Στην κορυφή ήταν η δημιουργία μιας ανοιχτής, καινοτόμου, και καθοδηγούμενης από μια δυναμική αγορά παγκόσμιας οικονομίας, όπου όλες οι χώρες (επί της αρχής) θα μπορούν να ευημερήσουν και να αναπτυχθούν. Στη δεύτερη θέση – θα μπορούσε να πει κανείς και με διαφορά – ήταν η δημιουργία ισχυρών, βιώσιμων και περιεκτικών εθνικών μοτίβων ανάπτυξης. Τίποτα περισσότερο.
Στην πραγματικότητα, έχει ξεκινήσει μια αναστροφή. Η επίτευξη μιας περιεκτικής ανάπτυξης σε εθνικό επίπεδο, για την αναβίωση μιας υπό πτώση μεσαίας τάξης, την κινητοποίηση των στάσιμων εισοδημάτων, και τη μείωση της ανεργίας των νέων, αναλαμβάνει κυρίαρχο ρόλο. Οι αμοιβαία ευνοϊκές διεθνείς συνθήκες που διέπουν τις ροές των αγαθών, του κεφαλαίου, της τεχνολογίες και των ανθρώπων (οι τέσσερις βασικές ροές της παγκόσμιας οικονομίας) είναι κατάλληλες μόνο όταν ενισχύουν – ή τουλάχιστον δεν υπονομεύουν – την πρόοδο στην επίτευξη της πρώτης προτεραιότητας.
Αυτή η αναστροφή έγινε εμφανής τον Ιούνιο, όταν οι βρετανοί – συμπεριλαμβανομένων αυτών που ευνοούνται σημαντικά από το υπάρχον ανοιχτό οικονομικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα – ψήφισαν για να εγκαταλείψουν την Ευρωπαϊκή Ένωση, βασισμένοι σε μια λεγόμενη αρχή κυριαρχίας. Οι θεσμοί της ΕΕ θεωρούνταν πως υπονομεύουν τη δυνατότητα της Βρετανίας να ενισχύσει τη δική της οικονομία, να ελέγξει τη μετανάστευση και να καθορίσει τη μοίρα της.
Παρόμοιες απόψεις αναδεικνύουν εθνικιστικά και λαϊκιστικά πολιτικά κινήματα σε όλη την Ευρώπη, πολλά από τα οποία πιστεύουν πως οι υπερεθνικές συνθήκες θα πρέπει να έρχονται σε δεύτερη μοίρα μετά την εγχώρια ευημερία. Η ΕΕ – η οποία πράγματι, με την παρούσα μορφή της, αφήνει ελάχιστα πολιτικά εργαλεία στα μέλη της για να διαχειριστούν τις εξελισσόμενες ανάγκες των πολιτών τους – είναι ένας εύκολος στόχος.
Ακόμη όμως και με αυτές τις θεσμικές ρυθμίσεις, υπάρχει ένα αίσθημα πως η έμφαση στις διεθνείς αγορές και τις σχέσεις μπορεί να περιορίσει τη δυνατότητα μιας χώρας να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα. Η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες το έκανε αυτό απόλυτα ξεκάθαρο.
Μαζί με το προεκλογικό σλόγκαν του Τραμπ, ήταν τα σχόλιά του ότι «πρώτα η Αμερική» που ήταν περισσότερο αποκαλυπτικά. Παρ’ ότι ο Τραμπ μπορεί να επιδιώξει αμοιβαία ωφέλιμες διμερείς συμφωνίες, μπορεί κανείς να περιμένει πως θα έρχονται σε δεύτερη θέση μετά τις εγχώριες προτεραιότητες, ιδιαίτερα τους στόχους ανακατανομής, και θα στηρίζονται μόνο όσο συμβαδίζουν με αυτές τις προτεραιότητες.
Η οργή των ψηφοφόρων στις ανεπτυγμένες χώρες με την παλιά αγοροκεντρική παγκόσμια οικονομική αρχιτεκτονική δεν είναι αβάσιμη. Αυτή η τάξη επέτρεψε σε ισχυρές δυνάμεις, μερικές φορές εκτός ελέγχου από τους εκλεγμένους αξιωματούχους και πολιτικούς παράγοντες, να διαμορφώσουν τις εθνικές οικονομίες. Μπορεί να είναι αλήθεια πως κάποιοι από τις ελίτ αυτής της τάξης επέλεξαν να αγνοήσουν τις αρνητικές συνέπειες για την κατανομή και την απασχόληση, ενώ εκμεταλλεύτηκαν τα οφέλη. Είναι όμως επίσης αλήθεια πως η παλιά τάξη, θεωρούμενη ιερή, περιόρισε τη δυνατότητα των ελίτ να αντιμετωπίσουν αυτά τα προβλήματα, ακόμη κι αν το ήθελαν.
Αυτό δεν ήταν πάντα έτσι. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ, κινητοποιημένες εν μέρει από τον Ψυχρό Πόλεμο, βοήθησαν στη δημιουργία της παλαιάς τάξης διευκολύνοντας την οικονομική ανάκαμψη στη Δύση και, με τον καιρό, δημιουργώντας ευκαιρίες ανάπτυξης για τις αναπτυσσόμενες χώρες. Για 30 περίπου χρόνια, οι διανεμητικές διαστάσεις των μοτίβων της παγκόσμιας ανάπτυξης που δημιουργούσαν αυτές οι προσπάθειες ήταν θετικές, τόσο για την κάθε χώρα ξεχωριστά όσο και για ολόκληρο τον κόσμο. Σε σύγκριση με όλα όσα προηγήθηκαν, αυτή η μεταπολεμική τάξη ήταν κόμβος περιεκτικότητας.
Όμως τίποτα δε διαρκεί για πάντα. Καθώς η ανισότητα ανάμεσα στις χώρες έχει μειωθεί, η ανισότητα εντός των χωρών αυξήθηκε – σε τέτοιο βαθμό που η αντιστροφή των προτεραιοτήτων ήταν μάλλον αναπόφευκτη. Τώρα που έχει φτάσει η αναστροφή, το ίδιο έκαναν και οι συνέπειες. Παρ’ ότι είναι δύσκολο να πούμε ποιες ακριβώς θα είναι αυτές, κάποιες φαίνονται αρκετά ξεκάθαρες.
Για αρχή, οι ΗΠΑ θα είναι πιο διστακτικές να απορροφήσουν ένα δυσανάλογο μερίδιο του κόστους της προσφοράς παγκόσμιων δημόσιων αγαθών. Παρ’ ότι οι υπόλοιπες χώρες θα πάρουν εν τέλει τη σκυτάλη, θα υπάρξει μια μεταβατική περίοδος άγνωστης διάρκειας, κατά την οποία η προσφορά αυτών των αγαθών μπορεί να μειωθεί, πιθανώς υπονομεύοντας τη σταθερότητα. Για παράδειγμα, οι όροι συμμετοχής στο ΝΑΤΟ πιθανώς να επαναδιαπραγματευτούν.
Οι πολυμερείς σχέσεις – τις οποίες επέτρεψε η ίδια ασύμμετρη συνεισφορά, παρ’ ότι είναι τυπικά ανάλογες με το εισόδημα και τον πλούτο των χωρών – θα χάσουν επίσης τη δυναμικότητά τους, καθώς η τάση προς διμερείς και τοπικές συμφωνίες εμπορίου και επενδύσεων θα επιταχύνει. Ο Τραμπ είναι πιθανό να αποτελέσει κύριο υπερασπιστή αυτής της πορείας. Μάλιστα, ακόμη και οι τοπικές εμπορικές συμφωνίες μπορεί να αποκλειστούν, όπως υποδεικνύει η θέση του για την Δια-Ειρηνική Εταιρική Σχέση, με συμμετοχή 12 χωρών.
Αυτό δημιουργεί μια ευκαιρία για την Κίνα να ηγηθεί της δημιουργίας μιας εμπορικής συνεργασίας για την Ασία – μια ευκαιρία που οι κινέζοι ηγέτες είναι ήδη έτοιμοι να εκμεταλλευτούν. Μαζί με τη στρατηγική του «μια ζώνη, ένας δρόμος» και τη δημιουργία της Ασιατικής Επενδυτικής Τράπεζας Υποδομών, η επιρροή της Κίνας στην περιοχή θα αυξηθεί σημαντικά ως αποτέλεσμα.
Την ίδια στιγμή, για τις αναπτυσσόμενες χώρες που δεν έχουν την οικονομική δύναμη της Κίνας, η τάση της απομάκρυνσης από τις πολυμερείς σχέσεις μπορεί να είναι επώδυνη. Καθώς οι φτωχές και λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες βρήκαν ευκαιρίες ανάπτυξης και ευημερίας στην παλιά τάξη, θα δυσκολευτούν να διαπραγματευτούν αποτελεσματικά σε διμερή βάση. Αυτό που ελπίζουμε είναι πως ο κόσμος θα αναγνωρίσει το συλλογικό συμφέρον στη διατήρηση των οδών ανάπτυξης για τις φτωχότερες χώρες, τόσο προς όφελος αυτών των χωρών όσο και για χάρη της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας.
Εκτός του εμπορίου, η τεχνολογία είναι μια ακόμη ισχυρή παγκόσμια δύναμη που πιθανώς θα αντιμετωπιστεί διαφορετικά στη νέα τάξη, υποβαλλόμενη σε περισσότερες ρυθμίσεις σε εθνικό επίπεδο. Οι απειλές από τον κυβερνοχώρο θα χρειαστούν κάποιες ρυθμίσεις και εξελισσόμενες πολιτικές παρεμβάσεις. Όμως και άλλες απειλές – για παράδειγμα, οι ψεύτικες ειδήσεις που έχουν πολλαπλασιαστεί στη Δύση (ιδιαίτερα κατά την προεκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ) – μπορεί επίσης να απαιτήσουν πιο παρεμβατικές προσεγγίσεις. Και η υιοθέτηση ψηφιακών τεχνολογιών που θα εκτοπίσουν θέσεις εργασίας μπορεί να χρειαστεί να γίνει σταδιακά, ώστε η δομική προσαρμογή της οικονομίας να μπορεί να την προλάβει.
Η νέα έμφαση στα εθνικά συμφέροντα έχει ξεκάθαρα ρίσκα και κόστη. Όμως μπορεί επίσης να φέρει σημαντικά οφέλη. Μια παγκόσμια οικονομική τάξη, στηριγμένη πάνω σε αβέβαια θεμέλια – σε όρους δημοκρατικής στήριξης και εθνικής πολιτικής και κοινωνικής συνοχής – δεν είναι σταθερή. Όσο οι ταυτότητες των ανθρώπων οργανώνονται, όπως γίνεται τώρα, γύρω από την υπηκοότητα σε εθνικά κράτη, μια εθνοκεντρική προσέγγιση μπορεί να είναι η πιο αποτελεσματική. Είτε μας αρέσει είτε όχι, θα το μάθουμε αυτό σύντομα.