Περιγράφοντας τους στόχους εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ στην Ασία, μια περιοχή όπου και η Κίνα και η Σοβιετική Ένωση ήθελαν να διασπείρουν τη Μαρξιστική-Λενινιστική επανάσταση, ο Άτσεσον ανακοίνωσε πως η Αμερική είχε δημιουργήσει, με τη δύναμη των όπλων, μια «αμυντική περίμετρο» που εκτεινόταν «κατά μήκος των Αλεούτιων νήσων έως την Ιαπωνία και ω τα Ρίου Κίου».
Πιο σημαντικό από τις περιοχές που συμπεριέλαβε ο Άτσεσον, ωστόσο, ήταν αυτές που άφησε απ’ έξω: η Κορεάτικη χερσόνησος. Εκεί, στο βόρειο μισό, το κομμουνιστικό καθεστώς του Κιμ Ιλ-σουνγκ με τη στήριξη της ΕΣΣΔ και της Κίνας ετοιμαζόταν να εισβάλει στον νότιο γείτονά του.
Πέντε μήνες αφότου ο Άτσεσον παρέβλεψε να συμπεριλάβει τη Νότιο Κορέα κάτω από την ομπρέλα ασφαλείας της Αμερικής, η Βόρεια εισέβαλε πράγματι στη Νότια, με ενθάρρυνση από τον Στάλιν. Στην πρώτη στρατιωτική ενέργεια που ενέκρινε το νεοσύστατο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, οι Ηνωμένες Πολιτείες συγκέντρωσαν μια πολυεθνή συμμαχία για να υπερασπιστούν τη Νότιο Κορέα από στρατιωτικές επιθέσεις. Ύστερα από τρία χρόνια μαχών και περισσότερους από ένα εκατομμύριο θανάτους, ο πόλεμος τελείωσε με επιστροφή στα σύνορα που υπήρχαν λίγο πολύ πριν από τη σύγκρουση.
Η κρίση των αποφάσεων που λαμβάνουν πολιτικοί ηγέτες είναι πάντα πιο εύκολη εκ των υστέρων, και θα ήταν απερίσκεπτο να κατηγορήσουμε τον Άτσεσον για τον πόλεμο της Κορέας, οι θεμελιώδεις αιτίες του οποίου ήταν η κομμουνιστική φιλοδοξία και η μεταπολεμική περιχαράκωση της Αμερικής και όχι τόσο οι λέξεις που είπε κάποιος αμερικανός υπουργός Εξωτερικών. Κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει με οποιαδήποτε βεβαιότητα πως εάν οι συντάκτες του λόγου του Άτσεσον είχαν συμπεριλάβει τη Νότιο Κορέα υπό την αιγίδα της Αμερικής, οι στρατιώτες του Κιμ θα είχαν παραμείνει σταθερά πάνω από την 38η παράλληλο. Όπως παρατήρησε ο βιογράφος του Άτσεσον Ρόμπερτ Μπέισνερ, «Κανείς στην Ουάσινγκτον δε σχεδίαζε να στείλει περισσότερα στρατεύματα στην Ευρώπη, πόσο μάλλον να πολεμήσει στη Νότιο Κορέα». Εάν ο Άτσεσον διέπραξε κάποια αμαρτία, ήταν παράλειψη και όχι διάπραξη.
Εάν συγκρίνουμε αυτό το ακούσιο ατόπημα με το αρκετά πιο σκόπιμο αδιέξοδο στο οποίο οδήγησε τον εαυτό του ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα όταν αρνήθηκε να τηρήσει τη δική του «κόκκινη γραμμή» σε σχέση με τη χρήση χημικών όπλων από τον σύρο πρόεδρο Μπασάρ Αλ Ασάντ το 2013. Εκεί, η σύνδεση ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις ήταν πολύ πιο ξεκάθαρη. Έναν χρόνο νωρίτερα, ερωτηθείς σε συνέντευξη τύπου για τις συνθήκες υπό τις οποίες η Ουάσινγκτον θα αποφάσιζε να στείλει στρατιωτικές δυνάμεις κατά της κυβέρνησης του Ασάντ, ο Ομπάμα απάντησε, «Είμαστε πολύ ξεκάθαροι με το καθεστώς του Ασάντ, αλλά και με τους άλλους παίκτες εκεί, πως η κόκκινη γραμμή για εμάς είναι να δούμε ένα σωρό χημικών όπλων να μετακινούνται ή χρησιμοποιούνται. Αυτό θα άλλαζε τους υπολογισμούς μου. Αυτό θα άλλαζε την εξίσωσή μου».
Όταν τον Αύγουστο του 2013 το καθεστώς του Ασάντ αποκαλύφθηκε πως είχε χρησιμοποιήσει αέριο σαρίν κατά χιλιάδων αμάχων στο προάστιο της Δαμασκού Γκούτα, ο πρόεδρος φαινόταν έτοιμος να δράσει. «Δεν είναι προς το συμφέρον της εθνικής ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών να αγνοούν ξεκάθαρες παραβιάσεις» αυτού που περιέγραψε ως «διεθνή νόρμα» που απαγορεύει τη χρήση χημικών όπλων. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, ωστόσο, ο Ομπάμα έκανε πίσω από την απειλή του να χρησιμοποιήσει στρατιωτική δύναμη, επιμένοντας αρχικά σε έγκριση από τη Γερουσία που ήξερε πως δε χρειαζόταν, και στη συνέχεια αποδεχόμενος μια οπορτουνιστική και κυνική ρωσική πρόταση που θα άφηνε το καθεστώς του Ασάντ ανέπαφο σε αντάλλαγμα για την εξάλειψη των γνωστών αποθεμάτων του σε χημικά όπλα. Περισσότερο από τρία χρόνια αργότερα – ύστερα από εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους αμάχων, μια τεράστια προσφυγική κρίση που απειλεί την πολιτική σταθερότητα της Ευρώπης, και μια ρωσική εναέρια εκστρατεία υποστήριξης για τον Ασάντ που σηματοδοτεί τη θριαμβευτική επιστροφή της Μόσχας ως στρατιωτική δύναμη στη Μέση Ανατολή – ο πρόεδρος και οι ακόλουθοί του συνεχίζουν να επιμένουν πως η διστακτικότητα να τηρήσουν την κόκκινη γραμμή δεν ήταν λάθος αλλά κίνηση ενός μεγάλου στρατηγικού οράματος.
Σύμφωνα με αυτήν την χορωδία, η οποία ξεκινά από τον Λευκό Οίκο και εκτείνεται στους φιλικά προσκείμενους δημοσιογράφους και πολιτικούς αναλυτές, η παραφορτωμένη Αμερική ήταν για καιρό δέσμια της εμμονής της με τη λεγόμενη αξιοπιστία. Από το Βιετνάμ ως το Ιράκ, την Κριμαία και τη Συρία, κάτοικοι της «άμορφης μάζας» της Ουάσινγκτον, όπως περιέγραψε υποτιμητικά ο αναπληρωτής σύμβουλος εθνικής ασφάλειας Μπεν Ρόουντς τη δικομματική ελίτ εξωτερικής πολιτικής της πρωτεύουσας, έχει υπερβάλει για τις απειλές κατά της ασφάλειας και έχει παρουσιάσει αμερικανικά διακυβεύματα σε συγκρούσεις που έχουν ελάχιστη σχέση με τα αμερικανικά συμφέροντα. Η «αξιοπιστία», ορισμένη απλά ως συμφωνία λόγων και πράξεων, είναι ο όρος που επικαλούνται οι επικριτές της πολιτικής της κυβέρνησης για τη Συρία, οι οποίοι θεωρούν πως ο πρόεδρος έχασε πολύ από αυτό το πολύτιμο αγαθό υποσχόμενος να κάνει κάτι και στη συνέχεια μη τηρώντας τον λόγο του. Στους περισσότερους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, η αξιοπιστία είναι ένα πολύτιμο στοιχείο. Στη διπλωματία, κερδίζει φίλους και τρομάζει τους εχθρούς. Όμως για τα μέλη της απερχόμενης κυβέρνησης, που έχουν ήδη ξεκινήσει τη διαδικασία του ιστορικού αναθεωρητισμού με στόχο να επισκοτίσει την πραγματική πορεία αυτής της καταστροφικής προεδρίας, η αξιοπιστία δεν είναι τίποτα περισσότερο από πρόσχημα πολεμικής διάθεσης, ένα που επιβαρύνει την Αμερική με αχρείαστες δεσμεύσεις και οδηγεί συνεχώς στην πραγματοποίηση, σύμφωνα με τα λόγια του προέδρου, «ανοησιών».
Σύμφωνα με το σκεπτικό του Ομπάμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν συνεχώς συμπαρασυρθεί σε συγκρούσεις σε όλον τον κόσμο επειδή η στρατιωτική και διπλωματική ελίτ δεν μπορεί να χωνέψει την ιδέα ότι θα χάσει τη φήμη της. Η σημασία που δίνεται στην αξιοπιστία από το κατεστημένο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής της έχει κερδίσει μόνο την περιφρόνηση του Ομπάμα και του κύκλου του, όπως αποκαλύπτεται σε δύο συνεντεύξεις σε περιοδικά, και οι δύο αξιοσημείωτες για την ειλικρίνειά τους. Στην πρώτη, που δόθηκε στον Τζέφρι Γκόλντμπεργκ του Atlantic, ο πρόεδρος δήλωσε πως αντί να αισθάνεται ντροπιασμένος που δε βομβάρδισε τον Ασάντ το 2013, είναι στην πραγματικότητα «περήφανος». Αντιστάθηκε στο «βιβλίο κανόνων της Ουάσινγκτον», το οποίο συμπεριλαμβάνει την, προφανώς εξωφρενική, προσδοκία ο ηγέτης του ελεύθερου κόσμου να τηρεί τον λόγο του σε ζητήματα πολέμου και ειρήνης. «Να ρίχνεις βόμβες σε κάποιον για να αποδείξεις πως είναι πρόθυμος να ρίξεις βόμβες σε κάποιον» είναι ο τρόπος με τον οποίο ο πρόεδρος περιγράφει την τοποθέτηση των επικριτών του. Με αυτήν την ξεκάθαρη περιφρόνηση της ουσιαστικής πολιτικής διαφωνίας, ο Ομπάμα παρουσίασε τις στρατιωτικές ενέργειες με σκοπό την αποτροπή μαζικών δολοφονιών ως πολεμοχαρείς επιδείξεις ανδρείας.
Ως περαιτέρω ανάδειξη των υποτιθέμενων περιορισμών των κανόνων, ο Ομπάμα ανέφερε την εισβολή της Ρωσίας στη Γεωργία τον Αύγουστο του 2008. «Δε νομίζω ότι σκέφτηκε κανείς πως ο Τζορτζ Μπους ήταν υπερβολικά λογικός ή προσεκτικός στη χρήση της στρατιωτικής δύναμης» χαριτολόγησε ο πρόεδρος. Ωστόσο, πέντε χρόνια μετά τη «σοκαριστική» εισβολή του Μπους στο Ιράκ, η Μόσχα έφτασε τα τανκς της 30 μίλια μακριά από την Τιφλίδα. Ακόμη και οι πιο πολεμοχαρείς αμερικανοί ηγέτες, είπε ο Ομπάμα, δεν μπορούν να τρομάξουν τα άλλα έθνη ώστε να μη συμπεριφέρονται με τρόπους που θεωρούν ότι εξασφαλίζουν τα εθνικά τους συμφέροντα. Θα ήταν συνεπώς αφελές να πιστεύουμε πως η υποχώρηση του Ομπάμα από μια ξεκάθαρη υπόσχεση για διατάξει στρατιωτική δράση κατά του καθεστώτος του Ασάντ είχε οποιαδήποτε συνέπεια πέρα από μερικά τσαλακωμένα φτερά για τα πολεμικά γεράκια στην Ουάσινγκτον. Παρ’ ότι είναι αλήθεια πως ο πόλεμος του Ιράκ δεν είχε εμφανείς επιδράσεις στη λήψη αποφάσεων της Ρωσίας στη Γεωργία, αυτό που ξέχασε να πει ο Ομπάμα στο μάθημα ιστορίας του ήταν πως ο Βλαντίμιρ Πούτιν μπορεί να είχε φτάσει ακόμη πιο μακριά εάν η κυβέρνηση του Μπους δεν είχε κάνει επίδειξη δύναμης στην περιοχή, στέλνοντας πολεμικά πλοία στη Μαύρη Θάλασσα και ανθρωπιστική βοήθεια μέσω στρατιωτικού αεροσκάφους στην περικυκλωμένη γεωργιανή κυβέρνηση.
Ένα πιο ταιριαστό γεγονός προς συζήτηση σε σχέση με τη Γεωργία ήταν η απόφαση του ΝΑΤΟ, κατ’ εντολή της Γαλλίας και της Γερμανίας, να απορρίψει τα σχέδια δράσης μελών τόσο για τη Γεωργία όσο και την Ουκρανία, στη σύνοδο κορυφής της συμμαχίας στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008. Όπως και η ομιλία του Άτσεσον, αυτή η κίνηση σηματοδότηση την αναποφασιστικότητα και την αδυναμία της Δύσης, αφήνοντας ουσιαστικά αυτές τις χώρες σε μια στρατηγική γκρίζα ζώνη, κάτι που ο Πούτιν εξέλαβε ως πράσινο φως για την επίθεσή του. Πράγματι, μέσα σε έξι χρόνια από αυτή τη σύνοδο, και οι δύο πρώην σοβιετικές χώρες φιλοξενούσαν μεγάλους αριθμούς ρωσικών στρατευμάτων εισβολής.
Ερωτηθείς από τον Γκόλντμπεργκ εάν η άρνησή του να εφαρμόσει την κόκκινη γραμμή στη Συρία οδήγησε με οποιονδήποτε τρόπο στην επιθετικότητα του Πούτιν λίγους μήνες αργότερα στην Ουκρανία, ο Ομπάμα απάντησε απορριπτικά, «Αυτή η θεωρία διαψεύδεται τόσο εύκολα που πάντα αναρωτιέμαι πώς κάποιοι το υποστηρίζουν αυτό». Κανείς, ωστόσο, δεν υποστηρίζει σοβαρά πως η Ρωσία εισέβαλε στη γείτονά της επειδή η Αμερική δεν τιμώρησε τον Ασάντ για τη χρήση των χημικών όπλων. Όπως και η εισβολή του Κιμ Ιλ-σουνγκ στη Νότιο Κορέα, η προέλευση της παρέμβασης του Πούτιν στην Ουκρανία κρύβεται σε τοπικούς παράγοντες. Ωστόσο, όταν ο πρόεδρος και οι υποστηρικτές του ισχυρίζονται πως η μεταστροφή του για τον Ασάντ δεν έπαιξε κανέναν ρόλο στην ενθάρρυνση του ρωσικού εξωτερικού αντβεντουρισμού, αυτό αποτελεί ιδιαίτερη έκκληση. Η διστακτικότητα του Ομπάμα να εκπληρώσει την επιμονή του πως «ο Ασάντ πρέπει να φύγει» έστειλε το ίδιο μήνυμα με την απόρριψη από το ΝΑΤΟ του σχεδίου δράσης για τη Γεωργία και την Ουκρανία το 2008. Και στις δύο περιπτώσεις, ο Πούτιν σιγουρεύτηκε πως θα είχε μπροστά του ανοιχτές πύλες.
Η δεύτερη συνέντευξη μέσα από την οποία η κυβέρνηση επέδειξε την αδιαφορία της για την αξιοπιστία ήταν το προφίλ του Μπεν Ρόουντς από τον Ντέιβιντ Σάμιουελς του New York Times Magazine. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ο Λευκός Οίκος επέμεινε πως μια πειστική απειλή στρατιωτικής δύναμης βρισκόταν πάντα στο τραπέζι, και αυτό ακριβώς ήταν που απέσπασε τιμωρητικές υποχωρήσεις από την Τεχεράνη. Ωστόσο, ο Ρόουντς ουσιαστικά παραδέχτηκε πως ο Λευκός Οίκος ήθελε τόσο απελπισμένα μια συμφωνία που ήταν πρόθυμος να ξεγελάσει το κοινό για τη φύση του ιρανικού καθεστώτος, το οποίο υποστήριξε πως είχε γίνει πιο «μετριοπαθές» μετά την εκλογή του προέδρου Χαράν Ρουχάνι το 2013.
Για να προωθήσει αυτό το αφήγημα, η κυβέρνηση δημιούργησε έναν «θάλαμο αντήχησης» στον Τύπο, προωθώντας επιχειρήματα σε δεκτικούς δημοσιογράφους, πολλοί από τους οποίους, κρυφογέλασε ο Ρόουντς, είναι «27 χρονών» και «κυριολεκτικά δεν ξέρουν τίποτα». Με μια θεοκρατική δικτατορία να ανυπομονεί για πυρηνικά όπλα από τη μία πλευρά του διαπραγματευτικού τραπεζικού, και μια εξαντλημένη Αμερική που αναζητά την έξοδο από τη Μέση Ανατολή από την άλλη, δε χρειάζεται να είναι κανείς πυρηνικός στρατηγιστής για να συμπεράνει το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων. Όταν ο Σάμιουελς ρώτησε τον πρώην υπουργό Αμύνης του Ομπάμα και αρχηγό της CIA Λίον Πανέτα εάν, όπως είχε επιμείνει πολλές φορές ο Ομπάμα, θα είχε χρησιμοποιηθεί στρατιωτική δύναμη για να σταματήσει το Ιράν από το να αποκτήσει πυρηνική βόμβα, ο Πανέτα παραδέχτηκε «μάλλον όχι».
Γράφοντας στο Vox – ένα από τα αγαπημένα νέα μέσα της κυβέρνησης για την προώθηση της συμφωνίας με το Ιράν – ο Μαχ Φίσερ μετέφερε την τάση του Λευκού Οίκου με την απόρριψη της «παγίδας της αξιοπιστίας» που έχει περιορίσει χρόνια τους αμερικανούς ηγέτες. Η αντίληψη πως η συμπεριφορά της Αμερικής σε μια κρίση ή περιοχή μπορεί να επηρεάσει την εξέλιξη των πραγμάτων αλλού έχει «διαψευστεί» και είναι «εμφανώς εσφαλμένη», υποστήριξε ο Φίσερ, επικαλούμενος «πολιτικούς επιστήμονες». Ο Φίσερ αναφέρθηκε σε μια σειρά ακαδημαϊκών ερευνών για να στηρίξει το επιχείρημά του, λες και το τελικό σύνολο της διπλωματικής και στρατιωτικής ιστορίας του κόσμου, μέσα από όλη της την περιπλοκότητα, θα μπορούσε να ποσοτικοποιηθεί και να εξηγηθεί από τις μεθόδους των κοινωνικών επιστημών. Αναγκασμένος να βρει μια θεωρία που θα εξηγεί γιατί τόσοι αναλυτές και εξασκούντες της εξωτερικής πολιτικής έχουν καταναλωθεί από μια ένθερμη πίστη στην αξιοπιστία που είναι «εμφανώς εσφαλμένη», ο Φίσερ παρουσίασε απόφθεγμα καθηγητή διεθνών σχέσεων, ο οποίος υπέθεσε πως το ζήτημα είναι «έμφυλο», ένας τρόπος να επιδεικνύουν τον «ανδρισμό» τους. Ο Ζακ Μπότσαμπ, άλλος ένας από τους αρθρογράφους του Vox που θα πρέπει να είχε στο μυαλό του ο Ρόουντς όταν μίλησε για ευκολόπιστα μέλη του «θαλάμου αντήχησης» της κυβέρνησης, περιέγραψε την ιδέα της αξιοπιστίας στην εξωτερική πολιτική ως «απόλυτη ανοησία».
Χαρακτηριστικά, όπως και πολλοί άλλοι αριστερόφρονες, ο Φίσερ και Μπότσαμπ συμφωνούν με την απόλυτα συμβατική άποψη της αξιοπιστίας στην εξωτερική πολιτική όταν αυτός που κατηγορείται για την παραβίασή της είναι Ρεπουμπλικάνος. Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε προεκλογικά πως μπορεί να μην υπερασπιστεί τα Βαλτικά κράτη – όλα τους μέλη του ΝΑΤΟ – από ρωσικές επιθέσεις εάν δεν «εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς εμάς», ο Φίσερ, τώρα από τους New York Times, απήγγειλε, «Εάν ο κ. Τραμπ δημιουργήσει αμφιβολίες για τη δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών για την προστασία της περιοχής, αυτό θα ενισχύσει την αβεβαιότητα και την αστάθεια που ήδη το κάνει επικίνδυνο». Ο Μπότσαμπ υποστήριξε πως το «σφάλμα» του Τραμπ σχετικά με τις αμερικανικές δεσμεύσεις «δημιουργεί επικίνδυνες ποσότητες αβεβαιότητας» και τον κατηγόρησε για «απόρριψη ενός από τα θεμέλια της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής τάξης».
Επειδή είναι τόσο πεπεισμένη πως το φιάσκο του Ομπάμα με την κόκκινη γραμμή ήταν στην πραγματικότητα μια ευφιής διπλωματική νίκη, ο πρόεδρος και οι σύμμαχοί του έχουν αφοσιωθεί στην επιχειρηματολογία κατά της πραγματικότητας. Η περίφημη προσπάθεια απομάκρυνσης των χημικών όπλων του Ασάντ δεν ήταν η μεγάλη επιτυχία που υποστήριζαν κάποτε. Τον Οκτώβριο, το υπουργείο Εξωτερικών παραδέχτηκε πως το καθεστώς συνεχίζει να χρησιμοποιεί εκρηκτικά αέριου χλωρίου κατά αμάχων. (Αυτή η κάπως αυθαίρετη εστίαση στα χημικά όπλα, ωστόσο, έχει επισκιάσει τη χρήση συμβατικών όπλων από το καθεστώς, που έχει σκοτώσει πολύ περισσότερους ανθρώπους.) Από τότε που η Ουάσινγκτον άνοιξε τον δρόμο για τη στρατιωτική παρέμβαση της Μόσχας, ξεκαθαρίζοντας πως θα έμενε αμέτοχη στη σύγκρουση, η κυβέρνηση επιμένει πως η Ρωσία μπήκε σε αδιέξοδο. Η ενίσχυση του Ασάντ, είπε ο Ομπάμα στο Atlantic, «δεν κάνει ξαφνικά τον Πούτιν παίκτη… Δεν υπάρχει καμία συνάντηση των G20 όπου οι ρώσοι καθορίζουν την ατζέντα γύρω από οποιοδήποτε ζήτημα που έχει σημασία». Αυτό μάλλον θα διασκέδασε τον πούτιν, που φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο για τα παραδοσιακά μέτρα μεγάλης δύναμης, όπως η διατήρηση στρατιωτικού πατήματος στη Μέση Ανατολή και η αύξηση υποστήριξης για έναν μακροχρόνιο σύμμαχο, παρά για την υπερθέρμανση του πλανήτη ή οτιδήποτε άλλο κυριαρχεί στις συζητήσεις των G20. Η σκέψη πως ο Πούτιν έχει κερδίσει κάτι με την παρέμβαση στη Συρία, συνέχισε ο πρόεδρος, «σημαίνει την ουσιαστική παρανόηση της φύσης της ισχύος στις εξωτερικές σχέσεις και τον κόσμο γενικότερα». Παρ’ όλα αυτά, κατά οποιοδήποτε αντικειμενικό μέτρο – σε αντίθεση με αυτά που χρησιμοποιούνται στον διαλεκτικό φανταστικό κόσμο του Ομπάμα όπου η «πρόοδος» μας κινεί όλους αναπόφευκτα μπροστά – ο Πούτιν είναι αυτός που έχει πετύχει τους στόχους του στη Συρία και η Δύση έχει αποτύχει οικτρά.
Εν τέλει, η αποκήρυξη της ιδέας πως η αξιοπιστία δεν έχει σημασία από τον άμοιρο υπουργό Εξωτερικών του ίδιου του Ομπάμα, Τζον Κέρι. Στο Saban Forum αυτού του μήνα, ο Κέρι παραδέχτηκε πως η αποτυχία υπεράσπισης της κόκκινης γραμμής του προέδρου «μας κόστισε σημαντικά στην περιοχή, και το γνωρίζω όπως το γνωρίζει και ο πρόεδρος… Μας κόστισε. Η αντίληψη μπορεί συχνά να είναι η πραγματικότητα». Οι σύμμαχοι της Αμερικής λένε λίγο πολύ το ίδιο. «Το μήνυμα αυτό αναγνώστηκε ως αδυναμία από τη διεθνή κοινότητα» είπε ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολλάντ, ο οποίος κατηγόρησε την αναποφασιστικότητα του Ομπάμα για την επέκταση της ρωσικής επιθετικότητας. «Αυτό προκάλεσε την κρίση στην Ουκρανία, την παράνομη προσάρτηση της Κριμαίας, και αυτά που συμβαίνουν στη Συρία αυτή τη στιγμή.» Πρώην αξιωματούχους του ιαπωνικού υπουργείου Αμύνης ανέφερε πως, «εάν δεν πρόκειται να τηρήσετε κόκκινες γραμμές, δεν πρέπει να μιλάτε για αυτές». Η αδράνεια της Ουάσινγκτον, προσέθεσε, έχει «υπονομεύσει» τη θέση των ΗΠΑ στην Ασία.
Η άρνηση πως η αξιοπιστία έχει αξία στον κόσμο – υποστηρίζοντας πως δεν είναι τίποτα περισσότερο από έναν μαγικό τρόπο σκέψης που σχεδιάστηκε για να παγιδεύσει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε ατελείωτες συγκρούσεις – αποτελεί μια πρόθυμη ψευδαίσθηση και συνταγή για πολιτική αποτυχία. Είναι επίσης μια αριστοτεχνική διαβουλευτική τακτική, που αρέσει ιδιαίτερα σε αυτόν τον Λευκό Οίκο και τους ακολούθους του. Εάν προκαλέσεις την αδυναμία αυτής της κυβέρνησης στην παγκόσμια σκηνή, θα αντιμετωπιστείς με μια ατελείωτη συρροή ψευδών διχοτομήσεων. Όσοι κατακρίνουν τον πρόεδρο επειδή δεν έκανε περισσότερα στη Συρία, υποστηρίζουν ο ίδιος και οι ακόλουθοί του, θέλουν να ξεκινήσουν έναν ακόμη πόλεμο στη Μέση Ανατολή (λες και αυτό που περνά η Συρία τα τελευταία πέντε χρόνια δεν είναι ήδη πόλεμος). Όσοι συμβουλεύουν να στείλει αμυντικά όπλα στην Ουκρανία θέλουν πόλεμο με τη Ρωσία. Όσοι βρίσκουν λάθη στην πυρηνική συμφωνία με το Ιράν θέλουν πόλεμο με την Τεχεράνη.
Κατά τη διάρκεια του προκριματικού γύρου των Δημοκρατικών για τις προεδρικές εκλογές του 2008, απαντώντας στον ισχυρισμό της τότε αντιπάλου του Χίλαρι Κλίντον πως οι υποσχέσεις της εκστρατείας του είναι «απλά λόγια», ο Ομπάμα απήγγειλε έναν από τους πιο αξιομνημόνευτους λόγους του. Επικαλούμενους κάποιους από τους πιο διάσημους αφορισμούς των αμερικανικών αρχών, από τον επαναστατικό ισχυρισμό της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας πως «όλοι έχουν δημιουργηθεί ίσοι», μέχρι το «το μόνο που έχουμε να φοβόμαστε είναι ο ίδιος ο φόβος» του Φράνκλιν Ρούσβελτ, ο Ομπάμα δήλωσε αυτάρεσκα, «Μη μου λέτε πως τα λόγια δεν έχουν σημασία». Πόσο τραγική ειρωνεία αυτός ο πρόεδρος, ο οποίος περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο στην πρόσφατη ιστορία ενήργησε λες και οι ομιλίες του αντικαθιστούσαν τις πράξεις, να υπήρξε τόσο επιλεκτικός στην αναγνώριση της σημασίας των λόγων.