Η βρετανική κυβέρνηση δεν έχει τη δυνατότητα να ενεργοποιήσει το Άρθρο 50 χωρίς κοινοβουλευτική ψήφο, ήταν η απόφαση-ορόσημο του Ανώτερου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η δικαστική απόφαση σημαίνει πως η κυβέρνηση δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τις προνομιακές τις αρμοδιότητες για να βγει από την ΕΕ με την πυροδότηση του Άρθρου 50. Αντίθετα, οι βρετανοί βουλευτές θα πρέπει να ψηφίσουν πρώτα.
Ο δικαστής Τζον Τόμας, ανακοινώνοντας την απόφαση, είπε πως το δικαστήριο δε δέχτηκε τα επιχειρήματα της κυβέρνησης.
Η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να καταθέσει έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Η είδηση οδήγησε τη στερλίνα σε άνοδο, φτάνοντας κοντά στα 1,2450 δολάρια, όμως έχει από τότε υποχωρήσει. Σε ημερήσιο επίπεδο, έχει ανέβει κατά 0,7% έως τώρα, στα 1,2385 δολάρια.
Ο γάλλος μαθηματικός Μπλεζ Πασκάλ είχε πει, «Δεν είναι βέβαιο πως όλα είναι αβέβαια». Εάν μπορούσε να δει το Brexit, μπορεί να μην ήταν τόσο σίγουρος. Παρ’ ότι παραμένει πιθανό ένα μετριοπαθές αποτέλεσμα, η αβεβαιότητα και η εχθρότητα βρίσκονται σε άνοδο τις τελευταίες εβδομάδες. Αυτό είναι το παράδοξο του Brexit: όσο περισσότερο αργεί ο πραγματισμός να ξαναμπεί στη συζήτηση, τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα το πάγωμα που προκαλεί το άγνωστο να δημιουργήσει μόνιμη ζημιά τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτός υποτίθεται θα ήταν ο μήνας που ο κόσμος θα αποκτούσε σαφέστερη εικόνα για το τι πρόκειται να συμβεί με το Ηνωμένο Βασίλειο και την ΕΕ, καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο ετοιμάζεται να αποχωρήσει. Όμως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Οκτωβρίου δεν ασχολήθηκε επίσημα με τις διαπραγματεύσεις του Brexit, ενισχύοντας την έλλειψη κατεύθυνσης από την ανεπίσημη συνάντηση του Συμβουλίου στη Μπρατισλάβα, η οποία είχε ως αποτέλεσμα μόνο αόριστες υποσχέσεις ενότητας.
Από την πλευρά του, το Ηνωμένο Βασίλειο δοκιμάζεται από μια δυσάρεστη διαμάχη ανάμεσα στην πρωθυπουργό Τερέζα Μέι και το κοινοβούλιο για τον ρόλο του δεύτερου στις διαπραγματεύσεις. Σχισμές έχουν δημιουργηθεί και μέσα στο υπουργικό συμβούλιο της Μέι. Και τα ερωτήματα για μέλλον της Σκωτίας σε σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο και την ΕΕ εντείνονται.
Όμως το πρόβλημα επεκτείνεται πέραν της σύγχυσης, με τις διάφορες πλευρές, έχοντας το εγχώριο ακροατήριο στο μυαλό τους, να υιοθετούν όλο και πιο πολωμένες, ακόμη και ανταγωνιστικές θέσεις. Η Μέι εξαπέλυσε το πρώτο μεγάλο χτύπημα στη συνέλευση του Συντηρητικού Κόμματος. Αφού ξεκαθάρισε πως δε θα ενεργοποιήσει το Άρθρο 50 νωρίτερα από τον Μάρτιο του 2017, υιοθέτησε μια αποφασιστικά σκληρή διαπραγματευτική στάση, ανακοινώνοντας πως η παύση της μετανάστευσης θα είναι σε προτεραιότητα σε σχέση με τη διατήρηση της πρόσβασης στην κοινή αγορά.
Οι ηγέτες της ΕΕ ανταπέδωσαν σε είδος. Η γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, που αρχικά υποστήριζε μια πραγματιστική προσέγγιση, απηύθυνε έναν σκληρό λόγο προς τους επικεφαλής των γερμανικών επιχειρήσεων, επιμένοντας πως η πρόσβαση στην κοινή αγορά της ΕΕ δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την αποδοχή των τεσσάρων ελευθεριών της ΕΕ – που συμπεριλαμβάνουν την ελευθερία της μετακίνησης. Λίγο αργότερα, ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολλάντ είπε πως η Βρετανία θα πρέπει να πληρώσει «τίμημα» για το Brexit.
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ ήταν ο πιο ωμός από όλους, ξεκαθαρίζοντας πως «η μόνη εναλλακτικού ενός σκληρού Brexit είναι για μη γίνει Brexit». Η ψυχρή υποδοχή της Μέι στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Οκτωβρίου υπογράμμισε αυτό το μήνυμα. Οι διαπραγματεύσεις του Brexit δεν έχουν καν ξεκινήσει, και μια σύγκρουση φαίνεται ήδη αναπόφευκτη: το αλάτι και ξύδι του Τουσκ ενάντια στο κέικ του βρετανού υπουργού Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον.
Εάν η Μέι τηρήσει το πρόγραμμα που έχει ανακοινώσει – και με τις Ευρωεκλογές του 2019 δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά – αυτή η δυναμική είναι πιθανό να επιδεινωθεί. Οι πρώτοι μήνες των επίσημων διαπραγματεύσεων θα συμπέσει με εθνικές εκλογές στην Ολλανδία, τη Γαλλία και τη Γερμανία, κάτι που σημαίνει ότι η ευρωπαϊκή πλευρά δε θα έχει περιθώριο για τίποτα πέραν μιας σκληρής στάσης.
Παρ’ όλα αυτά, ένα σενάριο «σκληρού Brexit» όπου το Ηνωμένο Βασίλειο κόβει κάθε δεσμό με την κοινή αγορά παραμένει απίθανο. Οι συνέπειες θα ήταν πολύ σοβαρές για να αποτελέσει επιλογή.
Όμως ο σχεδιασμός μιας νέας σχέσης δε θα είναι εύκολος. Μάλιστα, το μόνο στο οποίο φαίνεται να συμφωνούν όλοι είναι πως θα χρειαστεί πολύ περισσότερο από τα δύο χρόνια που προβλέπει η συνθήκη της ΕΕ. Και ούτε η Ευρώπη ούτε και η Βρετανία έχουν το περιθώριο να περάσουν χρόνια σκληρής ρητορικής, προσποιήσεων και αβεβαιότητας.
Η σκληρή προσέγγιση ήδη απομυζεί το τίμημά της από τις επιχειρήσεις – και όχι μόνο στην πόλη του Λονδίνου. Τον περασμένο μήνα, η Renault-Nissan έγινε η πρώτη μεγάλη εταιρεία που ανακοίνωσε πως θα επανεξετάσει τις προγραμματισμένες επενδυτικές δραστηριότητές της στο Ηνωμένο Βασίλειο, λόγω της αβεβαιότητας για το εμπορικό και νομικό καθεστώς μετά το Brexit. Σίγουρα δε θα είναι η τελευταία. Μάλιστα, υπάρχουν φήμες για σχέδια τραπεζών να αποχωρήσουν από το Ηνωμένο Βασίλειο ακόμη και στον πρώτο μήνα του 2017, λόγω της συνεχώς επιδεινώμενης ρητορικής που περιτριγυρίζει τις διαπραγματεύσεις του Brexit.
Οι επιχειρήσεις της ΕΕ στο Ηνωμένο Βασίλειο – οι οποίες αντιστοιχούν περίπου στο μισό όλων των άμεσων ξένων επενδύσεων στη χώρα – είναι επίσης εξαιρετικά εκτεθειμένες. Επιπλέον, οι επερχόμενες ρυθμιστικές μεταβολές εμποδίζουν την πρόοδο σε σημαντικούς τομείς, όπως η ενοποίηση των κεφαλαιαγορών, οποία είναι απαραίτητη για να ξεκλειδώσει μεγαλύτερη παραγωγικότητα και επενδύσεις στην ήπειρο.
Χρειάζεται μια λογική κατεύθυνση μπροστά, και γρήγορα. Μία επιλογή που κερδίζει απήχηση τελευταία είναι μια ανθεκτική μεταβατική συμφωνία, παρόμοια με τη ρύθμιση της ΕΕ με τη Νορβηγία. Μια τέτοια συμφωνία θα μπορούσε να καθοριστεί σχετικά γρήγορα, μειώνοντας την πίεση για βιαστικές αποφάσεις σε δύσκολα ζητήματα που σχετίζονται με τον προϋπολογισμό της ΕΕ, τη δικαιοδοσία των ευρωπαϊκών δικαστηρίων και τη μετανάστευση, ενώ θα δημιουργήσει και ένα ευρύτερο πλαίσιο συνεργασίας. Θα έδινε επίσης χρόνο στην ΕΕ να διαπράξει τη δική της εσωτερική αξιολόγηση, συμπεριλαμβανομένης μιας επανεξέτασης του περιγράμματος της προϋπόθεσης της ελευθερίας μετακίνησης. Ωστόσο, για να φτάσουμε εκεί, οι ηγέτες και των δύο πλευρών της Μάγχης θα πρέπει να κάνουν ένα βήμα πίσω από τα άκρα και να ρίξουν λίγη νηφαλιότητα στη συζήτηση.
Οι πολιτικοί πρέπει να κάνουν βήματα για να ελαχιστοποιήσουν την αβεβαιότητα άμεσα. Κανείς στο Ηνωμένο Βασίλειο ή την ΕΕ – ούτε οι επιχειρήσεις, ούτε οι επενδυτές, ούτε οι καταναλωτές – δεν έχει το περιθώριο να ζει σε ένα λίμπο ύβρεως και ψηφοθηρίας.