Η παρέμβαση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην κρίση της ευρωζώνης έχει προκαλέσει πολλές συγκρούσεις. Σύμφωνα με μια ευρεία συμβατική άποψη, η «τρόικα» των πιστωτών θεσμών – το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Κομισιόν και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – απαίτησαν υπερβολική δημοσιονομική λιτότητα από την Ελλάδα και άλλες υποχρεωμένες χώρες σε αντάλλαγμα για τη βοήθειά τους, και αυτή η στάση όχι μόνο δεν κατάφερε να αποκαταστήσει τη δημόσια πίστωση στην Ελλάδα, αλλά παρέτεινε την οικονομική αδυναμία και σε άλλες χώρες, όπως η Πορτογαλία και η Ιταλία.
Αντί να ζητά λιτότητα, σύμφωνα με αυτήν την άποψη, το ΔΝΤ έπρεπε να υποχρεώσει σε μείωση του χρέους της Ελλάδας (με άλλα λόγια, να σχεδιάσει μια τακτική χρεοκοπία) από το ξεκίνημα της παράμβασής του την άνοιξη του 2010. Το ΔΝΤ κατηγορείται επίσης ότι ανάγκασε εξευτελιστικά την Ιρλανδία να διασώσει ανώτερους ομολογιούχους των αποτυχημένων τραπεζών της τον Νοέμβριο του 2010, υπό τις εντολές μιας δογματικής ΕΚΤ, κατειλημμένης από ευρωπαίους κεφαλαιούχους.
Μια στοιχειοθετημένη και συγκριτικά λεπτομερής εκδοχή αυτού του αφηγήματος δόθηκε αριστοτεχνικά από τον Πίτερ Σπίγκελ, τότε επικεφαλής του γραφείο των Financial Times στις Βρυξέλλες, σε μια σειρά τριών άρθρων, η οποία δημοσιεύτηκε στη συνέχεια σε μορφή ηλεκτρονικού βιβλίου με τίτλο «Πώς σώθηκε το ευρώ». Μια λιγότερο στοιχειοθετημένη εκδοχή της ίδιας κριτικής εκφέρεται από τον κάτοχο βραβείου Νόμπελ Τζόσεφ Στίγκλιτς στο πρόσφατο βιβλίο του «Το Ευρώ: Πώς ένα κοινό νόμισμα απειλεί το μέλλον της Ευρώπης», μορφές της οποίας τρέφουν τις απόψεις για την ευρωζώνη πολλών παρατηρητών στην Ευρώπη και παγκοσμίως.
Το χρήσιμο νέο βιβλίο του Πολ Μπλουστέιν, «Laid Low: Inside the Crisis that Overwhelmed Europe and the IMF», προτάσσει και ταυτόχρονα διαψεύδει αυτήν τη συμβατική άποψη. Αυτή η διφορούμενη συνεισφορά αντικατοπτρίζει πόσο μακριά παραμένουμε από ένα παγιωμένο αναφορικό αφήγημα για την κρίση της ευρωζώνης. Ο Μπλουστέιν, πρώην οικονομικός αρθρογράφος της Washington Post και της Wall Street Journal, είναι ένας από τους πιο έμπειρους δημοσιογραφικούς παρατηρητές του ΔΝΤ στον κόσμο και πλέον εργάζεται για το Κέντρο Διεθνούς Διακυβερνητικής Καινοτομίας (CIGI), που είναι και ο εκδότης του βιβλίου. Η μοναδική άποψη του βιβλίου είναι να παρατηρεί την κρίση του ευρώ μέσα από το πρίσμα του ΔΝΤ, ενός σημαντικού αλλά εν τέλει περιφερειακού πρωταγωνιστή. Αυτό οδηγεί τον Μπλουστέιν στην ανάλυση δύο ξεχωριστών, διασυνδεδεμένων ζητημάτων, της ίδιας της κρίσης και της επίδοσης του ΔΝΤ κατά την αντιμετώπισή της.
Κατά πολλούς τρόπους, το «Laid Low» ακολουθεί την τυποποιημένη, στερεοτυπική, ελλαδοκεντρική έκθεση της κρίσης. Περισσότερα από τα μισά κεφάλαια του βιβλίου ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με την Ελλάδα. Κάποια σημαντικά, μη ελληνικά επεισόδια που αφορούν το ΔΝΤ, όπως το πρόγραμμα βοήθειας της Πορτογαλίας, έχουν σχεδόν πλήρως παραμεληθεί. Το εισαγωγικό δεύτερο κεφάλαιο (με το πρώτο κεφάλαιο να αφιερώνεται στα σεξουαλικά ζητήματα του Στρος-Καν) και το συμπερασματικό κεφάλαιο 20, καθώς και ο τίτλος του βιβλίου, υιοθετούν το αφήγημα πως το Ταμείο «έμεινε χαμηλά» λόγω της καταχραστικής πολιτικής παρέμβασης της Ευρώπης, η οποία το απέτρεψε να υλοποιήσει την τεχνοκρατικού του εντολή με φιλοσοφική-βασιλική ακεραιότητα. Εδώ ο Μπλουστέιν αναφέρεται σε ένα ΔΝΤ «χτυπημένο αποδυναμωμένο», με την αξιοπιστία του να έχει υπονομευτεί από την υποχώρηση στα αφεντικά της Ευρώπης. «Μία λέξη περιγράφει τον ρόλο του ΔΝΤ ως μικρότερος εταίρος της Τρόικα: παρωδία», γράφει στο συμπέρασμά του.
Όμως στα 17 κεφάλαια ανάμεσα στην εισαγωγή και τον επίλογο, η καταγραφή του Μπλουστέιν είναι πολύ ειλικρινής για να στηρίξει αυτήν την κρίση. Η αφήγησή του είναι εξαιρετικά συναρπαστική, η μετάδοση των γεγονότων εξαιρετική. Όχι μόνο συγκεντρώνει μια εντυπωσιακή ποικιλία πηγών (δημοσιογραφικές, πολιτικές, ακαδημαϊκές), αλλά προσθέτει και έναν αριθμό δικών του αποκλειστικοτήτων. Για παράδειγμα, αποκαλύπτει πως ο Στρος-Καν επιχείρησε τον Απρίλιο του 2011 να αποχωρήσει από το πρόγραμμα βοήθειας της Πορτογαλίας, το οποίο ήταν τότε υπό διαπραγμάτευση, εκτός κι αν εμπεριείχε προϋποθέσεις για την πολιτική της ευρωζώνης επιπλέον αυτών για την Πορτογαλία. (Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, κατάλαβε τη μπλόφα του Στρος-Καν.) Μια τέτοια νέα πληροφορία είναι σημαντική, καθώς μία από τις πιο πειστικές κριτικές που γίνονται για το ΔΝΤ είναι πως ποτέ δεν επέμεινε σε προϋποθέσεις σε επίπεδο ευρώ, μια επιλογή που δεν προβλέπεται από τα επίσημα εργαλεία του ΔΝΤ αλλά μπορεί να υπάρξει κατά τη διαπραγμάτευση ξεχωριστών προγραμμάτων. Στο ίδιο κλίμα, ο Μπλουστέιν αποκαλύπτει πως το φθινόπωρο του 2012, το προσωπικό του ΔΝΤ θέλησε να συμπεριλάβει άμεση ανακεφαλαιοποίηση των κυπριακών τραπεζών από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, ένα νέο τότε ταμείο της ευρωζώνης, στο επικείμενο πρόγραμμα βοήθειας της Κύπρου, όμως το ΔΝΤ δεν επέμεινε σε αυτό όταν οι ηγέτες της ΕΕ εξέφρασαν τον δισταγμό τους στα τέλη του 2012.
Σε αντίθεση με τη συμβατική κριτική, ο Μπλουστέιν δείχνει πως, ενώ ο Στρος-Καν είχε οραματιστεί μια αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους το 2010 (μια επιλογή γνωστή στη μυθολογία του ΔΝΤ ως «plan B»), δεν ήταν ποτέ πραγματική επιλογή, μεταξύ άλλων λόγω της αντίθεσης της ίδιας της ελληνικής κυβέρνησης. Το προσωπικό του ΔΝΤ ήταν διχασμένο για την αρχή της αναδιάρθρωσης, με κάποια τμήματα (πχ Έρευνας και Στρατηγικής) να επιμένουν πως μπορεί να αποφευχθεί τελείως. Παρομοίως, ο Μπλουστέιν διαψεύδει την άποψη πως τον Νοέμβριο του 2010 η απόφαση για τις ιρλανδικές τράπεζες ήταν αποτέλεσμα μονομερούς υπόδειξης από την ΕΚΤ, και τονίζει σωστά τον ρόλο του υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ Τιμ Γκέθνερ που απέρριψε μια στάση «πυρπόλησης των ομολογιούχων» που θα μπορούσε να δημιουργήσει επιπλέον αστάθεια στην ευρωπαϊκή οικονομία. Σε ευρύτερο επίπεδο, το «Laid Low» προσπαθεί να διαβάλλει την αποκλειστικά δημοσιονομική και δημόσιου χρέους αφήγηση για την κρίση της ευρωζώνης, κυρίως στο κεφάλαιο 15, το οποίο περιγράφει επιτυχώς τον φαύλο κύκλο τραπεζών-δημοσίου και τη σύλληψη της τραπεζικής ένωσης της Ευρώπης. Από αυτά τα κεφάλαια, η εικόνα που προκύπτει για το ΔΝΤ είναι αυτή ενός ισχυρού θεσμού, περισσότερο ικανού από άλλους μεγάλους οργανισμούς να μάθει από τα λάθη του, και γενικά που αποτελεσματικού στην εμπλοκή του με την Ευρώπη, με μια συνεχή επιθυμία να προκαλέσει τους κατά καιρούς ανίκανους ηγέτες της περιοχής. Όσο συμμετείχε στην Τρόικα, το ΔΝΤ ποτέ δεν υποχώρησε από την ανεξαρτησία του στη λήψη αποφάσεων σε ότι αφορά τη χρήση των πόρων του. Δεν είχε πάντα δίκιο, όπως υποδεικνύει ο Μπλουστέιν με τα παραδείγματα της Λετονίας το 2009 στο κεφάλαιο 4 και της Κύπρου το 2013 στο κεφάλαιο 16. Όμως ήταν συχνά επιτυχές και σχεδόν πάντα εποικοδομητικό.
Αναμφίβολα, το ΔΝΤ περιοριζόταν από την Ευρωπαϊκή πολιτική. Όμως αυτή ήταν η άλλη πλευρά του γεγονός πως στην κρίση της ευρωζώνης, για πρώτη φορά σε περισσότερες από τρεις δεκαετίες, το ΔΝΤ επενέβαινε κοντά στον πυρήνα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, και όχι στη λιγότερο συστημική περιφέρεια. Ένα εσωτερικό έγγραφο του ΔΝΤ από τον Ιανουάριο του 2012, στο οποίο αναφέρεται ο Μπλουστέιν στο κεφάλαιο 14, το κάνει ξεκάθαρο: «Καμία οικονομία – είτε αναπτυγμένη, είτε αναδυόμενη, είτε χαμηλού εισοδήματος – δεν είναι απρόσβλητη από μια κλιμάκωση της κρίσης (της ευρωζώνης). … Ενώ σοκ χωρών τα προηγούμενα 50 χρόνια μπορούσαν σε μεγάλο βαθμό να θεωρηθούν ιδιοσυγκρασιακά υπό την έννοια ότι δεν αποσταθεροποιούσαν ολόκληρο το σύστημα, τα σοκ στον πυρήνα της αναπτυγμένης οικονομίας… είναι πλέον εξαιρετικά συστημικά». Δεν υπάρχει πολλή αμφιβολία πως εάν είχε κληθεί να βοηθήσει σε μια κρίση στην Κίνα ή τις Ηνωμένες Πολιτείες, το ΔΝΤ δε θα είχε πλήρως ελεύθερο χέρι ούτε εκεί – παρ’ ότι η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες, σε αντίθεση με την Ευρώπη, δεν υπερ-εκπροσωπούνται στο εκτελεστικό συμβούλιο του ΔΝΤ. Όμως και μόνο το γεγονός πως το Ταμείο παρενέβη στην «πυρηνική» Ευρώπη, αναδεικνύει τη σημασία του και τη δύναμή του, και όχι κάποια αδυναμία. Και οι περιορισμοί στις αποφάσεις του προσωπικού και της διοίκησης του ΔΝΤ από τους μετόχους του Ταμείου δεν αποτελούν πρόβλημα, αλλά είναι δείγμα ενός λειτουργικού διοικητικού πλαισίου. Αυτό το πλαίσιο μπορεί να βελτιωθεί – για παράδειγμα, μειώνοντας την αδικαιολόγητη υπερ-εκπροσώπηση της Ευρώπης στο εκτελεστικό συμβούλιο, όπως προτείνει ο Μπλουστέιν – όμως το βιβλίο δεν το παρουσιάζει ως θεμελιωδών ασθενές.
Αυτή η πλαισίωση του ρόλου του ΔΝΤ στην κρίση της ευρωζώνης προσφέρει επίσης μεγαλύτερη σαφήνεια σε σχέση με τα αναλυτικά λάθη. Αν μη τι άλλο, ο Μπλουστέιν είναι πολύ επιεικής με αυτά, ίσως αναπόφευκτα δεδομένου ότι βασίστηκε σε συνεντεύξεις με νυν και πρώην στελέχη του ΔΝΤ. Το βασικό λάθος με την Ελλάδα δεν ήταν η επιβολή υπερβολικής λιτότητας, ή ακόμη και η καθυστέρηση της αναπόφευκτης αναδιάρθρωσης. Η Μιράντα Ξαφά, έμπειρη αναλύτρια και πρώην αξιωματούχος του ΔΝΤ, υπολόγισε πως, εάν είχε συμβεί αυτό τον Μάιο του 2010 και όχι τον Μάρτιο του 2012, η επιπλέον μείωση στο δημόσιο χρέος θα ήταν περίπου 16% του ΑΕΠ – μια σημαντική, αλλά όχι αποφασιστική διαφορά. Το μεγαλύτερο λάθος του ΔΝΤ ήταν ότι υπερτίμησε τη θεσμική ισχύ της Ελλάδας και τη δυνατότητά της να μεταρρυθμίσει μια υποτίθεται αναπτυγμένη οικονομία και, ως ιδρυτικό μέλος του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, που εθεωρείτο ότι είχε μια λειτουργική διακυβέρνηση. Παρομοίως, το ΔΝΤ έκανε λάθος όταν εμπιστεύτηκε τις αξιολογήσεις για την υγεία των τοπικών τραπεζών από τις πορτογαλικές αρχές, για τις οποίες θα έπρεπε να έχει αμφιβολίες. Ένα μάθημα που προκύπτει εδώ είναι πως η παραδοσιακή διάκριση του ΔΝΤ μεταξύ «αναδυόμενων» και «προηγμένων» οικονομιών είναι όλο και περισσότερο αντιπαραγωγική, όπως υποδεικνύουν και άλλες πρόσφατες εξελίξεις. Το ΔΝΤ θα έκανε σωστά εάν εγκατέλειπε αυτή τη διάκριση ολοσχερώς.
Συνολικά, και παρά την παραπλανητική φύση του τίτλου του και μέρος του πλαισίου του, το «Laid Low» αποτελεί σημαντική προσθήκη στην αναπτυσσόμενη λογοτεχνία της κρίσης της ευρωζώνης. Η βασική του συνεισφορά είναι η συλλογική σημαντικού πραγματολογικού υλικού για περαιτέρω ανάλυση, συμπληρώνοντας άλλα βιβλία όπως το «Σώζοντας την Ευρώπη» του Κάρλο Μπαστάσιν, ή τους «Αλχημιστές» του Νιλ Ίρβιν, καθώς και την εις βάθος έρευνα που δημοσίευσε τον περασμένο Ιούλιο το Ανεξάρτητο Γραφείο Αξιολόγησης του ΔΝΤ. Αυτά και άλλα αναμενόμενα βιβλία ίσως επιτρέψουν μια σταδιακή μεταβολή στην αντίληψη του κόσμου για την κρίση της ευρωζώνης, από μια καρτουνιστική, ελλαδοκεντρική, ηθικολογική ιστορία, σε ένα πιο περίπλοκο αλλά και πιο ακριβές αφήγημα χρηματοπιστωτικής ευπάθειας, πολυεπίπεδης διακυβέρνησης και πολλαπλών επιδράσεων ανάμεσα σε τραπεζικές, δημοσιονομικές και νομισματικές ανισότητες.