Σε «ζόμπι» έχουν μετατραπεί οι ελληνικές τράπεζες, με την έλλειψη νέων εργασιών και τις χρονοβόρες προσπάθειες διευθέτησης των μη εξυπηρετούμενων χρεών να ασκούν μεγάλες πιέσεις στην κερδοφορία τους.
Η κατάσταση δημιουργεί έντονο προβληματισμό στον επιχειρηματικό κόσμο και τους μετόχους, με τους πρώτους να χρειάζονται τράπεζες και να μην μπορούν να τις έχουν, καθώς αυτές αδυνατούν στην πράξη να σταθούν δίπλα στις επιχειρήσεις παρέχοντάς τους χρηματοδότηση τόσο για την ομαλή συνέχιση όσο, κυρίως, για την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους.
Οι δεύτεροι, όσο πλησιάζει η χρονιά προς το κλείσιμό της, διαπιστώνουν ότι δύσκολα μπορούν να περιμένουν τα κέρδη τα οποία υπολόγιζαν, ενώ συνειδητοποιούν ότι για τις τράπεζες δεν προδιαγράφεται εφεξής ένας εύκολος και αναίμακτος δρόμος για την κερδοφορία.
Το πρόβλημα της αβέβαιης ή, στην καλύτερη περίπτωση, ισχνής κερδοφορίας δεν αφορά μόνο τις ελληνικές τράπεζες.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στην έκθεσή του για την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, διαπιστώνει ότι τα παρατεταμένα χαμηλά επιτόκια, η υποτονική δραστηριότητα στις κεφαλαιαγορές, οι υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις και η κληρονομιά των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχουν συμπιέσει τα κέρδη των τραπεζών.
Όπως αποφαίνεται το ΔΝΤ, οι τράπεζες πρέπει να μειώσουν τον όγκο των «κόκκινων» δανείων τους και να προχωρήσουν σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως το κλείσιμο καταστημάτων και οι συγχωνεύσεις, για να βελτιώσουν την κερδοφορία τους. Και κάτι τέτοιο θα απαιτήσει την προσαρμογή των επιχειρηματικών μοντέλων τους ούτως ώστε να ανταποκρίνονται στη νέα επιχειρηματική πραγματικότητα και στους εποπτικούς κανόνες και να διατηρούν την κερδοφορία τους, υπογραμμίζει το ΔΝΤ.
Η γενικότερη αυτή πρόκληση για το τραπεζικό σύστημα σε παγκόσμιο επίπεδο πέφτει ακόμη βαρύτερα στους ώμους των ελληνικών τραπεζών.
Όπως αναφέρουν τραπεζίτες, ο στόχος της επιστροφής των ελληνικών τραπεζών σε κέρδη φέτος θα επιτευχθεί «στο όριο», ενώ το «στοίχημα» της διατηρησιμότητας των κερδών «παίζεται» με πολλούς αστερίσκους και «άγνωστους Χ».
Ακόμη και αυτοί, όμως, να μην υπήρχαν, το βέβαιον είναι ότι η υποχρεωτική απομόχλευση, στην οποία πρέπει α προχωρήσουν οι ελληνικές τράπεζες, επιφέρει «παράπλευρες» απώλειες εσόδων. Έτσι, πχ, και μόνο από το κάθε επιχειρηματικό δάνειο που θα χάσουν οι τράπεζες θα πρέπει να υπολογίζουν όχι μόνο τις απώλειες επιτοκιακού εσόδου, αλλά και στις απώλειες εσόδων από προμήθειες συναφών εργασιών, από το συνάλλαγμα ή από trading finance.
Ευρύτερα, η συρρίκνωση εργασιών και το κλείσιμο καταστημάτων μέχρι και η εξολοκλήρου απόσυρση από δραστηριότητες εντός και εκτός Ελλάδος θα «χτυπήσουν» την παραγωγή εσόδων για τις τράπεζες. Ως αποτέλεσμα, δεν προδιαγράφεται αίσιο περιβάλλον για άνθηση της κερδοφορίας. Ειδικά, δε, τη στιγμή που οι τράπεζες καλούνται να λειτουργήσουν σε περιβάλλον πολύ χαμηλών επιτοκίων και από του χρόνου δε θα έχουν και το «μαξιλάρι» του ακριβού funding που πρέπει να αποπληρωθεί.
Τα προβλήματα αυτά που θα ανακύψουν για τις τράπεζες έρχονται να προστεθούν στην ήδη χρόνια στρέβλωση του ρόλου τους. Αντί, όπως ορίζει το αντικείμενο της τραπεζικής λειτουργίας και υπόστασης, να δίνουν δάνεια και να παίρνουν καταθέσεις (το τελευταίο ακούγεται πλέον ως… ανέκδοτο), οι τράπεζες εδώ και πολύ καιρό δουλεύουν για Εφορίες και εισαγγελείς και καλούνται να λογοδοτούν για το πώς έδινα δάνεια στις καλές εποχές.
Σε μόνιμη βάση οι τράπεζες απασχολούν περισσότερους από 400 υπαλλήλους για την συλλογή και αποστολή στοιχείων στις φορολογικές και δικαστικές αρχές, καθώς καθημερινά εδώ και μήνες βομβαρδίζονται από σχετικά αιτήματα (100-150 την ημέρα).
Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγικότητας των τραπεζικών στελεχών αναλώνεται στις αναφορές στοιχείων πέραν του πλαισίου των τακτικών ελέγχων. Χαρακτηριστικά, διευθύνων σύμβουλος συστημικής τράπεζας ανέφερε στη γενική συνέλευση των μετόχων ότι μόνο οι υπηρεσίες πληροφορικής της συγκεκριμένης τράπεζας επιβαρύνθηκαν λόγω του καταιγισμού ων ελέγχων με επιπλέον 3.500 ανθρωποημέρες εργασίας. Χώρια το κόστος πολλών εκατομμυρίων ευρώ για εξωτερικούς συνεργάτες και χωρίς να υπολογίζεται το κόστος από την καθυστέρηση άλλων παραγωγικών έργων για τη βελτίωση της λειτουργίας της τράπεζας και την ανάπτυξη νέων προϊόντων.
Όλα τα παραπάνω τη στιγμή που, και μετά τις συνεχείς ανακεφαλαιοποιήσεις τους, οι ελληνικές τράπεζες θα έπρεπε να είναι σε θέση να χρηματοδοτήσουν την εκκίνηση της οικονομίας και να ανατροφοδοτηθούν οι ίδιες από την ανάκαμψή τους. Το «βάλτωμα» όμως, τόσο για τις τράπεζες όσο και για την οικονομία, φαίνεται ότι δεν έχει άμεσα τέλος, παρά τις αισιόδοξες προβλέψεις για ανάκαμψη 2,7% το2017. Με βάση την καθημερινή πραγματικότητα και τα αδιέξοδα, πολιτικά ή οικονομικά, που διαπιστώνουν οι τραπεζίτες, όπως επίσης και από τα μηνύματα που προσλαμβάνουν από τις επαφές τους με τη διεθνή επενδυτική κοινότητα, φοβούνται ότι η πολυαναμενόμενη ανάκαμψη για τον επόμενο χρόνο ίσως και να μην αγγίξει το 1%.
Η εκτίμηση αυτή δεν προμηνύει σημαντική αύξηση των τραπεζικών εργασιών, με αποτέλεσμα όλο το βάρος να πέφτει στην ανάκτηση εσόδων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Για να αντισταθμιστούν, όμως, οι απώλειες τραπεζικών εσόδων από τα έσοδα διαχείρισης ή πώλησης των «κόκκινων» δανείων, θα πρέπει να γίνουν θεαματικές κινήσεις από τις τράπεζες. Τις κινήσεις αυτές, όμως, είναι αμφίβολο αν και οι ίδιες οι τράπεζες τις επιθυμούν ή τις κρίνουν συμφέρουσες για την επίτευξη των στόχων κερδοφορίας, τους οποίους προσδοκούν και οι μέτοχοι των τραπεζών.
Έτσι, αν δεν αλλάξει κάτι δραστικά προς το καλύτερο, τραπεζίτες και μέτοχοι τραπεζών έχουν μπροστά τους δύσκολη ανηφόρα για την κερδοφορία.