Η χρόνια αδυναμία διαχωρισμού του πιθανού από το επιθυμητό υπήρξε η τραγωδία του 2016. Τα ευχολόγια μετατρέπονται σε απειλή για την επιβίωση του ίδιου του φιλελευθερισμού.
Αυτή η τάση είναι ιδιαίτερα εμφανής στη συζήτηση για το μέλλον της Ιταλίας στην ευρωζώνη. Οι εφησυχασμένοι τώρα λένε πως η Ιταλία είναι καλή στο να τα κουτσοκαταφέρνει. Πως το κατεστημένο μπορεί πάντα να συμμαζέψει το εκλογικό σύστημα για να αποτρέψει τη νίκη ενός ακραίου κόμματος. Σε κάθε περίπτωση, το ιταλικό σύνταγμα δεν επιτρέπει δημοψήφισμα για την έξοδο από το ευρώ. Οπότε δεν μπορεί να συμβεί.
Αλήθεια; Δεν το νομίζω. Ας ξεκινήσουμε από την ασυμφωνία στην οικονομική επίδοση ανάμεσα στη Γερμανία και την Ιταλία. Ένα μέτρο είναι οι ανισορροπίες μέσα στο Target 2, το σύστημα πληρωμών της ευρωζώνης. Στο τέλος του Νοεμβρίου, αυτές έφτασαν υψηλότερα επίπεδα από αυτά στο ζενίθ της κρίσης της ευρωζώνης το 2012. Το πλεόνασμα της Γερμανίας είναι στα 754 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ το έλλειμμα της Ιταλίας είναι στα 359 δισεκατομμύρια ευρώ. Ένα μέρος των ανισορροπιών σχετίζεται με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και είναι κατά συνέπεια αβλαβές. Όμως το μεγαλύτερο μέρος οφείλεται σε αυτό που μπορεί να περιγραφεί ως σιωπηλό bank run.
Η έλλειψη βιωσιμότητας δε σημαίνει απαραίτητα έξοδο. Είναι δυνατόν, στη θεωρία, η πολιτική βούληση να ξεπεράσει τις οικονομικές ανάγκες για πάντα. Ή το μη βιώσιμο να γίνει βιώσιμο. Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να εκπληρωθεί τουλάχιστον μία από τις πέντε παρακάτω συνθήκες.
Πρώτον, η Ιταλία και η Γερμανία θα πρέπει να συγκλίνουν. Για να γίνει αυτό, η Ιταλία θα πρέπει να υλοποιήσει οικονομικές μεταρρυθμίσεις, να ξεκαθαρίσει το σύστημα δικαιοσύνης και τη δημόσια διοίκησή της, να περικόψει φόρους και να επενδύσει σε τεχνολογίες που θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα. Η Γερμανία θα πρέπει να παρουσιάσει υψηλότερο δημοσιονομικό έλλειμμα. Δεύτερον, τα κράτη της βόρειας Ευρώπης θα πρέπει να συμφωνήσουν σε μεγάλες δημόσιες μεταφορές προς τον νότο. Τρίτον, η ΕΕ θα δημιουργήσει ομοσπονδιακή πολιτική αρχή, με τη δυνατότητα να συγκεντρώνει φόρους για να μεταφέρει εισόδημα. Τέταρος, η ΕΚΤ βρίσκει έναν τρόπο να χρηματοδοτήσει το ιταλικό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος επ’ αόριστον. Ή πέμπτον, η κυβέρνηση της Ιταλίας θα συνεχίσει για πάντα να στηρίζει τη συμμετοχή στο ευρώ.
Μόνο μία από αυτές τις πέντε συνθήκες μπορεί να είναι αρκετή για να παραμείνει η Ιταλία μέλος του ευρώ. Το πρόβλημα είναι πως κάθε μία από αυτές είναι εξαιρετικά απίθανη. Και δεν μπορούμε να σκεφτούμε μια έκτη.
Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις του Ματέο Ρέντσι υπήρξαν ασήμαντες, εκτός από ένα μικρό πακέτο εργασιακών μεταρρυθμίσεων. Ο πρώην ιταλός πρωθυπουργός επέλεξε να επικεντρωθεί στις πολιτικές μεταρρυθμίσεις αντί αυτού, και έχασε όταν το αποτέλεσμα απέφερε 60% των ψήφων υπέρ του «όχι». Μετά από την αποτυχία του, δε διαφαίνεται άλλη μεταρρυθμιστική κυβέρνηση.
Η επιλογή του Πάολο Τζεντιλόνι ως αντικαταστάτη του κ. Ρέντσι δεν πρόκειται να το αλλάξει αυτό. Η κυβέρνησή του, άλλωστε, έχει πολύ περιορισμένη εντολή. Επίσης, δεν μπορούμε να φανταστούμε τη Γερμανία να διασώζει την ευρωζώνη – είτε πριν είτε μετά από τις εθνικές εκλογές του επόμενου έτους. Το σύνταγμα της χώρας απαιτεί έναν ισορροπημένο προϋπολογισμό. Κανένα άλλο βόρειο κράτος δεν είναι πρόθυμο να συμφωνήσει σε μεγάλες δημοσιονομικές μεταφορές, πόσο μάλλον για την πολιτική ένωση.
Τι γίνεται με την ΕΚΤ; Την περασμένη εβδομάδα, επέκτεινε το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ως το τέλος του 2017. Το πρόγραμμα έχει βοηθήσει την Ιταλία, αλλά δε θα είναι αρκετό για να χρηματοδοτήσει τη χώρα επ’ αόριστον, ιδιαίτερα δεδομένου του μικρού μεγέθους του προγράμματος σε σχέση με το συνολικό ανεξόφλητο δημόσιο χρέος.
Αυτό μας αφήνει την ιταλική πολιτική. Από τις τρεις μεγάλες κομματικές ομάδες, μόνο το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα, το κόμμα του κ. Ρέντσι, είναι υπέρ του ευρώ. Υπάρχει μια θεωρητική πιθανότητα ένα ανανεωμένο Δημοκρατικό Κόμμα να κερδίσει στις επόμενες εκλογές. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως αυτό θα συμβεί, όμως σίγουρα το Δημοκρατικό Κόμμα δεν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία για πάντα.
Κάποια μέρα η Ιταλία θα κυβερνηθεί από ένα κόμμα υπέρ της απόσυρσης από το ευρώ. Όταν συμβεί αυτό, η έξοδος από το ευρώ θα μετατραπεί σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Θα υπάρξει φυγή από τις τράπεζες της Ιταλίας και από τα ομόλογα της κυβέρνησής της.
Η τύχη της Ιταλίας στην ευρωζώνη και η πιθανότητα μιας προέδρου Μαρίν Λε Πεν στη Γαλλία είναι οι δύο μεγαλύτερες απειλές για την ευρωζώνη και την ΕΕ. Εάν η Ιταλία θέλει να παραμείνει στο ευρώ, πρέπει να δώσει μια ξεκάθαρη προειδοποίηση στη Γερμανία και τις άλλες χώρες της βορείου Ευρώπης πως η ευρωζώνη βρίσκεται στον δρόμο της αυτοκαταστροφής, εκτός κι αν υπάρξει μια αλλαγή των παραμέτρων.
Ο επόμενος ιταλός πρωθυπουργός θα πρέπει να εξηγήσει στον επόμενο γερμανό καγκελάριο, πιθανώς την Άνγκελα Μέρκελ, πως η επιλογή δε βρίσκεται ανάμεσα στην πολιτική ένωση ή τη μη πολιτική ένωση, αλλά ανάμεσα στην πολιτική ένωση και την έξοδο της Ιταλίας από το ευρώ.
Το δεύτερο θα σημαίνει τη μεγαλύτερη χρεοκοπία στην ιστορία. Το γερμανικό τραπεζικό σύστημα θα διακινδυνέψει με κατάρρευση, και η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης θα χάσει όλα τα κέρδη ανταγωνιστικότητας που συγκέντρωσε με τόσο κόπο τα τελευταία 15 χρόνια.
Ήταν ιστορική αποτυχία διαδοχικών ιταλών πρωθυπουργών η αποφυγή αυτής της απαραίτητης σύγκρουσης, και που πίστευαν πως μένοντας κάτω από τα ραντάρ ακολουθούν μια βιώσιμη στρατηγική.