Οι ευρωπαίοι ηγέτες έχουν αφιερώσει ελάχιστη προσοχή στο μέλλον της ευρωζώνης μετά τον Ιούλιο του 2012, όταν ο Μάριο Ντράγκι, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, υποσχέθηκε να κάνει «ό,τι χρειαστεί» για να σώσει το κοινό νόμισμα.
Για περισσότερα από τέσσερα χρόνια, έχουν ουσιαστικά αναθέσει τη σταθερότητα και την ακεραιότητα της ευρωζώνης στους κεντρικούς τραπεζίτες.
Ωστόσο, παρ’ ότι η ΕΚΤ έχει κάνει τη δουλειά της με δεξιοτεχνία, αυτή η έμμεση, βολική ρύθμιση φτάνει στο τέλος της, καθώς καμία κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να λύσει πολιτικά ή συνταγματικά αινίγματα. Οι αρχηγοί κρατών και οι κυβερνήσεις της Ευρώπης θα πρέπει να ξεκινήσουν από την αρχή να εξετάζουν επιλογές για το μέλλον της ευρωζώνης, αντί να αφήνουν τις συνθήκες να αποφασίζουν για αυτούς.
Μέχρι τώρα, οι ηγέτες της Ευρώπης είχαν ελάχιστη όρεξη για τέτοιες συζητήσεις. Τον Ιούνιο του 2015, έδωσαν ελάχιστη σημασία σε έκθεση για το μέλλον του ευρώ από τους προέδρους διαφόρων ευρωπαϊκών θεσμών. Λίγες εβδομάδες αργότερα, το ζήτημα επέστρεψε για λίγο στην ατζέντα, όταν οι ηγέτες της ευρωζώνης πέρασαν μια μακρά νύχτα του Ιουλίου μαλώνοντας για το αν θα διώξουν την Ελλάδα. Όμως η δηλωμένη τους πρόθεση να λύσουν τα υποκείμενα προβλήματα ήταν μικρής διάρκειας. Τέλος, τα σχέδια αντίδρασης στο σοκ του Brexit ενισχύοντας την ευρωζώνη εγκαταλείφθηκαν σύντομα, λόγω του φόβου πως αυτή η μεταρρύθμιση θα αποδεικνυόταν πολύ διχαστική.
Το πρόβλημα ωστόσο δεν έχει εξαφανιστεί. Παρ’ ότι τα νομισματικά αναισθητικά που χορηγεί η ΕΚΤ έχουν μειώσει τις εντάσεις στις αγορές, έχει δημιουργηθεί ανησυχία πριν από το ιταλικό συνταγματικό δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου. Μέχρι τα τέλη του Νοεμβρίου, οι διαφορά ανάμεσα στα ιταλικά και τα γερμανικά δεκαετή ομόλογα έφτασαν τις 200 μονάδες βάσεις, επίπεδα που είδαμε τελευταία φορά το 2014.
Η ανησυχητική κατάσταση αρκετών ιταλικών τραπεζών είναι ένας λόγος για τις αυξανόμενες ανησυχίες. Το Brexit, και η εκλογή ενός προέδρου των ΗΠΑ που υποστηρίζει τον αμερικανισμό έναντι της παγκοσμιότητας και αψηφά την ΕΕ, αυξάνει τον κίνδυνο οι ψηφοφόροι, και όχι οι αγορές, θα θέσουν υπό αμφισβήτηση τη νομισματική ενότητα της Ευρώπης. Τα κατά του ευρώ κόμματα βρίσκονται σε άνοδο σε όλες τις μεγάλες χώρες της ευρωζώνης εκτός της Ισπανίας. Στην Ιταλία, μπορεί να συγκεντρώσουν πλειοψηφία.
Στο οικονομικό μέτωπο, η ευρωζώνη έχει πολλή ατελείωτη δουλειά. Η τραπεζική ένωση, η οποία ξεκίνησε το 2012 για να σπάσει την αλληλεξάρτηση ανάμεσα στις τράπεζες και τα κράτη, έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο αλλά δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Τα χάσματα ανταγωνιστικότητας ανάμεσα στα μέλη της ευρωζώνης έχουν μειωθεί, και οι εξωτερικής ανισότητες μέσα σε αυτήν έχουν υποχωρήσει, όμως σε μεγάλο βαθμό λόγω της συμπίεσης της εγχώριας ζήτησης στη νότια Ευρώπη. Οι ροές αποταμιεύσεων από τον βορρά προς τον νότο δεν έχουν συνεχιστεί. Τα κενά ανεργίας παραμένουν ανοιχτά.
Η ευρωζώνη συνεχίζει να μην έχει κοινό δημοσιονομικό μηχανισμό και η Γερμανία έχει απορρίψει κάθετα τις πρόσφατες προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Κομισιόν να προωθήσει μια «θετική στάση» στις χώρες που έχουν το περιθώριο να ενισχύσουν τις δαπάνες. Φυσικά, όταν ξεσπάσει η επόμενη ύφεση, η δημοσιονομική σταθερότητα θα είναι επικίνδυνα ανεπαρκής.
Τέλος, η διακυβέρνηση της ευρωζώνης παραμένει εξαιρετικά δυσκίνητη και τεχνοκρατική. Οι περισσότεροι υπουργοί, πόσο μάλλον οι βουλευτές, φαίνονται να έχουν χαθεί μέσα στο διαδικαστικό έλος.
Αυτή η απογοητευτική ισορροπία μπορεί να διαρκέσει ή όχι, ανάλογα με το πολιτικό ή το χρηματοπιστωτικό ρίσκο – ή μάλλον, την αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Οπότε το ερώτημα τώρα είναι πώς μπορεί να γίνει μια εποικοδομητική συζήτηση για να βρεθούν οι πιθανές αντιδράσεις. Τα εμπόδια είναι διπλά: πρώτον, δεν υπάρχει πια η ορμή για «περισσότερη Ευρώπη», αντίθετα ο συνδυασμός του σκεπτικισμού για την Ευρώπη και της διστακτικότητας σε σχέση με τις πιθανές μεταφορές αποτελεί μεγάλο πρόσκομμα. Και δεύτερον, οι απόψεις για τη φύση και τα αίτια της κρίσης του ευρώ διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Δεδομένης της ανεπάρκειας πολιτικού κεφαλαίου για να δαπανηθεί σε ευρωπαϊκές απαντήσεις, και της διαφωνίας για το ποιο είναι το πρόβλημα και πώς θα λυθεί, η υπερβολική διστακτικότητα των κυβερνήσεων δεν αποτελεί έκπληξη.
Και τα δύο εμπόδια μπορούν να ξεπεραστούν. Για αρχή, οι συζήτηση για το μέλλον της ευρωζώνης δε θα πρέπει να πλαισιωθεί απαραίτητα σαν να οδηγεί σε περαιτέρω ενοποίηση. Ο στόχος θα πρέπει να είναι να δουλέψει η ευρωζώνη, το οποίο μπορεί να σημαίνει να δοθεί μεγαλύτερη ισχύ στο κέντρο σε κάποιους τομείς, αλλά και λιγότερη σε κάποιους άλλους. Η δημοσιονομική ευθύνη, για παράδειγμα, δε θα πρέπει να περιοριστεί στην κεντρική επιβολή ενός κοινού καθεστώτος. Είναι δυνατόν να σχεδιαστεί ένα πολιτικό πλαίσιο που θα ενσωματώνει μια πιο αποκεντρωμένη προσέγγιση, δίνοντας τη δυνατότητα σε εθνικούς θεσμούς να παρακολουθούν τη δημοσιονομική συμπεριφορά και τη συνολική δημοσιονομική βιωσιμότητα.
Μάλιστα, κάποια βήματα σε αυτήν την κατεύθυνση έχουν ήδη γίνει. Κάποια επιπλέον βήματα θα σημαίνουν πως οι κυβερνήσεις θα είναι υπεύθυνες για τις δικές τους παραβάσεις – με άλλα λόγια, κάνοντας τη μερική αναδιάρθρωση χρέους δυνατή μέσα στην ευρωζώνη. Μια τέτοια προσέγγιση θα δημιουργούσε σημαντικές δυσκολίες, αν μη τι άλλο, επειδή η μετάβαση σε ένα τέτοιο καθεστώς θα ήταν επικίνδυνο ταξίδι, όμως αυτού του είδους οι επιλογές θα πρέπει να είναι μέρος της συζήτησης.
Για να ξεπεραστεί το δεύτερο εμπόδιο, η συζήτηση δε θα πρέπει να ξεκινήσει απαντώντας προβλήματα κληρονομιάς. Η κατανομή μιας επιβάρυνσης ανάμεσα σε πιστωτές και οφειλέτες είναι αναπόφευκτα δύσκολη, καθώς είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Η ιστορία των διεθνών χρηματοπιστωτικών σχέσεων δείχνει πως αυτού του είδους οι συζητήσεις αναπόφευκτα αναβάλλονται και είναι απαραίτητα εχθρικές όταν τελικά γίνονται. Οπότε δε θα πρέπει να θιχτεί αυτό το ζήτημα πρώτο. Η φαινομενικά ρεαλιστική επιλογή της αρχής με τα άμεσα προβλήματα πριν από την ενασχόληση με πιο μακροπρόθεσμα ζητήματα είναι μόνο επιφανειακά ελκυστική. Στην πραγματικότητα, οι συζητήσεις θα πρέπει να ξεκινήσουν από τα χαρακτηριστικά του μόνιμου καθεστώτος που θα θεσπιστεί μακροπρόθεσμα. Οι συμμετέχοντες θα πρέπει να ερευνήσουν λογικά συνεπείς επιλογές μέχρι να μπορέσουν να συμφωνήσουν σε ένα προσχέδιο. Μόνο όταν υπάρξει συμφωνία για το προσχέδιο για το μέλλον, θα μπορέσει να συζητηθεί η πορεία προς την πραγματοποίησή του.
Δεν υπάρχουν γρήγορες λύσεις για τα προβλήματα της ευρωζώνης. Όμως ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: η έλλειψη πραγματικής συζήτησης για το πιθανό μέλλον είναι σοβαρό αίτιο ανησυχίας. Η σιωπή δεν είναι πάντα χρυσός. Για το καλό του μέλλοντος της Ευρώπης, η σιωπή γύρω από το κοινό νόμισμα θα πρέπει να σπάσει όσο το δυνατόν συντομότερα.