Οι πλουσιότερες και ισχυρότερες χώρες του κόσμου αντιμετωπίζουν μια αργοκίνητη αλλά πιθανώς καταστροφική πολιτική και οικονομική κρίση. Τώρα είναι στο χέρι του Ντόναλντ Τραμπ να βρει έναν τρόπο να την αντιμετωπίσει.
Τα τελευταία χρόνια, οι ψηφοφόροι σε μεγάλο μέρους του αναπτυγμένου κόσμου έχουν επαναστατήσει κατά του κατεστημένου. Στις ΗΠΑ, εκατομμύρια ψηφοφόροι στήριξαν έναν ορκισμένο σοσιαλιστή κατά την ανάδειξη του υποψηφίου των Δημοκρατικών. Και αυτήν την εβδομάδα, οι αμερικανοί εξέλεξαν έναν νέο πρόεδρο ο οποίος δεν έχει ουσιαστικά καμία υποστήριξη από κατεστημένους πολιτικούς ή τον Τύπο.
Σε διάφορες χώρες, αυτοί οι δυσαρεστημένοι ψηφοφόροι διαφέρουν εξαιρετικά σε όρους προτίμησης (ή αντίθεσης) σε κοινωνικές αλλαγές. Αυτό που μοιράζονται είναι η οργή για την υπάρχουσα οικονομική τάξη.
Οι προνομιούχοι αντιμετωπίζουν αυτήν την οργή σαν κάποιου είδους μυστήριο. Στην πραγματικότητα, οι ρίζες του μπορούν να εντοπιστούν σε αυτό που η Κριστίν Λαγκάρντ, η διευθύνουσα σύμβουλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, έχει περιγράψει ως παγίδα χαμηλής ανάπτυξης. Τα τελευταία εννέα χρόνια, η οικονομική ανάπτυξη υπήρξε αργή σε όλον τον κόσμο, και ιδιαίτερα στα αναπτυγμένα κράτη. Οι ΗΠΑ είναι ένα εμφανές παράδειγμα: η παραγωγή είναι 12% με 15% χαμηλότερη απ’ ότι αναμενόταν πριν από εννέα χρόνια.
Το βασικό αίτιο, όπως υποστηρίζει και η Λαγκάρντ, είναι η έλλειψη καταναλωτικής ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες, η οποία έχει αφήσει τις επιχειρήσεις με ελάχιστα κίνητρα να επενδύσουν, να προσλάβουν ή να καινοτομήσουν. Ως αποτέλεσμα, δεν υπάρχουν αρκετές θέσεις εργασίας σε κυκλοφορία, και οι άνθρωποι που δουλεύουν δεν είναι πολύ παραγωγικοί.
Η έλλειψη ζήτησης δημιουργεί στρεβλωμένα κίνητρα για τους χαράκτες οικονομικής πολιτικής. Για να κινητοποιήσουν την οικονομία, θέλουν να πείσουν τους καταναλωτές που οι τιμές οδεύουν προς τα επάνω, έτσι ώστε η αγορά σήμερα να φαίνεται πιο ελκυστική από την αναμονή. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι πολιτικές που αυξάνουν το κόστος της επιχειρηματικότητας – όπως η αύξηση των κατώτατων μισθών ή η αύξηση της ρυθμιστικής επιβάρυνσης – μπορεί να αποφέρουν μεγαλύτερα οφέλη από το σύνηθες.
Το πιο ανησυχητικό, οι μειώσεις κόστους που σχετίζονται με την παγκοσμιοποίηση φαίνονται λιγότερο ελκυστικά σε έναν κόσμο με χαμηλή ζήτηση. Οι περιορισμοί στο εμπόριο, τη μετανάστευση και κάθε είδους διεθνείς οικονομικές συναλλαγές γίνονται πιο ελκυστικοί. Η αποσύνθεση των οικονομικών δεσμών, με τη σειρά της, μπορεί να αυξήσει τα κίνητρα για υπερεθνικές ένοπλες συγκρούσεις – ένας κίνδυνος που έφτασε σε μια τέτοια καταστροφική κατάληξη τη δεκαετία του 1930.
Η καθοδήγηση του κόσμου μακριά από αυτόν τον κίνδυνο θα χρειαστεί αποφασισμένη ηγεσία, για την παροχή της οποίας οι ΗΠΑ βρίσκονται σε μοναδική θέση. Είναι με διαφορά η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, με μια κυβέρνηση που έχει ακόμη περίσσεια δυνατότητα να δανειστεί – όπως δείχνουν τα χαμηλά επιτόκια του χρέους της. Θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τους πόρους της με αμέτρητους τρόπους.
Για παράδειγμα, ο εκλεγμένος πρόεδρος μίλησε για την επιθυμία του να ξεκινήσει μια ολοκληρωμένη επιδιόρθωση των υποδομών της Αμερικής και να περικόψει τους φόρους. Ένα τέτοιο πρόγραμμα, σε συνδυασμό με την κατάλληλη στήριξη από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα, θα δημιουργούσε τόσο απαραίτητες θέσεις εργασίας για τους αμερικανούς, ενώ επίσης θα αποτελούσε ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός, οδηγώντας τον κόσμο έξω από αυτήν την παγίδα χαμηλής ανάπτυξης. Ανυπομονούμε να δούμε αυτό το σχέδιο να πραγματοποιείται στις πρώτες εκατό ημέρες του στην εξουσία, και ελπίζουμε πως θα μπορέσει να πείσει και άλλα έθνη να ακολουθήσουν τις ΗΠΑ σε αυτήν την απαραίτητη προσπάθεια.