Σε μια περίοδο όπου η Ευρώπη χρειάζεται να πάρει σημαντικές συλλογικές αποφάσεις για την οικονομία και την εξωτερική πολιτική, τα εσωτερικά ζητήματα απασχολούν τα μεγαλύτερα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ισπανία και η Ιταλία. Κατά συνέπεια, υπάρχει αυξανόμενη πίεση για τη γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ και την κυβέρνησή της να βγουν μπροστά και να ηγηθούν.
Όμως ενώ η Γερμανία θέλει να δείξει ηγεσία, χρειάζεται ευρωπαίους εταίρους που είναι πρόθυμοι να συμμετέχουν και να συμβιβαστούν. Οι επικριτές της Γερμανίας έχουν δίκιο όταν λένε πως θα μπορούσε να είναι πιο δεκτική με τις πολιτικές προτάσεις των άλλων μελών, όμως πολλές διαμαρτυρίες που γίνονται κατά της Γερμανίας έχουν υπάρξει άδικες και πολλές φορές αυτο-εξυπηρετούμενες.
Για παράδειγμα, η γερμανική κυβέρνηση έχει κατηγορηθεί για παραμερισμό της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης στην αντίδραση στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Όμως παρ’ ότι κάποια από τα μέτρα της ήρθαν πολύ αργά ή ήταν εσφαλμένα – όπως η πρότασή της για «προσωρινό Grexit» – η κυβέρνηση της Γερμανίας έχει επίσης συμφωνήσει σε αρκετά προγράμματα διάσωσης, τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, και μιας τραπεζικής ένωσης στην ΕΕ. Επιπλέον, η Γερμανία έχει αναλάβει το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής επιβάρυνσης.
Η Γερμανία έχει επίσης δεχτεί κριτική επειδή δε συμφωνεί να συνυπογράψει Ευρωομόλογα, και επειδή αντιτίθεται σε μια ένωση μεταφορών. Όμως αυτά τα επιχειρήματα δε γίνονται πάντα με καλή πίστη: κράτη-μέλη όπως η Γαλλία θέλουν να επιμεριστούν το ρίσκο χωρίς να παραχωρήσουν αρκετή κυριαρχία επί της οικονομικής χάραξης πολιτικής. Η κυβέρνηση και οι πολίτες της Γερμανίας είναι πιο ανοιχτοί από τους περισσότερους στη μεγαλύτερη ενοποίηση που χρειάζεται για να σταθεροποιηθεί το ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της δημοσιονομικής ένωσης. Όμως, για να επιτευχθεί αυτό, όλοι οι εταίροι θα πρέπει να προχωρήσουν μπροστά, μοιραζόμενοι πολιτική κυριαρχία και ρίσκο.
Ένα τρίτο παράπονο που γίνεται κατά της Γερμανίας είναι πως υλοποιεί πολιτικές φτωχοποίησης του γείτονα, ακολουθώντας περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές που έχουν δημιουργήσει ένα υπερβολικό πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών κοντά στο 9% του ΑΕΠ. Αυτό πράγματι ήταν λάθος. Όμως είναι ένα γερμανικό πρόβλημα, πρωτίστως. Ενώ η Γερμανία έχει ένα τεράστιο επενδυτικό κενό που βλάπτει την εσωτερική παραγωγικότητα και ανάπτυξη, δεν είναι ο βασικός υπαίτιος για τη χλιαρή ανάπτυξη, την υψηλή ανεργία, τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα και άλλα οικονομικά προβλήματα αλλού στην Ευρώπη.
Ομολογουμένως, πολλοί γερμανοί πολιτικοί παράγοντες έχουν παραπλανηθεί με την εμμονή τους με τη δημοσιονομική λιτότητα, και την κριτική τους κατά της προσέγγισης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στη νομισματική πολιτική. Όμως είναι δικαιολογημένα ενοχλημένοι με τον αργό ρυθμό των οικονομικών μεταρρυθμίσεων σε όλη την ΕΕ. Συνολικά, οι γερμανοί είναι βαθύτατα φιλοευρωπαίοι, και η γερμανική κυβέρνηση έχει κάνει περισσότερα για την Ευρώπη από όσα της αναγνωρίζονται.
Τα ηγετικά λάθη είναι εύκολο να εντοπιστούν και να κατακριθούν εκ των υστέρων. Μια πιο εποικοδομητική άσκηση είναι η κρίση των αποφάσεων με δεδομένες τις πληροφορίες που ήταν διαθέσιμες τη στιγμή που λήφθηκαν, και να χρησιμοποιηθούν τα μαθήματα του παρελθόντος σε μελλοντικές επιλογές. Με το πλεονέκτημα της ύστερης γνώσης, η γερμανική κυβέρνηση – και πράγματι, οποιαδήποτε κυβέρνηση – θα είχε ενεργήσει διαφορετικά σχετικά με την κρίση του ελληνικού χρέους, τη δημοσιονομική πολιτική, το δημοψήφισμα του Brexit , και ούτω καθεξής. Συνεπώς, ένας πιο δίκαιος δείκτης για τη γερμανική ηγεσία είναι η πορεία των άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Θα ήταν σε καλύτερη θέση η Ευρώπη σήμερα εάν η κυβέρνηση της Γερμανίας είχε ακολουθήσει τους δρόμους που υιοθέτησαν οι γάλλοι, βρετανοί ή ιταλοί ομόλογοί της τα τελευταία χρόνια;
Ακόμη κι αν η Μέρκελ άργησε να απαντήσει στις κρίσεις στην Ιταλία και την Ελλάδα, έχει επίσης δείξει εξαιρετική ανοχή, ανοιχτό μυαλό και προνοητικότητα. Σε δύο βασικούς τομείς – την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης και της ρωσικής επιθετικότητας – η κυβέρνησή της έχει δείξει περισσότερη ευρωπαϊκή αλληλεγγύη από τα περισσότερα υπόλοιπα κράτη-μέλη.
Επιπλέον, η Μέρκελ επέδειξε λογική ηγεσία στην αντίδρασή της στη νίκη του Τραμπ. Τον συνεχάρη και του προσέφερε μια στενή συνεργατική σχέση, αλλά μόνο με βάση τις «κοινές αξίες», όπως «η δημοκρατία, η ελευθερία, καθώς και ο σεβασμός για τον νόμο δικαίου και την αξιοπρέπεια κάθε ένα και όλων των ανθρώπων». Είναι επίσης ο πιο σημαντικός και ο πιο συμπονετικός εταίρος για τη βρετανική κυβέρνηση στις επικείμενες διαπραγματεύσεις για το Brexit.
Τα ποσοστά έγκρισης της Μέρκελ παραμένουν αξιοζήλευτα για τους υπόλοιπους ευρωπαίους ηγέτες, και θα μπορούσε να είναι η τελευταία εγκατεστημένη, μη λαϊκίστρια αρχηγός κράτους ανάμεσα στις μεγαλύτερες δυτικές χώρες. Το συνταγματικό δημοψήφισμα στην Ιταλία στις 4 Δεκεμβρίου μπορεί να ήταν η τελευταία αφύπνιση για την Ευρώπη ώστε να συμμαζευτεί και να αντιμετωπίσει τους κοινωνικούς διχασμούς, τον πολιτικό εξτρεμισμό, και την αυξανόμενη οικονομική και πολιτική κρίση.
Η γερμανική κυβέρνηση θα πρέπει να μάθει από τα λάθη του παρελθόντος, ενώ παράλληλα θα συνεχίσει να βγαίνει μπροστά ως ηγέτης της Ευρώπης. Όμως δεν μπορεί να τα καταφέρει μόνη της. Οι υπόλοιπες κυβερνήσεις της ΕΕ θα πρέπει να σταματήσουν να τα βάζουν με τη Γερμανία για να στρέψουν την προσοχή από τις δικές τους αποτυχίες. Τα τελευταία χρόνια, οι επιθέσεις τους έφτασαν πολύ μακριά, και υπήρξαν αντιπαραγωγικές. Η Γερμανία χρειάζεται τους εταίρους της να καθίσουν στο τραπέζι και να συμμετάσχουν σε έναν εποικοδομητικό διάλογο για βάσιμες λύσεις στην αυξανόμενη κρίση της Ευρώπης.