Η ώρα της αλήθειας για το ελληνικό Χρέος έρχεται μέσα στα επόμενα 24ωρα, επί γερμανικού εδάφους θα επιχειρηθεί η γεφύρωση του χάσματος μεταξύ ΔΝΤ- Ευρωπαίων.
«Υπάρχει κινητικότητα. Θα εξεταστούν οι δυνατότητες συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα», αποκαλύπτοντας ότι η συνάντηση στο Βερολίνο μεταξύ του Ταμείου και των υπουργών Οικονομικών της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας και του προέδρου του Eurogroup ορίστηκε την περασμένη Παρασκευή, όταν ξεκίνησε επί της ουσίας η αντίστροφη μέτρηση για το Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου.
Εκτακτη Σύνοδο με σκοπό να συζητηθούν οι προοπτικές συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα αλλά χωρίς την… Ελλάδα, θα έχουν την Παρασκευή 25/11 οι υπουργοί Οικονομικών των μεγαλύτερων οικονομιών της ευρωζώνης και στελέχη του Ταμείου.
Στη σύσκεψη, που θα γίνει στο Βερολίνο, θα λάβουν μέρος οι υπουργοί Οικονομικών της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Ολλανδίας, ενώ παρόντες θα είναι και εκπρόσωποι του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και της Κομισιόν. Ωστόσο δεν θα παρίσταται ο Ελληνας υπουργός Οικονομικών, παρότι το θέμα της έκτακτης συνάντησης είναι η Ελλάδα.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, στη συνάντηση αυτή, που θα συμμετάσχει και ο ισχυρός άνδρας της ΕΚΤ Μπενουά Κερέ, θα τεθούν στο τραπέζι όλες οι παράμετροι της βιωσιμότητας του ελληνικού Χρέους κι αυτό σημαίνει ότι θα συζητηθούν όλα τα βραχυπρόθεσμα μέτρα που έχει επεξεργαστεί ο ESM, οι δυνατότητες μεγαλύτερης εξειδίκευσης των μεσοπρόθεσμων μέτρων αλλά και τα πλεονάσματα των ετών μετά από το 2018. Οι πληροφορίες από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη συγκλίνουν στο ότι η κορύφωση της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας για τη συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα, έχει πολλές δυσκολίες, καθώς η απόσταση μεταξύ ΔΝΤ- Βερολίνου παραμένει μεγάλη.
Αντίστροφη μέτρηση για συμφωνία ή ναυάγιο ΔΝΤ- Ευρωπαίων
Κομβικό σημείο χαρακτηρίζεται το πρωτογενές πλεόνασμα που θα πρέπει να πετύχει η Ελλάδα μετά από το 2018. Οι ίδιες ευρωπαϊκές πηγές αναφέρουν ότι αυτά τα επίπεδα «θα πρέπει να διατηρηθούν για κάποια χρόνια», χωρίς να προσδιορίζουν τη χρονική διάρκεια. Ωστόσο αυτό από μόνο του δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα στην Αθήνα, καθώς το Ταμείο έχει ξεκαθαρίσει ότι για να επιτευχθούν και να διατηρηθούν τέτοια πλεονάσματα, θα απαιτηθούν «αιματηρές» προσπάθειες. Οι ίδιες πηγές επιβεβαιώνουν, μάλιστα, ότι το Ταμείο απαιτεί αυτά τα μέτρα εμπροσθοβαρώς (upfront) κι αυτό σημαίνει πρακτικά ότι η ελληνική κυβέρνηση μαζί με το Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο θα πρέπει να ψηφίσει πρόσθετα μέτρα όπως ή μάλλον κυρίως τη μείωση του αφορολογήτου και τις περικοπές των καταβαλλόμενων κύριων συντάξεων.
Tο παζάρι για τα πλεονάσματα μετά από το 2018
Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο προγραμματισμός της Αθήνας για επίτευξη έστω πολιτικής συμφωνίας για τη δεύτερη αξιολόγηση ως τις 5 Δεκεμβρίου, γίνεται όλο και πιο δύσκολα επιτεύξιμος. Ευρωπαϊκές πηγές δεν κρύβουν ότι αν και υπήρξε πρόοδος στις συζητήσεις επί ελληνικού εδάφους, δεν ήταν η προσδοκώμενη, με αποτέλεσμα να μένουν ορθάνοικτα πολλά θέματα. Οι μεγαλύτερες αποστάσεις αφορούν στο Εργασιακό, ενώ για τον Προϋπολογισμό του 2018 σύμφωνα με τους Θεσμούς εξακολουθεί να υπάρχει «τρύπα» περίπου 400 εκατ. ευρώ (0,2% του ΑΕΠ), την οποία καλούνται να καλύψουν οι δύο πλευρές μέσα στις λίγες ημέρες που απομένουν κατ’ αρχάς ως το Euroworking Group της 28ης Νοεμβρίου. Οι ίδιες πηγές δεν αποκλείουν μια συμφωνία σε δύο φάσεις, δηλαδή μια συμφωνία όπου ένα μέρος των εκκρεμοτήτων θα καλυφθεί ως προαπαιτούμενα (milestones) μετά από το Δεκέμβριο, ωστόσο αυτό θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από την πρόοδο που θα σημειωθεί ως τις 5 Δεκεμβρίου.
Το Διεθνές Νομισματικό ταμείο έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν θα προσφέρει νέα δάνεια στην Ελλάδα προτού οι Ευρωπαίοι εταίροι συναινέσουν στη συγκεκριμενοποίηση βαθιών παρεμβάσεων για την ελάφρυνση του χρέους, αλλά και προτού η ελληνική κυβέρνηση υλοποιήσει βαθιές μεταρρυθμίσεις, που θα περιλαμβάνουν αλλαγές στο ασφαλιστικό.
Πρόκειται για μια ύστατη (;) προσπάθεια των Ευρωπαίων να υπάρξει ένας συμβιβασμός με το Ταμείο μέχρι το ορόσημο της 5ης Δεκεμβρίου. Η εξέλιξη αυτή ήρθε να επιβεβαιώσει τις ισχυρές διαφωνίες μεταξύ Ευρωπαίων δανειστών και ΔΝΤ που παραμένουν αγεφύρωτες με αποτέλεσμα να βρίσκεται στον «αέρα» η επιδιωκώμενη από ελληνικής πλευράς συμφωνία στο Eurogroup τη 5ης Δεκεμβρίου για το κλείσιμο της β’ αξιολόγησης και για το χρέος.
Η Sueddeutsche Ζeitung υπενθυμίζει ότι η Μπούντεστακ έχει εγκρίνει το δανειακό πρόγραμμα για την Ελλάδα υπό την προϋπόθεση ότι θα παραμείνει και το ΔΝΤ, το οποίο όμως μέχρι τώρα αρνείται επίμονα, έχει εν τούτοις υποσχεθεί να αποφασίσει μέχρι το τέλος του έτους. Μέχρι τώρα οι εμπειρογνώμονες της Ουάσινγκντον έχουν θέσει ένα σαφή όρο, την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Αυτό το αίτημα του ΔΝΤ το απορρίπτει όμως συνεχώς ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Το plan B και το Washington Group
Κυβερνητικές πηγές επιχειρούσαν να αποδυναμώσουν την σημασία της συνάντησης στο Βερολίνο.
Οπως σημείωναν «εδώ και πολύ καιρό λειτουργεί μια άτυπη ομάδα, το Washington Group, στο οποίο μετέχουν οι υπουργοί Οικονομικών των τεσσάρων μεγαλύτερων κρατών της Ευρωζώνης (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία) καθώς και οι θεσμοί (Eurogroup, ΕΚΤ και ΔΝΤ)». Προσέθεταν δε πως «στη σύσκεψη, η οποία δεν είναι καθόλου έκτακτη, θα συζητηθούν οικονομικά θέματα της Ευρωζώνης, είναι λογικό να συζητηθεί και το ελληνικό χρέος».
Σύμφωνα με το MNI το οποίο επικαλείται δύο ευρωπαίους αξιωματούχους που έχουν γνώση της διαπραγμάτευσης, το ΔΝΤ εξακολουθεί να εγείρει διαφωνίες σε ΕΚΤ και Κομισιόν για τους μεσοπρόθεσμους στόχους της Ελλάδας με βάση την μέχρι στιγμής αξιολόγηση. Οι ίδιες πηγές δεν «βλέπουν αποφάσεις» στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου «παρά την πρόοδο που έχει επιτελέσει η Ελλάδα» όπως παραδέχονται. Τονίζουν δε πως η Αθήνα «πρέπει να πάρει πολιτικές αποφάσεις για να κλείσει την δεύτερη αξιολόγηση».
«Εξαρτάται τώρα από τον έλληνα πρωθυπουργό να δώσει το πράσινο φως για να κλείσουν τα κενά, δεν είναι σημαντικά», είπε ένας αξιωματούχος στο ΜΝΙ. Τα κενά στα οποία αναφέρεται, αφορούν κυρίως στα εργασιακά και στις μεταρρυθμίσεις στην ενέργεια. Ο ίδιος ευρωπαίος αξιωματούχος, έσπευσε ωστόσο να προσθέσει ότι λόγω δημοσίων δηλώσεων από υπουργούς, ο Αλέξης Τσίπρας θα είναι «μάλλον δύσκολο να επικοινωνήσει τις αλλαγές».
Ταυτόχρονα, οι ίδιοι αξιωματούχοι αποκαλύπτουν ότι ο ESM έχει εξετάσει μια λύση για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα του ελληνικού χρέους, ωστόσο είναι αβέβαιο αν θα πεισθεί το ΔΝΤ. Ετσι, η ΕΕ ετοιμάζει «plan B» σε περίπτωση που αποτύχει να έρθει σε συμφωνία με το ΔΝΤ για την Ελλάδα. Το Ταμείο επιμένει να διαφωνεί ως προς την βιωσιμότητα του χρέους αλλά και τους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων. Ζητά είτε περικοπή του χρέους είτε μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων. Αλλιώς ζητά να καθοριστούν από τώρα μέτρα για το χρονικό διάστημα 2018 (οπότε και λήγει το πρόγραμμα διάσωσης) μέχρι το 2021 ώστε οι στόχοι για πλεόνασμα 3,5% να είναι εφικτοί.
Η λύση του ESM θα είναι σύμφωνα με το δημοσίευμα, τα βραχυπρόθεσμα μέτρα να περικόψουν/ανακουφίσουν το ελληνικό χρέος κατά 32 με 36 δισ. ευρώ. Ετσι ώστε να καλύψουν τις απαιτήσεις του Ταμείου.
Αν παρόλα αυτά δεν υπάρξει συμφωνία, η ΕΕ εξετάζει και άλλη εναλλακτική, σύμφωνα με την οποία κάποια μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και «πολιτικά ανώδυνα» όπως σχολιάζει η πηγή του ΜΝΙ θα μπορούσαν να καθοριστούν περαιτέρω.
Σημειώνεται πως την ερχόμενη Δευτέρα, στις 28 Νοεμβρίου συνέρχεται το EuroWorking Group το οποίο θα συζητήσει την πρόοδο που έχει σημειώσει η Ελλάδα.
Κυβέρνηση: Δεν υπάρχει εναλλακτικό σχέδιο -Θέλουμε πολιτική συμφωνία ως τις 5/12
Από την πλευρά της η κυβέρνηση διά του εκπροσώπου της επέμεινε ότι δεν υπάρχει εναλλακτικό σχέδιο και εξέφρασε την θέληση της Αθήνας για συμφωνία μέχρι το Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου.
«Αναμένουμε μια πολιτική συμφωνία ως τις 5 Δεκέμβρη για τα θέματα που εκκρεμούν στην αξιολόγηση» επανέλαβε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος δηλώνοντας ότι η κυβέρνηση έχει την βούληση για κάλυψη των διαφορών που χωρίζουν του θεσμούς από ελληνικές θέσεις τα εργασιακά, τα ενεργειακά και το κομμάτι των δημοσιονομικών.
Την ίδια ώρα όμως έδειξε προς την πλευρά του ΔΝΤ για ανελαστική και σκληρή στάση. «Η δική μας βούληση δεν συνεπάγεται μέτρα λιτότητας, ούτε υποχώρηση στα εργασιακά» είπε χαρακτηριστικά και συμπλήρωσε: «Θέλουμε το ΔΝΤ να μην βάλει εμπόδια και να καταλήξουμε σε συμφωνία εντός του χρονοδιαγράμματος. Το Ταμείο οφείλει να έχει το θάρρος της γνώμης του. Αν θεωρεί ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα που προβλέπονται είναι υψηλά και τα νέα μέτρα λιτότητας θα προκαλέσουν νέα ύφεση στην ελληνική οικονομία, όπως θεωρούμε κι εμείς, τότε να το πει ανοικτά».
Ερωτηθείς ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αν υπάρχουν περιθώρια σύγκλισης για να χαραχθεί εθνική γραμμή ως προς το χρέος, απάντησε ότι δεν υπάρχουν. Εξαπολύοντας επίθεση στη Νέα Δημοκρατία, είπε ότι «οι συστρατεύσεις και οι ανένδοτοι που εξαγγέλλει είναι επικίνδυνες για τη χώρα» αναφερόμενος στα όσα είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, χθες.
Για το θέμα του χρέους, είπε ότι “δεν είναι απομονωμένο από ζητήματα που αφορούν την εφαρμογή του τρέχοντος προγράμματος. Πρώτα κλείνει η αξιολόγηση και ανοίγει το θέμα του χρέους.Δεν ειναι πολιτικά ουδέτερο ζήτημα. Οι πολιτικές διάφορες παίζουν σαφή ρόλο. Με τη ΝΔ δεν υπάρχουν περιθώρια σύγκλισης στο συγκεκριμένο ζήτημα, είμαστε ανοιχτοί να ακούσουμε προτασεις”.
Αναφερόμενος στον προϋπολογισμό παραδέχτηκε ότι πράγματι προβλέπεται υπερφορολόγηση και ζήτησε από όσους ασκούν κριτική να καταθέσουν αντιπρόταση για το πώς θα καλυφθούν τα μεγάλα κενά. «Και αν η αντιπρόταση προβλέπει μαζικές απολύσεις και οριζόντια περικοπή συντάξεων πρόκειται για καταστροφική πρόταση που δεν γίνεται αποδεκτή».
Σχολίασε δε, ότι τα πλεονάσματα σε μία οικονομία όπως είναι η ελληνική είναι σημαντικά, ωστόσο, κάλεσε όσους ασκούν «ανέξοδη κριτική» να θυμηθούν τι προβλεπόταν σε προηγούμενες συμφωνίες.
Είπε επίσης ότι ο προϋπολογισμός προβλέπει, μεταξύ άλλων, επέκταση επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης και αύξηση των πόρων του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.
Σχολιάζοντας τη θέση του ΣΕΒ για τα εργασιακά τόνισε ότι η θέση του Συνδέσμου «είναι άλλη το πρωί άλλη το βράδυ. Όταν κάνει δημόσιες τοποθετήσεις οφείλει να λέει ότι έχει πει στην κυβέρνηση και στους άλλους εταίρους» πρόσθεσε. «Σε ό,τι αφορά τις κλαδικές συμβάσεις, θεωρούμε ότι έχουμε σαφή επιχειρήματα», είπε επίσης και συμπλήρωσε ότι η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων θα συμβάλλει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Όπως υπογράμμισε, «ειδικά στα εργασιακά οι ελληνικές θέσεις βασίζονται σε ισχυρά πολιτικά, νομικά και οικονομικά επιχειρήματα».