Η επίπονη διαδικασία – η παρουσίαση στην τράπεζα τριπλών φορολογικών δηλώσεων, συστάσεων κοκ – ήταν ένας τρόπος καταμερισμού κεφαλαίου. Καταμερισμός είναι ο όρος των αγορών όπου δεν μπορούν όλοι να αγοράσουν. Όταν συμβαίνει αυτό, οι τιμές δε σημαίνουν αυτό που δείχνουν. Υπό τον καταμερισμό κεφαλαίου, το πραγματικό κόστος κεφαλαίου δεν είναι μόνο το επιτόκιο, αλλά και το βάρος της εκπλήρωσης όλων των κριτηρίων για να αποδείξεις πως είσαι άξιος δανειολήπτης.
Αξίζει να αναρωτηθούμε εάν ο καταμερισμός του κεφαλαίου έχει εξαπλωθεί και στον επιχειρηματικό κόσμο. Εάν ισχύει αυτό, αυτό μπορεί να σημαίνει πως τα επιτόκια μπορεί να είναι πολύ λιγότερο χρήσιμοι δείκτες των οικονομικών συνθηκών απ’ ότι πιστεύουν πολλοί. Και θα σήμαινε πως οι πολιτικές που στοχεύουν στη μείωση των επιτοκίων – χαμηλότεροι φόροι σε κεφαλαιακά κέρδη, χαμηλότερα ελλείμματα, κοκ – δεν έχουν πολλές ελπίδες να κινητοποιήσουν τις επενδύσεις.
Ακολουθούν δύο σημαντικά γεγονότα για τις επιχειρηματικές επενδύσεις. Πρώτον, βρίσκονται σε πτώση από περίπου το 1980:
Δεύτερον, γίνονται όλο και φτηνότερες μακροπρόθεσμα. Ακολουθεί δείκτης του μέσου επιτοκίου για το εταιρικό χρέος:
Τα επιτόκια τείνουν να είναι εξαιρετικά αλληλεξαρτώμενα, οπότε αυτή η πτώση στην τιμή των επενδύσεων ακολουθεί τη γενικότερη παγκόσμια μείωση στα επιτόκια.
Τι σημαίνει όμως το γεγονός ότι οι επενδύσεις γίνονται φτηνότερες αλλά λιγότερες από αυτές αγοράζονται; Η πιο βασική εξήγηση είναι η μείωση της ζήτησης. Εάν υπάρχουν, πολύ απλά, λιγότερα πρότζεκτ για να επενδύσει κανείς, λόγω της μείωσης της παραγωγικότητας ή της στάσιμης ανάπτυξης του πληθυσμού, οι επιχειρήσεις θα οπισθοχωρήσουν, μειώνοντας τόσο την ποσότητα όσο και την τιμή.
Υπάρχουν ωστόσο λόγοι να αμφισβητήσουμε αυτήν την απλή εξήγηση. Μια ανάκαμψη στην ανάπτυξη της παραγωγικότητα στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000 δεν ανέτρεψε την τάση της μείωσης των επενδύσεων. Δεύτερον, μια πληθώρα πολιτικών που σχεδιάστηκαν για να αυξήσουν τις επενδύσεις μειώνοντας το κόστος του κεφαλαίου – περικοπές στους φορολογικούς συντελεστές για τα κεφαλαιακά κέρδη και τα μερίσματα, για παράδειγμα – δεν κατάφεραν να μετακινήσουν τον δείκτη. Σε πρόσφατη έκθεση από τον οικονομολόγο Ντάνι Γιάγκαν υπολογίζεται πως η περικοπή στον φόρο μερισμάτων το 2003 δεν είχε καμία απολύτως επίδραση στις επιχειρηματικές επενδύσεις.
Τι συμβαίνει, τότε; Είναι πιθανό πως ευθύνονται περίπλοκα διεθνή φαινόμενα – εγχώρια κεφάλαια μπορεί να έχουν στραφεί στο εξωτερικό σε τέτοιον βαθμό που ξεπέρασε τη μείωση στα επιτόκια, μειώνοντας τη συνολική διαθεσιμότητα. Υπάρχουν και άλλες εξηγήσεις. Όμως η επιλογή του καταμερισμού κεφαλαίου αξίζει να εξεταστεί.
Είναι πιθανό οι επιχειρηματικές επενδύσεις, στις ΗΠΑ και σε άλλες πλούσιες χώρες, να καταμερίζεται παρά να τιμολογείται σήμερα. Μια επίλεκτη ομάδα επιχειρήσεων – όπως η Apple ή η General Electric – μπορούν να δανειστούν όσο επιθυμούν με χαμηλά επιτόκια. Οποιαδήποτε επιχειρηματική ευκαιρία δουν, θα χρηματοδοτηθεί. Όμως για την πληθώρα μικρότερων επιχειρήσεων εκεί έξω – συμπεριλαμβανομένων μικρών εταιρειών αλλά και επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να γίνουν οι αυριανοί γίγαντες – μπορεί να είναι δύσκολο να δανειστούν με οποιαδήποτε τιμή. Αυτές οι άτυχες εταιρείες μπορεί να αποκλειστούν από την κλειστή κοινωνία του φτηνού κεφαλαίου, κοιτάζοντας απογοητευμένες μέσα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει όχι μόνο σε χαμηλότερες επενδύσεις, αλλά και σε βιομηχανική συγκέντρωση που θα βλάψει την οικονομική αποδοτικότητα.
Εάν ίσχυε αυτό, θα περιμέναμε να δούμε πως οι αυξήσεις στη χρηματοδότηση που απευθύνεται σε μικρότερες εταιρείες θα είχαν μεγάλες ευνοϊκές επιπτώσεις στις επενδύσεις από startups. Έκθεση του 2011 από τους οικονομολόγους Σάμπσα Σαμόλα και Όλαφ Σόρενσον ισχυρίζεται πως έχει παρατηρήσει ακριβώς αυτό. Άλλες πρόσφατες έρευνες τείνουν να εντοπίζουν το ίδιο φαινόμενο. Και όταν άλλοι οικονομολόγοι εξέτασαν στοιχεία από τη Μεγάλη Ύφεση, βρήκαν πως οι μικρές επιχειρήσεις που αντιμετώπισαν περιορισμούς στη χρηματοδότηση απέλυσαν περισσότερους εργαζομένους, κάτι που σημαίνει ότι επίσης επένδυσαν λιγότερο.
Αυτού του είδους η έρευνα είναι γεμάτη δυσκολίες, και το αίτιο είναι πολύ δύσκολο να καθοριστεί, οπότε είναι σημαντικό να μη βγάζουμε πάρα πολλά συμπεράσματα από αυτό. Όμως ένα συμπέρασμα φαίνεται ξεκάθαρο – εάν θέλουμε να αυξήσουμε τις επιχειρηματικές επενδύσεις, οι πολιτικές που προωθούν την πρόσβαση στο κεφάλαιο φαίνονται πιο αποτελεσματικές από τις πολιτικές που μειώνουν τα επιτόκια. Η τελευταία προσέγγιση έχει δοκιμαστεί και δε δούλεψε. Ίσως πρέπει να δώσουμε και στην πρώτη μια ευκαιρία. Αυτό θα σημαίνει την ενθάρρυνση των επιχειρηματικών κεφαλαίων, τους δανεισμούς σε μικρές εταιρείες, και περισσότερη προσπάθεια από την πλευρά των τραπεζών στην εύρεση υποσχόμενων δανειοληπτών – ουσιαστικά, μια προσπάθεια να μπουν περισσότερες επιχειρήσεις στην κλειστή κοινότητα της κεφαλαιακής αφθονίας.