Μεγάλη αβεβαιότητα για το τι θα κάνει ο Τραμπ αν κερδίσει – Σοκ στις χρηματαγορές αναμένουν οι αναλυτές – Ερωτηματικό οι σχέσεις με την Ευρώπη και ιδίως με τη ΓερμανίαΠρώτη φορά ολόκληρος ο πλανήτης κρατάει την αναπνοή του για το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών.
Το υπαρκτό ενδεχόμενο να κερδίσει ο Ντόναλντ Τραμπ δημιουργεί μεγάλη αβεβαιότητα, διότι εάν κάτσει στο γραφείο του Λευκού Οίκου όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά: Από το να ξεχάσει τις φανφάρες τους και να προσαρμοστεί στη βασική πορεία που επιβάλλει το οικονομικο-γραφειοκρατικό σύμπλεγμα των ΗΠΑ, μέχρι να ανατρέψει τις διεθνείς συμμαχίες και να διαταράξει τις παγκόσμιες ισορροπίες με απρόβλεπτες συνέπειες.
«Ούτε ο Ντόναλντ Τραμπ δεν γνωρίζει τι θα κάνει εάν εκλεγεί» λένε κάποιοι αναλυτές, υπογραμμίζοντας έτσι ότι ο ιδιόρρυθμος υποψήφιος είναι παρορμητικός και απρόβλεπτος, αλλά και ότι δεν έχει συγκροτημένο πολιτικό πρόγραμμα, πέρα από συνθήματα του τύπου: «Θα μειώσω τους φόρους, θα φέρω τις δουλειές στην Αμερική, θα νικήσουμε τους Κινέζους, θα τα βρούμε με τους Ρώσους».
Ουδείς γνωρίζει εάν τα εννοεί και πώς προτίθεται να τα εφαρμόσει και αυτό φάνηκε και από τις νευρικές κινήσεις των χρηματαγορών τις τελευταίες ημέρες, καθώς η διαφορά μεταξύ των δύο αντιπάλων μίκρυνε.
Όλοι περιμένουν ένα σοκ στις χρηματαγορές, ως άμεση αντίδραση σε μια νίκη του Τραμπ και το γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις δείχνουν προβάδισμα της Χίλαρι Κλίντον δεν καθησυχάζει κανέναν, καθώς το πρόσφατο δημοψήφισμα για το Brexit έδειξε ότι τα γκάλοπ δεν είναι πάντα αξιόπιστα, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για εκλογές όπου «παίζονται» μεγάλες αλλαγές.
Αντίθετα, με την Χίλαρι Κλίντον ο κόσμος ξέρει πάνω κάτω τι να περιμένει, αφού πρόκειται για μια ψημένη πολιτικό, με βαθιά γνώση του κατεστημένου και συγκεκριμένα δείγματα γραφής, ενώ και το επιτελείο της έχει καθορισμένο πολιτικό στίγμα και δεδομένες απόψεις.
Ένα από τα βασικά στοιχεία πάντως που διαφοροποιεί τους δύο διεκδικητές της προεδρίας είναι οι διεθνείς σχέσεις, καθώς ο μεν Τραμπ δηλώνει ότι προτίθεται να τα βρει με τη Ρωσία, ενώ αντίθεται η Χίλαρι θεωρείται πιο «ψυχροπολεμική» (σε αντίθεση με τον πασιφιστή Ομπάμα) και πολλοί εκτιμούν ότι εάν γίνει η πρώτη γυναίκα πρόεδρος θα αυξήσει την ένταση στις διεθνείς αντιπαραθέσεις, κυρίως δε με τη Μόσχα.
Στον οικονομικό τομέα και οι δύο αντίπαλοι προτίθενται, από όσα λένε τουλάχιστον, να χρησιμοποιήσουν δημόσιο χρήμα για επενδύσεις ανανέωσης των βασικών υποδομών, καθώς στις ΗΠΑ τρένα, λιμάνια και δρόμοι χρειάζονται ανανέωση και μάλιστα επειγόντως. Κάτι τέτοιο θα τονώσει την οικονομία της χώρας με θετικά αποτελέσματα και για την Ευρώπη η οποία εξάγει στις ΗΠΑ.
Επίσης θα δημιουργήσει και ένα διεθνές ρεύμα υπέρ των «κεϋνσιανών» πολιτικών, της ενίσχυσης δηλαδή της οικονομίας μέσω δημόσιων επενδύσεων, μια λύση την οποία όλο και περισσότερες χώρες αρχίζουν να εξετάζουν, καθώς το εργαλείο της νομισματικής πολιτικής που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα (μηδενικά επιτόκια και τύπωμα χρήματος) έχει ξεπεράσει τα όριά του και δεν αποδίδει πλέον.
Από εκεί και πέρα, η Χίλαρι Κλίντον, προφανώς για να πάρει το μέρος της τον Μπένι Σάντερς, έχει παρουσιάσει ένα πρόγραμμα που περιλαμβάνει αριστερές πολιτικές, όπως μια δημόσια τράπεζα για χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αναδιανομή εισοδημάτων και μεγαλύτερη φορολόγηση των πλουσίων, ενώ θεωρείται βέβαιο ότι θα υποστηρίξει νέο πρόγραμμα ενίσχυσης της κοινωνικής ασφάλισης.
Αυτό που περιμένουν όλοι να δουν είναι κατά πόσον η Χίλαρι θα αποδειχθεί τελικά ότι είναι υπηρέτης του κατεστημένου και της Wall Street, όπως την κατηγορεί ο Ντόναλντ Τραμπ, βασιζόμενος στο ότι το 1999 ο Μπιλ Κλίντον ήταν εκείνος που απελευθέρωσε την αγορά των επενδυτικών τραπεζών, κίνηση που οδήγησε στη μεγάλη πιστωτική φούσκα η οποία έσκασε το 2007-8. Ή εάν, αντίθετα, η Χίλαρι θα επιχειρήσει να επανορθώσει το μεγάλο λάθος του Μπιλ το 1999 και να δικαιώσει όσους τη θεωρούν την πραγματική «αριστερή συνείδηση» του ζευγαριού.
Δεν είναι λίγοι άλλωστε εκείνοι που θεωρούν ότι η Χίλαρι ήταν η πολιτικός και ο Μπιλ η «βιτρίνα».
Μεγάλο ζήτημα, που απασχολεί ιδιαίτερα και την Ελλάδα είναι οι σχέσεις με την Ευρώπη και ιδίως με τη Γερμανία, με την οποία οι ΗΠΑ βρίσκονται σε κόντρα τα τελευταία χρόνια, επικρίνοντας τις πολιτικές λιτότητας που επιβάλει στην ευρωζώνη.
Εάν εκλεγεί η υποψήφια των Δημοκρατικών, το πιθανότερο είναι ότι θα συνεχίσει και μάλιστα πιο έντονα στη γραμμή αντι-λιτότητας του Ομπάμα και θα επιμείνει στη θέση υπέρ της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους καθώς και άλλων μέτρων χαλάρωσης για να βγει από το τέλμα η ευρωζώνη.
Με την εκλογή της Χίλαρι, μάλιστα, η ελληνική κυβέρνηση εκτιμά ότι θα αυξηθεί και το ειδικό βάρος της επικείμενης επίσκεψης Ομπάμα στην Αθήνα στις 15 Νοεμβρίου.
Με πρόεδρο Τραμπ, ουδείς μπορεί να προβλέψει. Η «συμβατική σοφία» ερμηνεύει τις εθνικιστικές κορόνες του Τραμπ ως εκδήλωση του παραδοσιακού «απομονωτισμού» των Ρεπουμπλικανών και περιμένει ότι υπό την ηγεσία του οι ΗΠΑ θα γίνουν πιο εσωστρεφείς, ενώ αφήνοντας περισσότερο ελεύθερο έδαφος σε άλλες χώρες. Εκτιμούν δε ότι σχεδιάζει προσέγγιση με τη Ρωσία για να αντιμετωπίσει την Κίνα την οποία θεωρεί ουσιαστικό αντίπαλο την Κίνα.
Επιπλέον, δηλώνει πως θα προχωρήσει σε μέτρα προστατευτισμού, τα οποία θα επηρεάσουν αρνητικά το διεθνές εμπόριο, ενώ θα ενισχύσουν και τις αντίστοιχες δυνάμεις και στην Ευρώπη, ενισχύοντας τις διαλυτικές τάσεις της Ε.Ε.
Εάν δηλαδή ο Τραμπ κάνει πραγματικότητα όσα «φωνάζει» το πιθανότερο είναι ότι διεθνώς θα εισέλθουμε σε φάση εθνικισμών και αντιπαλότητας μεταξύ των κρατών και των μεγάλων πόλων, καταστάσεις που τρομάζουν διότι μοιάζουν πολύ με εκείνες που προηγήθηκαν των δύο παγκοσμίων πολέμων.
Από την άλλη, η μη-συμβατική ανάγνωση δείχνει ότι αφενός οι ΗΠΑ δεν μπορούν αντικειμενικά να «κλειστούν στον εαυτό τους» από τη στιγμή που είναι η κυρίαρχη στρατιωτική και πολιτική δύναμη στον πλανήτη. Αλλά και ότι εάν κερδίσει ο Τραμπ θα επιχειρήσει να περιορίσει την ηγεμονία της Γερμανίας η οποία τα τελευταία χρόνια διεκδικεί -άγαρμπα και με αδέξιο τρόπο- ρόλο αφεντικού στην Ευρώπη και διεθνούς παίκτη στην παγκόσμια σκακιέρα.