Οποιαδήποτε συζήτηση αυτές τις ημέρες με στέλεχος ευρωπαϊκής τράπεζας μετατρέπεται γρήγορα σε συζήτηση για το πώς οι ανταγωνιστές τους στις ΗΠΑ βρίσκονται σε καλύτερη φόρμα.
Οι αμερικανικές τράπεζας ενίσχυσαν πολύ πιο γρήγορα την κεφαλαιακή τους βάση μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, επίσης έχουν περισσότερη ρυθμιστική βεβαιότητα (εν μέρει επειδή δεν αντέδρασαν σε κάθε προτεινόμενη αλλαγή κανόνων). Και τουλάχιστον σε μία γωνία των χρηματοπιστωτικών αγορών, οι ευρωπαίοι παραχωρούν μερίδιο της αγοράς με αυξανόμενο ρυθμό.
Η αναδοχή διεθνών ομολόγων είναι εκεί όπου ανταγωνίζονται οι μεγαλύτερες αμερικανικές και ευρωπαϊκές τράπεζας για το δικαίωμα να συγκεντρώσουν κεφάλαιο για τους μεγαλύτερους δανειολήπτες του κόσμου. Φέτος, το σύνολο των δανεισθέντων έχει φτάσει σχεδόν τα 4 τρισεκατομμύρια δολάρια. Αυτό που έχει γίνει ξεκάθαρο είναι πως οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν αρχίσει να παραχωρούν αυτή τη λειτουργία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και οι συνέπειες θα γίνουν αισθητές σε άλλους τομείς των επιχειρήσεών τους:
Στο ξεκίνημα αυτής της δεκαετίας, η Deutsche Bank ήταν συνεχώς το νούμερο 2 στην αναδοχή διεθνών ομολόγων. Πέρυσι, έπεσε στην έκτη θέση. Φέτος, η μεγαλύτερη τράπεζα της Γερμανίας είναι έβδομη. Το 2010, η Deutsche Bank έλεγχε 7,3% της διεθνούς αγοράς ομολόγων, φέτος το μερίδιό της είναι στο 5,1%. Με τον γενικό διευθυντή Τζον Κράιαν να συνεχίζει τις περικοπές στην επενδυτική τράπεζα – ο διευθυντής ρίσκου Στιούαρτ Λιούις είπε στην εφημερίδα Die Zeit αυτήν την εβδομάδα πως το βιβλίο παραγώγων της τράπεζας παραμένει υπερβολικά μεγάλο – φαίνεται απίθανο η όρεξη της Deutsche Bank για ομόλογα να επανέλθει σύντομα.
Ποιος θα κρατήσει την ευρωπαϊκή σημαία; Όχι πάντως η βρετανική Barclays, η οποία πλοηγούταν της σειράς στη διαχείριση των διεθνών ομολόγων στο ξεκίνημα της δεκαετίας, βρισκόμενη στην κορυφή της λίστας του 2010 με μερίδιο στην αγορά πάνω από 8%. Όπως και η Deutsche Bank, η Barclays έχει ξεκινήσει να συρρικνώνει την επενδυτική της δραστηριότητα εν μέσω πιο αυστηρών κεφαλαιακών ρυθμίσεων από τους ρυθμιστές του Ηνωμένου Βασιλείου μετά την κρίση. Παρ’ ότι παραμένει τρίτη στην κατηγορία, το μερίδιό της έχε πέσει στο 6,8%, πίσω τόσο από τη JPMorgan όσο και από τη Citigroup.
Η Barclays ετοιμάζεται να παραμερίσει 7.000 από τους λιγότερο επικερδείς εταιρικούς πελάτες της, επιπλέον 17.000 πελατών που ήδη έχει απορρίψει από το 2014. Η μείωση των πελατών είναι ένας βέβαιος τρόπος να συρρικνώσεις τον ισολογισμό σου – όπως και τα έσοδα και το περιθώριο κέρδους.
Άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες δείχνουν να παρατούν εντελώς την αναδοχή των ομολόγων. Το 2010, η Royal Bank of Scotland ήταν ένας αξιόπιστος παίκτης στη διαχείριση διεθνών ομολόγων, με μερίδιο στην αγορά λίγο χαμηλότερο του 4% που την έφερνε στην 11η θέση της κατάταξης των αναδοχών. Τώρα, έχει λιγότερο από 1,4% των εργασιών.
Η τράπεζα έχει περισπαστεί από σκάνδαλα και διοικητικά προβλήματα. Πούλησε εσφαλμένα δανειακές εγγυήσεις σε βρετανούς πελάτες λιανικής, αντιμετωπίζει αγωγές από τους επενδυτές για τον τρόπο με τον οποίο συγκέντρωσε κεφάλαια το 2008, και είναι υπό έρευνα στις ΗΠΑ για υποθηκευμένα χρεόγραφα. Απέτυχε στο stress test της Τράπεζας της Αγγλίας τον περασμένο μήνα, οκτώ χρόνια μετά τη διάσωση από τους φορολογούμενους που τη μετέτρεψε σε πτέρυγα του κράτους με κόστος μεγαλύτερο από 45 δισεκατομμύρια λίρες. Δεν προκαλεί έκπληξη που ετοιμάζεται να ανακοινώσει ετήσιες απώλειες για έννατη συνεχή χρονιά τον Φεβρουάριο.
Οι ελβετικές τράπεζες δεν τα έχουν πάει καλύτερα. Στο ξεκίνημα της δεκαετίας, η Credit Suisse και η UBS ήταν, αντίστοιχα, ο έκτος και ο έβδομος διαχειριστής των πωλήσεων διεθνών ομολόγων, κάθε μία με περίπου 4,3% στην αγορά. Φέτος, η Credit Suisse έχει πέσει στην 11η θέση, με 2,5% της αγοράς. Η UBS είναι 16η, με μερίδιο 1,8%. Αυτό αποτελεί μεγάλη πτώση από τις πρώτες ημέρες της αγοράς Ευρωομολόγων, όταν περίπου τρία τέταρτα όλων των νέων χρεογράφων αγοράζονταν από ελβετούς επενδυτές.
Εάν, λοιπόν, οι ευρωπαίοι αφήνουν την αγορά διεθνών ομολόγων να διαφύγει, ποιος επωφελείται; Η JPMorgan βρίσκεται στην κορυφή της κατάταξης με 7,8%, όπου βρισκόταν και πέρυσι με 8%. Αυτή ήταν περίπου και η θέση της στην αρχή της δεκαετίας. Η Citigroup έχει βελτιώσει τη θέση της, ανεβαίνοντας στη δεύτερη από την τρίτη, και αύξησε τις λειτουργίες της σε 7,2% από το 6,5% του 2015. Το 2010 ήταν μόλις όγδοη, με 4%.
Όμως αυτή που έχει επωφεληθεί περισσότερο είναι η Goldman Sachs. Στην έκτη θέση με 5,6% της αγοράς, δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα από πέρυσι, όμως έχει ανέβει από τη 10η θέση και από λιγότερο από 3,9% του 2010.
Το ένα φωτεινό σημείο στον ευρωπαϊκό χάρτη προέρχεται από την HSBC Holdings. Καθώς ξέσπασε η κρίση των στεγαστικών στις ΗΠΑ, η βρετανική τράπεζα κατάλαβε γρήγορα πως η Household International, η αμερικανική δανειοδοτική επιχείρηση για την οποία πλήρωσε 15,5 δισεκατομμύρια δολάρια το 2003, είχε χρεοκοπήσει. Ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή τράπεζα που πήρε προληπτικά βήματα κατά των απωλειών, και ήταν η πρώτη που κατάφερε να συγκεντρώσει σχεδόν 18 δισεκατομμύρια δολάρια σε νέα κεφάλαια το 2009.
Ως αποτέλεσμα, η HSBC είναι μία από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές εταιρείες που δε συρρικνώνουν ενεργά τον ισολογισμό τους. Το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων των 2,6 τρισεκατομμυρίων δολαρίων είναι σε συμφωνία με τον μέσο όρο του πρώτου μισού της δεκαετίας.
Με το μερίδιό της στην αγορά να ανεβαίνει στο 6,6% από το 5,2%, η HSBC είναι επίσης μία από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές τράπεζες που έχουν αυξήσει τις εργασίες τους με τις αναδοχές διεθνών ομολόγων από το 2010 (η γαλλική BNP Paribas έχει βελτιωθεί ελαφρώς με 4% από 3,9%). Είναι κατανοητό, λοιπόν, που οι μετοχές της HSBC έχουν ανέβη σχεδόν 20% φέτος, σε σύγκριση με την πτώση 20% της Deutsche Bank και της ελάχιστη μεταβολή της Barclays το 2016.
Το διεθνές τραπεζικό μοντέλο – στο οποίο οι τράπεζες εξυπηρετούν καταναλωτές τόσο λιανικής όσο και εταιρικούς – ήταν πάντα πιο πιθανό να δυσκολευτεί καθώς οι επιτηρητές της αγοράς προσπαθούν να επιλύσουν προβλήματα των πολύ μεγάλων για να αποτύχουν. Η προσπάθεια παροχής όλων των υπηρεσιών σε ένα είναι δύσκολη και σιτς καλές εποχές, πόσο μάλλον σε ένα περιβάλλον όπου η ρυθμίσεις κάνουν κάποιες λειτουργίες μη επικερδείς αυξάνοντας το κεφάλαιο που πρέπει να μένει στην άκρη για την περίπτωση πιθανών κινδύνων και απωλειών.
Όμως οι τράπεζες που δεν αφιερώνουν κεφάλαια στην αναδοχή πωλήσεων ομολόγων για τους πελάτες τους είναι πιθανό να χάσουν πιο ελκυστικές συμφωνίες, όπως συγχωνεύσεις και εξαγορές. Οι χρηματοπιστωτικές εταιρείες της Ευρώπης κινδυνεύουν να χάσουν τη σημασία τους εάν παραχωρήσουν αγορές στα ξαδέλφια τους στις ΗΠΑ, και αυτό δεν μπορεί να είναι καλό για τις εταιρείες ή τις οικονομίες που εξυπηρετούν.