνας υπουργός. Ο λόγος, όπως είπε στον έκπληκτο Παπακωνσταντίνου, ήταν ότι δεν είχε καμία πρόθεση να συμμετάσχει σε συζήτηση με θέμα οποιαδήποτε μορφή αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους.
Η θητεία του Τρισέ, ωστόσο, έβαινε προς το τέλος της. Λίγες ημέρες μετά την επιστολή του προς τον Παπανδρέου, ο Γ. Παπακωνσταντίνου, όπως αναφέρει στην «Κ», είχε επιδιώξει συνάντηση με τον Μάριο Ντράγκι στο περιθώριο των εαρινών συναντήσεων του ΔΝΤ. Ο Ντράγκι ήταν ακόμα τότε διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας, αλλά είχε αρχίσει να ξεχωρίζει ως ο επικρατέστερος υποψήφιος για να διαδεχθεί τον Τρισέ τον προσεχή Νοέμβριο. Ο Ελληνας υπουργός έθεσε στον Ιταλό κεντρικό τραπεζίτη το θέμα μίας ήπιας αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. Ο Ντράγκι, θυμάται ο Παπακωνσταντίνου, έδωσε την αρνητική απάντηση που ήταν η επίσημη γραμμή της ΕΚΤ, αλλά δεν εξεμάνη, αφήνοντας στον συνομιλητή του την αίσθηση ότι ήταν πιο ανοιχτός σε μία τέτοια εξέλιξη.
Οι διεργασίες αυτές, μετά την αντικατάσταση του Παπακωνσταντίνου από τον Ευάγγελο Βενιζέλο, κατέληξαν στην αρχική συμφωνία του Ιουλίου για συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα. Η συμφωνία αυτή πρόβλεπε απώλειες 21% σε όρους καθαρής τρέχουσας αξίας για τους ιδιώτες ομολογιούχους. Η τελική της μορφή είχε εμφανή τα αποτυπώματα των Γάλλων, αλλά και του προέδρου της Deutsche Bank και του IIF (της διεθνούς ένωσης των τραπεζών), Τζόζεφ Ακερμαν.
Δεν πήρε πολύ χρόνο για την καγκελάριο και τον υπουργό Οικονομικών της να συμπεράνουν ότι η συμφωνία αυτή ήταν μία τρύπα στο νερό. Ο Σόιμπλε είχε ήδη αποφασίσει από το τέλος του καλοκαιριού ότι η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, για να είναι ουσιώδης, θα έπρεπε να περιλαμβάνει «κούρεμα» της ονομαστικής αξίας, και μάλιστα δραστικό – της τάξης του 50%. Το επίπεδο του ονομαστικού «κουρέματος» έκλεισε σε δύο συνόδους κορυφής στα τέλη Οκτωβρίου.
Ο Τρισέ τελικά συναίνεσε, εξασφαλίζοντας –ως τελική υπηρεσία στην τράπεζα, αν όχι στην επίλυση της ελληνικής κρίσης– την εξαίρεση της ΕΚΤ από το «κούρεμα» που επέβαλε –«εθελοντικά»– το PSI. Την εφαρμογή της απόφασης αυτής για λογαριασμό της ΕΚΤ θα αναλάμβανε ο Μάριο Ντράγκι. Οπως φανερώνει στην «Κ» ο Ευάγγελος Βενιζέλος, στα τέλη Σεπτεμβρίου είχε συνάντηση με τον Ντράγκι στο περιθώριο των φθινοπωρινών συναντήσεων του ΔΝΤ στη Ουάσιγκτον. Οι δύο άνδρες βρέθηκαν στα γραφεία της ιταλικής αντιπροσωπείας στην Παγκόσμια Τράπεζα, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Εκεί επισφράγισαν τη συμφωνία βάσει της οποίας η ΕΚΤ δεν θα μπλόκαρε την αναδιάρθρωση, υπό τον όρο ότι τα ομόλογα στην κατοχή της –και στα χαρτοφυλάκια των εθνικών τραπεζών του ευρωσυστήματος– δεν θα συμπεριλαμβάνονταν στη μεγάλη ανταλλαγή.
Η σύνθετη διαπραγμάτευση για την τελική μορφή της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα έπεσε στις πλάτες του Λουκά Παπαδήμου – ο οποίος είχε αντιταχθεί δημοσίως με τη λογική του PSI. Ο τεχνοκράτης πρωθυπουργός κλήθηκε, μαζί με τον Ευ. Βενιζέλο, να πετύχει μία συμφωνία που θα εξασφάλιζε τη μέγιστη δυνατή ελάφρυνση χρέους για την Ελλάδα και σημαντική νέα χρηματοδότηση από τους επίσημους δανειστές της, διατηρώντας όρθιο το ελληνικό τραπεζικό σύστημα –που ήταν το πιο εκτεθειμένο στα ελληνικά ομόλογα– και αποτρέποντας τη μετάδοση της ελληνικής κρίσης στην υπόλοιπη ευρωπαϊκή περιφέρεια.
«Ήταν μία διπλή διαπραγμάτευση με διττό σκοπό», αφηγείται στην «Κ» ο Λ. Παπαδήμος. «Αφενός έπρεπε να πειστούν οι ιδιώτες πιστωτές να δεχθούν εθελοντικά μεγάλες απώλειες, αντί να επιλέξουν την οδό της νομικής αντιπαράθεσης, όπως στην Αργεντινή. Αφετέρου έπρεπε να διασφαλιστεί ότι η απομείωση του χρέους θα ήταν επαρκής ώστε να υπάρξει συμφωνία με τους θεσμούς ως προς το μέγεθος και τους όρους της χρηματοδότησης που θα παρείχαν στην Ελλάδα».
Το PSI, από πολλές απόψεις, πήγε καλύτερα του αναμενομένου. Η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα έφτασε στο 97%. Το τελικό ποσοστό «κουρέματος» στο 53,5% (με την απόφαση του Eurogroup στις 21 Φεβρουαρίου, με την οποία αποφασίστηκε επίσης η μεταβίβαση των κερδών των κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα στην Ελλάδα) και η ελάφρυνση χρέους στα 107 δισ. ευρώ.
«Το PSI ήταν απολύτως απαραίτητο, για να καλύψει μέρος της χρηματοδότησης του νέου προγράμματος» λέει ο Λ. Παπαδήμος. «Χωρίς αυτό, θα πτωχεύαμε». Παρόλα αυτά, η αναδιάρθρωση –η μεγαλύτερη στα χρονικά– δεν κατάφερε να βάλει τέλος στην αβεβαιότητα.
Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, ύστερα από μία ακόμα εξαντλητική διαπραγμάτευση, η νέα κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά με την κρίσιμη συνδρομή του ΔΝΤ, πέτυχε τη δέσμευση των Ευρωπαίων εταίρων για περαιτέρω μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, υπό τον όρο της επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος και πιστής εφαρμογής του προγράμματος.
Επιπλέον, με την επαναγορά στην οποία προχώρησε ο ΟΔΔΗΧ, έσβησε άλλα 20 δισ. ευρώ από το δημόσιο χρέος. Παράλληλα, συνεχίζοντας μία διαδικασία που είχε ξεκινήσει από τον Νοέμβριο του 2010, βελτιώθηκαν περαιτέρω οι όροι του επίσημου δανεισμού. Για μία ακόμα φορά, ωστόσο, η απροθυμία των δανειστών –και κυρίως της Γερμανίας– να αποδεχθούν την πραγματικότητα σχετικά με τις οφειλές της Ελλάδας και οι αναπόφευκτες εκπτώσεις στην εφαρμογή του προγράμματος συνδυάστηκαν για να οδηγήσουν σε εκτροχιασμό.