Στο δημοψήφισμα της Κυριακής, η Ιταλία θα ψηφίσει για δύο πράγματα. Το πρώτο, είναι το ερώτημα στο ψηφοδέλτιο – εάν θα στηρίξουν την πρόταση του πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι για αναθεώρηση του συντάγματος. Το δεύτερο είναι εάν η χώρα θέλει τον Ρέντσι, ο οποίος έχει μετατρέψει το δημοψήφισμα σε ψήφο εμπιστοσύνης, να παραμείνει στην εξουσία. Η απάντηση και στα δύο ερωτήματα θα πρέπει να είναι ναι.
Αρχικά, ας αναλογιστούμε τη μεταρρύθμιση για αυτό που είναι. Το σχέδιο του Ρέντσι είναι περίπλοκο, και δεν το εξηγήσει αρκετά καλά, ωστόσο η ανάγκη για αλλαγή είναι ξεκάθαρη. Για χρόνια, η Ιταλία μαστιζόταν από χρόνια αδυναμία επιδίωξης ενός σταθερού και ολοκληρωμένου προγράμματος πολιτικής. Οι συνταγματικές αλλαγές θα αντιμετώπιζαν αυτό το πρόβλημα, κυρίως μειώνοντας τον ρόλο της Γερουσίας (που αυτή τη στιγμή είναι ισάξιος με της Βουλής των Αντιπροσώπων) και μεταφέροντας κάποιες δικαιοδοσίες από τις τοπικές αρχές στο κέντρο. Το τελικό αποτέλεσμα θα είναι να αναλάβει περισσότερη ισχύ η κεντρική κυβέρνηση.
Οι επικριτές λένε πως η αλλαγή φτάνει πολύ μακριά. Ιδιαίτερα όταν συνοδεύεται από τις πρόσφατες αλλαγές στον εκλογικό νόμο, υποστηρίζουν, η μεταρρύθμιση θα υπονομεύσει τους ελέγχους και τις ισορροπίες. Για τα ιταλικά δεδομένα, μοιάζει πράγματι ριζοσπαστική, αλλά δεν είναι σε σύγκριση με άλλες χώρες. Το σύστημα των δύο νομοθετικών σωμάτων που χρησιμοποιεί αυτή τη στιγμή η Ιταλία είναι το ασυνήθιστο. Αλλού στην Ευρώπη, είναι σύνηθες το δεύτερο σώμα να έχει δευτερεύοντα ρόλο. Η κατηγορία πως η κυβέρνηση θα έχει ανεξέλεγκτη ισχύ εάν προχωρήσει η μεταρρύθμιση είναι εσφαλμένη. Οι νέες ρυθμίσεις θα μοιάζουν λίγο περισσότερο με της Βρετανίας και της Γερμανίας – όχι ιδιαίτερα αντιδημοκρατικές.
Τι γίνεται με την περίπτωση του Ρέντσι; Έκανε λάθος όταν μετέτρεψε το δημοψήφισμα σε ψήφο εμπιστοσύνης (μια θέση που έχει τελευταία μαλακώσει). Πολλοί ψηφοφόροι, εάν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις είναι ενδεικτικές, δε θέλουν να πιέζονται με αυτόν τον τρόπο. Ωστόσο, ως μετριοπαθής πολιτικός και αξιόπιστος οικονομικός μεταρρυθμιστής, παραμένει η καλύτερη ευκαιρία της χώρας.
Η πιο πιθανή βραχυπρόθεσμη εναλλακτική δεν είναι θελκτική: άλλη μία υπηρεσιακή κυβέρνηση χωρίς πραγματική εντολή. Το χειρότερο σενάριο είναι τρομακτικό: εκλογές που θα φέρουν το λαϊκιστικό Κίνημα Πέντε Αστέρων και τον αρχηγό του Μπέπε Γκρίλο στην εξουσία. Ο Γκρίλο έχει υποσχεθεί την επανεθνικοποίηση των ιταλικών τραπεζών, την αποχώρηση της Ιταλίας από το ευρωσύστημα, και διάφορες άλλες αντικαπιταλιστικές πρωτοβουλίες. Όχι ακριβώς αυτό που χρειάζονται η Ιταλία και η Ευρώπη.
Κατά κάποιον τρόπο, η προοπτική της ανόδου του Γκρίλο αποτελεί επιχείρημα κατά των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων του Ρέντσι. Εάν οι λαϊκιστές αντάρτες βρεθούν ποτέ στην εξουσία, οι παραλυτικοί έλεγχοι του συστήματος θα ήταν πολύτιμοι. Παρ’ ότι μια ψήφος υπέρ του όχι θα ήταν νίκη για τον Γκρίλο, μπορεί να μοιάζει ασφαλέστερο να διατηρηθεί το σύστημα που θα τον περιόριζε. Μπορεί κανείς να αναγνωρίσει το δίλημμα, όμως πρέπει να θυμηθούμε πως η δυσλειτουργική πολιτική είναι ο λόγος που ο Γκρίλο έχει φτάσει ως εδώ. Η καλύτερη θεραπεία για τον απερίσκεπτο λαϊκισμό είναι η καλύτερη διακυβέρνηση, και η ατελείωτη παράλυση είναι μια ανάξια φιλοδοξία για μια οικονομία που θα μπορούσε να είναι μία από τις πιο ενεργητικές στην Ευρώπη.
Η δημοτικότητα του Ρέντσι έχει υποχωρήσει, και οι τακτικές του στο δημοψήφισμα δεν έχουν βοηθήσει. Δυστυχώς, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να χάσει την Κυριακή. Οι ιταλοί θα πράξουν σοφά αν δεν επιτρέψουν να συμβεί αυτό.