Η ρευστότητα και η ασάφεια που προκύπτουν από το ευρωπαϊκό αλλά και γενικότερα από το διεθνές περιβάλλον, είναι το πλαίσιο εντός του οποίου θα κινηθεί η ελληνική οικονομία στη διάρκεια του 2017, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις πέντε σημαντικών οικονομολόγων και αναλυτών, που καταθέτουν τις απόψεις τους.
Πρόκειται για τους Κώστα Βεργόπουλο, καθηγητή οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Paris VIII, Κώστα Μελά, καθηγητή οικονομίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Σταύρο Τομπάζο, αναπληρωτή καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, το δημοσιογράφο και αναλυτή Αντώνη Παπαγιαννίδη, καθώς και τον Κώστα Κόλλια, πρόεδρο του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος.
Στις εκτιμήσεις τους θεωρούν ότι η ισχυρή αντιφατικότητα των τάσεων της ελληνικής οικονομίας, δεν επιτρέπει μονομερείς προσεγγίσεις. Η ρευστότητα του ευρωπαϊκού περιβάλλοντος θα οδηγήσει στο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος, προκειμένου να επιτραπεί στην ελληνική οικονομία να αξιοποιήσει τα χρηματοδοτικά εργαλεία που θα την οδηγήσουν στην ανάκαμψη.
Σε κάθε περίπτωση οι καταγραφόμενες εκτιμήσεις έχουν διαφορετικές αφετηρίες και διαφορετικά μεθοδολογικά εργαλεία, ωστόσο κοινός τόπος είναι τόσο η αβεβαιότητα όσο και η ανυπαρξία εύκολων λύσεων.
ΔΡΑΚΟΙ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ
Του Κ. Μελά
Η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας: Γενικό πλαίσιο.
Τελικά ποια είναι η σημερινή πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας; Βρίσκεται σε κατάσταση κατάρρευσης, όπως υποστηρίζουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ή σε κατάσταση ανάκαμψης, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση;
Η απάντηση που μπορεί να δοθεί από έναν ψύχραιμο παρατηρητή είναι ότι στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Οι υπερβολές που ενυπάρχουν στην άποψη και των δύο πλευρών είναι εμφανείς.
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε φάση εύθραυστης σταθεροποίησης ορισμένων μακροοικονομικών μεγεθών και εμφανούς αποσταθεροποίησης ορισμένων άλλων. Δεδομένου ότι υπάρχει σαφής αλληλεξάρτηση μεταξύ των μακροοικονομικών μεγεθών στο πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η επελθούσα σταθεροποίηση των συγκεκριμένων μακροοικονομικών μεγεθών έχει πραγματοποιηθεί εις βάρος της αποσταθεροποίησης των υπόλοιπων μεγεθών. Αυτή η απλή αλήθεια φαίνεται να διαφεύγει από την πρόσφατη ανάλυση του ΔΝΤ, το οποίο αναλώνεται σε αναλύσεις που επιχειρούν απλά να υποστηρίξουν το εφαρμοζόμενο πρόγραμμά του. Συγκεκριμένα:
Μετά από έξι χρόνια προγράμματος βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής τα δύο ελλείμματα (δημοσιονομικό και εξωτερικό) που ταλάνιζαν την ελληνική οικονομία έχουν «τιθασευτεί». Βεβαίως έχουν τιθασευτεί με έναν εντελώς λανθασμένο τρόπο, την τρομακτική μείωση της παραγωγικής δραστηριότητας της οικονομίας μέσω της απίστευτης μείωσης του ΑΕΠ κατά 27% τα τελευταία εννέα έτη και της αύξησης της ανεργίας μέχρι και το 27%.
Δεχόμενοι ότι η ελληνική οικονομία έχει «τιθασεύσει» τα δύο μακροοικονομικά ελλείμματα, έστω και με αυτό τον τρόπο, καλείται, τώρα, να διαχειριστεί τις ανισορροπίες των υπόλοιπων βασικών μακροοικονομικών μεγεθών, δηλαδή της μεγέθυνσης του ΑΕΠ και της υψηλότατης ανεργίας. Η μη αντιμετώπιση των συγκεκριμένων προβλημάτων είναι προφανές, ότι θα προκαλέσει μετά βεβαιότητας, χειροτέρευση και των δύο μεγεθών που έχουν σήμερα «τιθασευτεί». Αλλά εξ ίσου αβέβαιο και προβληματικό παραμένει το πόσο είναι εύκολο να επέλθει εξισορρόπηση των ευρισκομένων σε ανισορροπία μεγεθών με την ταυτόχρονη διατήρηση σε ισορροπία όσων βρίσκονται σήμερα σε αυτή την κατάσταση.
Αυτό θέτει εν αμφιβόλω ή εν πάση περιπτώσει προκαλεί ερωτηματικά για τις μελλοντικές εξελίξεις των συγκεκριμένων μακροοικονομικών μεγεθών. Κοιτάζοντας προς τα εμπρός, οι προοπτικές ανάπτυξης παραμένουν ασθενικές και υπόκεινται σε υψηλούς καθοδικούς κινδύνους, ενώ η ανεργία αναμένεται να παραμείνει σε διψήφια ποσοστά μέχρι τα μέσα του αιώνα.
Υπάρχουν συγκεκριμένα προβλήματα που ενέχουν σημαντικούς κινδύνους για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη ακόμη και για τα μεγέθη που σήμερα βρίσκονται σε ισορροπία:
(i) η δομή των δημόσιων οικονομικών είναι τουλάχιστον ευάλωτη δεδομένου ότι τα έσοδα χρηματοδοτούνται από υψηλούς φορολογικούς συντελεστές που επιβάλλονται σε περιορισμένη φορολογική βάση (η οποία την τελευταία περίοδο μειώθηκε περαιτέρω), αλλά και οι δαπάνες για το συνταξιοδοτικό δεν εδράζονται σε διαχρονικά στερεή βάση γεγονός που θέτει εν αμφιβόλω τη διαχρονική διατήρηση της κατανάλωσης των συγκεκριμένων στρωμάτων.
(ii) οι εξαγωγές φαίνεται να έχουν φθάσει στα όριά τους παρά τη συγκυριακά ισχυρή υποστήριξη από τις τουριστικές δραστηριότητες λόγω της δυσμενούς κατάστασης που βρίσκονται οι γειτονικές χώρες. Πιστοποιείται με σαφήνεια ότι η Ελλάδα δεν δύναται να μετατραπεί σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα σε εξαγωγική χώρα.
Επίσης υπάρχουν επιπλέον σοβαρές δυσκολίες σε κύριους μηχανισμούς απαραίτητους για τη μεγεθυντική διαδικασία της οικονομίας όπως:
(iii) προβληματικοί ισολογισμοί τραπεζών και του ιδιωτικού επιχειρηματικού τομέα. Η αναδιάρθρωση του τελευταίου μέσω της διαχείρισης των μη αποτελεσματικών δανείων είναι βέβαιο ότι βραχυχρόνια και μεσοπρόθεσμα θα προκαλέσει αρνητικές επιπτώσεις στο ΑΕΠ και στην ανεργία. Η θετική έκβαση των μη αποτελεσματικών δανείων στον τραπεζικό τομέα απαιτεί χρόνο και παράλληλη μεγέθυνση του ΑΕΠ.
(iv) σχετικά ουδέτερες προσδοκίες για επενδύσεις κάθε είδους λόγω εμφανούς έλλειψης πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας, που κυρίως προέρχεται από τον άτεγκτο τρόπο εφαρμογής του μνημονιακού προγράμματος (τις συνεχείς και αλλεπάλληλες αξιολογήσεις), των εγγενών αδυναμιών του ίδιου του προγράμματος, αλλά και των άκομψων χειρισμών, σε κρίσιμες στιγμές, της σημερινής κυβέρνησης που ακολουθεί σε αυτό το σημείο το βηματισμό προηγουμένων κυβερνήσεων. Η αλλαγή των προσδοκιών απαιτεί χρόνο και μεγάλη προσπάθεια.
(v) ένα δημόσιο χρέος που παραμένει μη βιώσιμο και το οποίο λειτουργεί ανασχετικά στις όποιες επενδυτικές αποφάσεις. Δεν προβλέπεται οποιαδήποτε αλλαγή στη ρύθμιση του χρέους πριν από το 2018 και το θετικό τέλος του προγράμματος.
(vi) απουσία στήριξη της ρευστότητας από την ΕΚΤ όταν μηνιαίως αγοράζει περίπου 80 δισ. ευρώ κρατικά ομόλογα των χωρών της ευρωζώνης, εκτός της Ελλάδος.
Η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα και χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια, όχι μόνο από την ελληνική κυβέρνηση, για να βρει το δρόμο της μεγεθυντικής διαδικασίας και της εξισορρόπησης του συνόλου των μακροοικονομικών μεγεθών. Αν οι Ευρωπαίοι δεν αντιληφθούν ότι η μεγεθυντική διαδικασία δεν μπορεί να προέλθει μόνο από την πλευρά της προσφοράς με τον απόλυτα αρνητικό τρόπο που αυτή επιχειρείται (δίχως αύξηση κατά θετικό τρόπο της παραγωγικότητας), οι εξελίξεις θα είναι πολύ δύσκολες για την ελληνική οικονομία.
Το 2017
Οι προβλέψεις, τόσο της κυβέρνησης όσο και των διεθνών πολυμερών οργανισμών, έπειτα από μία σχεδόν δεκαετία με αρνητικούς ρυθμούς μεγέθυνσης (με εξαίρεση το 2014), για το ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ, το 2017, κυμαίνονται μεταξύ 2,5% και 3,0%.
Οι προβλέψεις αυτές στηρίζονται στη θετική μεταβολή των επιμέρους μακροοικονομικών μεγεθών που προσδιορίζουν τη μεγέθυνση του συνολικού ΑΕΠ.
Συγκεκριμένα στη θετική μεγέθυνση:
– Της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 1,8% έναντι μειώσεως κατά -0,6% το 2016. Η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης αναμένεται να προέλθει κυρίως από την περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανεργίας. Από τη μείωση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τους ιδιώτες. Ακόμη, αναμένεται περαιτέρω διοχέτευση των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών προς την οικονομία προκειμένου να διατηρήσουν τουλάχιστον το ίδιο επίπεδο κατανάλωσης.
– Του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου κατά 9,1% έναντι 3,3% το 2016. Πρόκειται για το πλέον αβέβαιο μακροοικονομικό μέγεθος που όμως φαίνεται ότι υπό κανονικές συνθήκες, η επίτευξή του δεν θα είναι δύσκολη. Σε αυτό συνηγορούν τόσο οι παρατηρούμενες αυξήσεις στις κατασκευές όσο και οι ανάγκες των επιχειρήσεων να αντικαταστήσουν το παραγωγικό τους ιστό όσο και τα αποθέματα.
– Των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά 5,3% έναντι αυξήσεως περίπου 1,0% το 2016. Είναι η πρόβλεψη αυτή ρεαλιστική; Δύσκολη η απάντηση. Διότι οι προϋποθέσεις πάνω στις οποίες εδράζεται η πρόβλεψη κινούνται σε περιβάλλον αβεβαιότητας. Ας δούμε συγκεκριμένα πώς έχουν τα γεγονότα που δημιουργούν τις αβεβαιότητες στο περιβάλλον εντός του οποίου κινείται η οικονομία.
Η ελληνική κυβέρνηση είχε δημιουργήσει ένα συγκεκριμένο αφήγημα για τις εξελίξεις μέχρι το τέλος του Μνημονίου το 2018, μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης και ενόψει της δεύτερης.
Το αφήγημα ήταν απλό και ταυτιζόταν με αυτό που ήταν ενσωματωμένο στο Μνημόνιο. Τελειώνει η β’ αξιολόγηση, αρχίζει η εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, σε μικρό χρονικό διάστημα η ΕΚΤ εντάσσει τη χώρα στην ποσοτική χαλάρωση, δημιουργείται κλίμα εμπιστοσύνης στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές σε συνάφεια και με την αναμενόμενη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Όλα τα παραπάνω ανοίγουν το δρόμο για δοκιμαστική και καλά προετοιμασμένη έξοδο στις διεθνείς αγορές ομολόγων κάτι που θα δώσει στην ελληνική οικονομία τη δυνατότητα να «βγει» κανονικά στις αγορές για αναχρηματοδότηση των αναγκών της μετά τη λήξη του μνημονιακού προγράμματος.
Το αφήγημα όμως, πολύ ωραίο για να είναι αληθινό, είχε και «δράκους» οι οποίοι χρειάζονταν να αντιμετωπισθούν.
Ο πρώτος «δράκος» αφορούσε την αντιμετώπιση της κοινωνικής δυσαρέσκειας που προκαλούσαν τα μέτρα του μνημονιακού προγράμματος όπως αυτή εκφράζονταν στις αλλεπάλληλες δημοσκοπήσεις της περιόδου. Μάλιστα η δυσαρέσκεια θα αυξηθεί με τον ερχομό του 2017 και την εφαρμογή των εκτελεστικών αποφάσεων για σειρά από ήδη ψηφισμένα μέτρα.
Ο δεύτερος «δράκος» κρυβόταν στις απαιτήσεις του ΔΝΤ για συγκεκριμένα ζητήματα, που μερικά αφορούσαν εμμονές ιδεολογικού χαρακτήρα (αγορά εργασίας) και αλλά σε επιπλέον μέτρα δημοσιονομικού χαρακτήρα που απέρρεαν στην ουσία επίσης από ιδεολογική σκοπιά (τρόπος λειτουργίας του ασφαλιστικού συστήματος αλλά και σταθερά μόνιμα δημοσιονομικά μέτρα τα οποία θα εντάσσονταν σε ένα πλαίσιο καθορισμένων κριτηρίων για την άσκηση διακριτής οικονομικής πολιτικής). Παράλληλα η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα αποτελούσε μνημονιακό όρο (κύριος υποστηριχτής η Γερμανία), γεγονός που περιπλέκει τα πράγματα.
Η αμφίπλευρη πίεση δυσκόλευε αφάνταστα την κυβέρνηση στο να ακολουθήσει το «στρατηγικό» αφήγημά της, με αποτέλεσμα να στραφεί στην αναζήτηση «τακτικών κινήσεων» στις οποίες είναι συνηθισμένη, προκειμένου να αποσυμπιέσει την κατάσταση. Μάλιστα οι τακτικές κινήσεις είναι όλες προσανατολισμένες στο εγχώριο μέτωπο μιας και στο αντίστοιχο εξωτερικό τα πράγματα είναι δύσκολα και επιφέρουν άμεσα αντιδράσεις που προκαλούν «πόνο».
Πράγματι η τακτική κίνηση βρέθηκε στο να χορηγηθεί το «εφάπαξ» βοήθημα στους χαμηλοσυνταξιούχους ύψους 617 εκατομμυρίων ευρώ, προκειμένου να αντιμετωπισθεί(;) ο πρώτος «δράκος». Θα δούμε την επίδραση αυτού του μέτρου στις προσεχείς δημοσκοπήσεις. Πάντως το σίγουρο είναι ότι το βοήθημα προς τους συνταξιούχους θα συμβάλει θετικά στη μεγέθυνση της οικονομίας.
Η κίνηση αυτή προκάλεσε όμως την αφύπνιση ενός άλλου «δράκου»: του Σόιμπλε. Δράκου της Δύσης, ο οποίος σύμφωνα με τον Μπόρχες είναι κακός και μοχθηρός και από το στόμα του βγαίνουν πυκνές φλόγες κατακαίοντας τα πάντα γύρω του.
Μετά την αφύπνιση του Δράκου Σόιμπλε η ελληνική κυβέρνηση βρέθηκε αντιμέτωπη με την πιθανότητα υπονόμευσης του ίδιου του «δικού» της αφηγήματος. Άμεση συνέπεια υπήρξε το πάγωμα των μέτρων για το βραχυπρόθεσμο χρέος και η έμμεση αλλά σαφής αποδοχή της ελληνικής κυβέρνησης (επιστολή Τσακαλώτου) ότι ενήργησε μονομερώς και ότι δεν πρόκειται να το επαναλάβει. Η ήττα σε επίπεδο συμβολικό αλλά και διαπραγματευτικής ισχύος είναι καθαρή.
Τώρα, φαίνεται ότι η επιστολή Τσακαλώτου επαναδρομολογεί σε προσεχές Eurogroup (μάλλον τον Ιανουάριο) τα ήδη αποφασισμένα μέτρα για το χρέος. Τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, αφορούν ελάχιστα και με προϋποθέσεις τη βελτίωση της σημερινής κατάστασης του ελληνικού δημοσίου χρέους.
Όμως παραμένουν τα προβλήματα που σχετίζονται με τον δεύτερο Δράκο, επιβαρυμένα με όλα όσα έχουν μεσολαβήσει. Παρά τις διαφωνίες του Σόιμπλε με το ΔΝΤ, οι συγκεκριμένες απαιτήσεις φαίνεται να αποτελούν και επιδιώξεις του Γερμανού υπουργού Οικονομικών.
Αν εξελιχθούν τα γεγονότα όπως τα περιγράψαμε, έχω την εντύπωση ότι η ελληνική κυβέρνηση, θα πρέπει να καταβάλει και συγκεκριμένο τίμημα (υλικό αυτή τη φορά) αναφορικά με τις απαιτήσεις του ΔΝΤ.
Πιθανότατα, επομένως, και με βάση το διαμορφωθέν κλίμα, αλλά και τη βούληση του πρωθυπουργού να κλείσει η β’ αξιολόγηση, η ελληνική κυβέρνηση πρόκειται να προβεί σε παραχωρήσεις στις απαιτήσεις του δευτέρου Δράκου – ΔΝΤ. Το μέγεθος των παραχωρήσεων δεν μπορεί να προβλεφθεί. Πάντως υποψιάζομαι ότι θα είναι μεγαλύτερο από αυτό που σχεδίαζε η ελληνική κυβέρνηση πριν προβεί στο συγκεκριμένο βοήθημα προς τους συνταξιούχους.
Συνεπώς η παρατηρούμενη καθυστέρηση προκαλεί αύξηση της αβεβαιότητας αυξάνοντας την αδυναμία να αποφανθούμε αν είναι επιτεύξιμοι οι στόχοι που έχουν τεθεί για το 2017.
ΧΩΡΙΣ ΟΡΑΤΟΤΗΤΑ
Του Κώστα Βεργόπουλου
Κατά την πρόσφατη επταετία, 2010-2016, η ελληνική οικονομία έχει υποστεί και συνεχίζει να υφίσταται την πιο βίαιη και άγρια εκ των άνω καταστολή, με συνέπεια ότι εισέρχεται στο νέο έτος εξουθενωμένη, χωρίς δίκες της δυνάμεις, αλλά και χωρίς να μπορεί να υπολογίζει σε κάποια σοβαρή ώθηση από το εξωτερικό. Στη διάρκεια αυτής της 7ετίας, τα εισοδήματα των εργαζομένων, μισθωτών και των συνταξιούχων περικόπηκαν κατά 50%, με άμεση συνέπεια ότι η εσωτερική ζήτηση και αγορά συρρικνώθηκαν και αυτές επίσης κατά 50%, όπως άλλωστε το αναγνωρίζει πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Σε αυτή την έκθεση σημειώνεται ότι ουδέποτε άλλοτε στην ιστορία σε καιρό ειρήνης πραγματοποιήθηκε τόσο μεγάλη «αναπροσαρμογή» προς τα κάτω στο βιοτικό επίπεδο μιας χώρας και σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Ακόμη και οι πιο «σκληρές» αναπροσαρμογές βιοτικού επιπέδου σε υπερχρεωμένες χώρες στο παρελθόν ουδέποτε υπερέβησαν το 7% με 10%. Για την Ελλάδα επιφυλάχθηκε η πιο σκληρή και αντιπαραγωγική μεταχείριση, σε σχέση με τις άλλες υπερχρεωμένες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και της περιφέρειας, όπως οι Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία και Κύπρος.
Το εθνικό εισόδημα της χώρας κατέρρευσε κατά 31%, ενώ παράλληλα κατέρρευσαν επίσης οι τραπεζικές πιστώσεις προς την οικονομία και φυσικά οι νέες επενδύσεις, με αποτέλεσμα την εκτίναξη της ανεργίας στο ύψος του 27% του ενεργού πληθυσμού. Το έργο της αποδόμησης της ελληνικής οικονομίας συνεχίζεται μέχρι σήμερα και ενώ η ίδια η σημερινή κυβέρνηση το έχει καταγγείλει ως υφεσιακό, ταυτόχρονα η ίδια διαβεβαιώνει ότι με την πιστή και υποδειγματική τήρησή του η χώρα βγαίνει στις αγορές και ότι η ανάκαμψη βρίσκεται προ των πυλών. Ενώ στην Ελλάδα οι μισθοί και συντάξεις συνεχίζουν να περικόπτονται, στην Ισπανία, η συντηρητική κυβέρνηση Ραχόι αύξησε τον ελάχιστο μισθό κατά 8% και τον μέσο μισθό κατά 3%. Στην Πορτογαλία, οι μισθοί αυξήθηκαν κατά 3,2% και στην Ιρλανδία κατά 3,9%. Με αυτό τον τρόπο οι άλλες οικονομίες αναθερμαίνονται, ενώ η ελληνική συνεχίζει την πτωτική πορεία της. Το δημόσιο έλλειμμα, στην Ελλάδα είναι πλέον -1,8% του ΑΕΠ, ενώ στην Ισπανία -3,1%. Εν τούτοις, η χώρα μας δίδει μάχη για να το περιορίσει ακόμη περισσότερο και να πραγματοποιήσει πλεόνασμα, ενώ στην Ισπανία ο Ραχόι ανήγγειλε ήδη την απόφασή του να το αυξήσει κατά 1 με 1,5 μονάδα. Πέραν τούτου, η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευθεί στην πραγματοποίηση πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ. Όμως, ακόμη και αν αυτό περιορισθεί σε 2% ή 1,5%, όπως εισηγείται το ΔΝΤ, δεν παύει να είναι πλεόνασμα, δηλαδή περίπου 4,5 δισεκατομμύρια που αφαιρούνται κάθε χρόνο από την οικονομία υπέρ των δανειστών, με αυτονόητη συνέπεια την περαιτέρω ασφυξία και επιτάχυνση της ήδη πτωτικής πορείας της. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ακόμη κι αν η β’ αξιολόγηση αποβεί θετική, ακόμη και αν η χώρα ενταχθεί στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ και στη συνέχεια βγει στις αγορές, τα οφέλη θα είναι στην πράξη πολύ μικρά σε σχέση με την πρωτοφανή αφαίμαξη της τελευταίας 7ετίας και ανεπαρκή για αξιόλογη ανάκαμψη. Είναι πολύ νωρίς να γίνεται λόγος για ανάκαμψη, ενόσω η πτωτική πορεία συνεχίζεται. Θα πρέπει πρώτα αυτή να σταματήσει, να ακολουθήσει η σταθεροποίηση και μετά η ανάκαμψη. Εάν το 2017 επιτευχθεί ο πρώτος από τους τρεις στόχους, εάν επιτέλους η οικονομία σταθεροποιηθεί, αυτό λίγο δεν θα είναι. Για την ανάκαμψη απαιτούνται πολύ περισσότερες δυνάμεις, που επί του παρόντος παραμένει άγνωστο από πού θα μπορούσαν να προέλθουν, αφού όλοι οι συντελεστές της ελληνικής οικονομίας –ζήτηση, κατανάλωση, αποταμίευση, επενδύσεις, εισοδήματα, δημόσιες δαπάνες– έχουν ήδη προ πολλού αχρηστευθεί. Οπωσδήποτε, για την ελληνική τραγωδία ευθύνεται η αρπακτικότητα των δανειστών και εταίρων, αλλά και όχι λιγότερο η αβελτηρία των ελληνικών κυβερνήσεων που δεν μπόρεσαν να αναδείξουν ότι η κατεδάφιση της ελληνικής οικονομίας δεν ωφελεί κανέναν, ούτε και τους δανειστές της. Στην Ελλάδα, θύμα της πιο σκληρής διαχείρισης, η επάνοδος στην ανάκαμψη προϋποθέτει αναπτυξιακό πρόγραμμα, που επί του παρόντος δεν υπάρχει, και την έκτακτη χρηματοδότησή του από ευρωπαϊκές και διεθνείς πηγές, που επί του παρόντος παραμένουν δυσεύρετες.
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Του Στ. Τομπάζου
Σύμφωνα με το επίσημο αφήγημα, ή μάλλον σύμφωνα με μια δημοσιογραφική αφήγηση στο εξωτερικό και στην Ελλάδα, ο φαύλος κύκλος οικονομικής ύφεσης, ανεργίας, κόκκινων δανείων και δημόσιου χρέους οφείλεται στις δομικές αγκυλώσεις της ελληνικής οικονομίας που την καθιστούν μη ανταγωνιστική και την ανικανότητα του ελληνικού κράτους να εφαρμόσει, γρήγορα και σωστά, τις «μεταρρυθμίσεις» που επιβάλλουν τα μνημόνια.
Αν έτσι είχαν τα πράγματα, οι «μεταρρυθμίσεις» θα είχαν έστω κάποια θετικά αποτελέσματα. Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας θα βελτιωνόταν, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου θα αυξάνονταν, η ανεργία θα ακολουθούσε πτωτική πορεία και το δημόσιο χρέος θα μειωνόταν.
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συνέβη. Η παραγωγικότητα της εργασίας παρουσιάζει συνεχή μείωση από το 2010 με εξαίρεση το 2013 και 2014 που παρουσίασε οριακή αύξηση. Οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου είναι μόνιμα αρνητικές από το 2010, δηλαδή η φθορά (απαξίωση) παγίου κεφαλαίου είναι χρόνο με το χρόνο μεγαλύτερη από τις νέες επενδύσεις. Το αργούν παραγωγικό δυναμικό αυξήθηκε δραματικά την περίοδο 2010-2016. Κανένας καθοριστικός δείκτης που σχετίζεται με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας δεν αντέδρασε θετικά στις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται από το 2010.
Στην πραγματικότητα, η ελληνική οικονομία βυθίστηκε στην ύφεση όχι γιατί δεν προχώρησε αρκετά στις μνημονιακές «μεταρρυθμίσεις», αλλά αντιθέτως οι μνημονιακές «μεταρρυθμίσεις» που υλοποιήθηκαν με περισσό ζήλο, συρρικνώνοντας την ενεργό ζήτηση, βύθισαν την οικονομία σε μια ύφεση χωρίς τέλος εκτινάσσοντας στα ύψη και το δημόσιο χρέος που από κοντά στο 110% το 2008 (πριν από τη στατιστική απάτη του 2009 που το διόγκωσε) είναι τώρα κοντά στο 180%.
Η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, σε ρυθμούς που να γεννούν ελπίδα για ανακατάκτηση του χαμένου ΑΕΠ και του χαμένου κοινωνικού κεκτημένου σχετικά γρήγορα, προϋποθέτει ρήξη με τις μνημονιακές πολιτικές λιτότητας. Προϋποθέτει δηλαδή μια δραστήρια και σχετικά επεκτατική δημοσιονομική πολιτική.
Κι αυτό γιατί τα φυσικά αντανακλαστικά της αγοράς δεν οδηγούν σε ανάπτυξη, αλλά σε διαιώνιση της ύφεσης: Από το 2010 η σχέση ΑΕΠ/Παγίου Κεφαλαίου παρουσιάζει δραματική μείωση. Από 0,30 που ήταν πριν από δέκα χρόνια είναι τώρα, το 2016, 0,23. Αυτό σημαίνει ότι ο κάθε κεφαλαιοκράτης, προκειμένου να διαφυλάξει το ποσοστό κέρδους της παραγωγικής του δραστηριότητας απαιτεί τώρα την ιδιοποίηση ενός μεγαλύτερου μέρους του ΑΕΠ. Για να αυξήσει την κερδοφορία του επιδιώκει μείωση των μισθών. Δεδομένου ότι το ποσοστό κέρδους αυτή τη στιγμή, αν και ανακάμπτει ελαφρά από το 2012, βρίσκεται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα συγκριτικά με τη δεκαετία του 1990 και του 2000 πριν από την κρίση, δεν διαφαίνεται καμιά προοπτική για μείωση της πίεσης στο μισθολογικό κεκτημένο.
Όσο όμως το ποσοστό κέρδους ανακάμπτει εις βάρος του μισθού τόσο μειώνεται η ενεργός ζήτηση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι συνθήκες ύφεσης διαιωνίζονται.
Ποιες είναι λοιπόν οι οικονομικές προοπτικές τους 2017; Η απάντηση είναι απλή: Η ανάπτυξη θα είναι αντιστρόφως ανάλογη του πρωτογενούς πλεονάσματος. Όσο πιο μεγάλο είναι το πρωτογενές πλεόνασμα, τόσο πιο μικρή θα είναι ανάπτυξη. Δεδομένης της άρνησης των δανειστών να απομειώσουν δραστικά το χρέος και της πίεσης του ΔΝΤ για μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα οι προοπτικές της ελληνικές οικονομίας για ανάκαμψη είναι ανύπαρκτες.
Δυστυχώς δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Οι επενδύσεις που επαγγέλλονται οι ευαγγελιστές των μνημονίων δεν θα έρθουν στην Ελλάδα ποτέ. Πιο συγκεκριμένα: Το ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου στο ξένο κεφάλαιο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την απο-επένδυση παγίου κεφαλαίου στις ντόπιες παραγωγικές μονάδες και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποκαταστήσει το κοινωνικό κεκτημένο που συρρικνώθηκε δραματικά τα τελευταία χρόνια, μετατρέποντας την Ελλάδα σε τριτοκοσμική χώρα.
ΟΙ ΓΝΩΣΤΟΙ ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΑΓΝΩΣΤΟΙ
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
Στον Ντόνταλντ Ράμσφελντ, ιέρακα υπουργό Αμύνης πρώτα της κυβέρνησης Φoρντ τη δεκαετία του ‘70 και ύστερα της κυβέρνησης Μπους (του υιού) μετά την 11η Σεπτεμβρίου/το πλήγμα στους δίδυμους Πύργους, με ευθύνη για τις εκστρατείες στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, και με αρκετή «συγγένεια» προς τη λογική της εποχής Τραμπ, σε αυτόν είναι που οφείλουμε τη διάκριση μεταξύ γνωστών αγνώστων και αγνώστων αγνώστων (known unknowns και unknown unknowns) στην εξωτερική πολιτική. Είναι μια διάκριση δυσάρεστα χρήσιμη για να δούμε τι βρίσκεται μπροστά μας το 2017.
Επειδή όμως βρισκόμαστε στο γύρισμα του χρόνου και η παράδοση το θέλει να υπάρχει κάτι από αισιοδοξία/κάτι από ευχή, να προτάξουμε μια συγκομιδή θετικών ενδείξεων – πρόσφατων, πλην όμως όχι αληθινά καταγραμμένων. Λοιπόν: πριν από λίγες μόνον ημέρες, επί μια ολόκληρη ημέρα στο Χίλτον (που μας έχει μάθει να λειτουργεί ως φωλιά της τρόικας/του κουαρτέτου, των πιέσεων και των αδιεξόδων) βρέθηκαν εκπρόσωποι, στο ανώτατο επίπεδο, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – η Επίτροπος ανάπτυξης Κορίνα Κρέτσου – και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων/του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων – ο πρόεδρός της Βέρνερ Χόγερ – ακόμη και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, να κάνουν τι; Σε σειρά διαδοχικών παρουσιάσεων και τελετών, με παρουσία σε μιαν αίθουσα του Αλέξη Τσίπρα, στην άλλη του Γιάννη Στουρνάρα, στην παράλλη των διοικητών των συστημικών ελληνικών τραπεζών, να επιβεβαιώνουν χρηματοδοτικές συμφωνίες και να κηρύττουν αναπτυξιακά ευαγγέλια. Ιδίως με στόχευση τη νεανική επιχειρηματικότητα, τις μικρομεσαίες, συνολικά πάντως την αποκατάσταση ρευστότητας που προσλαμβάνεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε επανεκκίνηση της οικονομίας.
Δείτε όμως και το άλλο: μιλούσαμε και ακούγαμε για μήνες και μήνες τα περί εξάντλησης της φοροδοτικής ικανότητας των Ελλήνων, ή πάλι ανησυχούσαμε μήπως το 2016 που κλείνει βουλιάξει (μετά το τόσο βαρύ 2015) σε ύφεση. Και εισπράττουμε, με το κλείσιμο της χρονιάς υπεραπόδοση φόρων -μαζί, δε με την υπερσυγκράτηση δαπανών μη-αναμενόμενο πρωτογενές πλεόνασμα- αλλά και ίσια βάρκα/ίσια νερά τους ρυθμούς αύξησης της οικονομίας. Δεν χρειάζεται να συμμερίζεται κανείς την άποψη της σημερινής κυβέρνησης για το εφαρμοζόμενο μείγμα πολιτικής (το οποίο, πάντως, οι «εταίροι» της Ελλάδας προσυπέγραψαν ανεξαρτήτως του ότι κάθε τόσο θέλουν να αποστασιοποιούνται απ’ αυτό), για να καταγράψει τι; Ότι η ελληνική οικονομία -και κοινωνία, θα προσθέταμε- δείχνει μιαν μεγάλη ανθεκτικότητα και ελαστικότητα/resiliency μετά από 3 διαδοχικά Μνημόνια.
Έχοντας έτσι διεκπεραιώσει τη λογική της πρωτοχρονιάτικης/γιορτινής θετικής προσέγγισης, πάμε τώρα σιγά-σιγά προς τα σύννεφα των καιρών. Προχωρούμε, ήδη από τις αρχές της χρονιάς, στη φθοροποιό διαδικασία της δεύτερης αξιολόγησης του Μνημονίου-3 με τις εμπλοκές που προξενούν οι απαιτήσεις ΔΝΤ, οι θέσεις Σόιπλε (και όσων στοιχίζονται πίσω του: έχει φαρδιά σκιά…), η διστακτικότητα της Επιτροπής. Με τα ίχνη που έχει αφήσει πίσω της η υπόθεση του επιδόματος προς χαμηλοσυνταξιούχους – τα γνωστά. Εδώ είναι που μπαίνουν στη μέση, πέρα από τα γνωστά και δεδομένα της διαπραγμάτευσης οι «γνωστοί άγνωστοι»: τι κλίμα θα επικρατήσει τώρα «στην Ευρώπη», με την προσέγγιση των εκλογών σε Ολλανδία, Γαλλία, τελικώς Γερμανία (με πιθανή και Ιταλία); Τι θα αλλάξει (ή δεν θα αλλάξει) στη στάση του ΔΝΤ, όπου δεν είναι μόνον η λογική της διοίκησης Τραμπ που αναμένεται, αλλά και π.χ. η αλλαγή του εκπροσώπου των ΗΠΑ στο Ταμείο (λόγω λήξεως θητείας του τωρινού); Πόσο το ΔΝΤ και οι «Ευρωπαίοι ιέρακες» θα επιμείνουν σε απαιτήσεις -π.χ. στο Ασφαλιστικό ή τη μείωση του αφορολόγητου- ή σε μεθοδεύσεις, ας πούμε διεκδίκηση «προ-νομοθέτησης» μέτρων ακόμη και για μετά το 2018/τη λήξη του Μνημονίου-3, με πρόσχημα το Μεσοπρόθεσμο που εκκρεμεί; Και, ειλικρινά, ποια κυβέρνηση -πέραν της σημερινής, δε- θα άντεχε να νομοθετήσει όσα ακούγονται τον τελευταίο καιρό;
Ας πούμε ότι αυτά ή τέτοια, είναι μεν άγνωστοι αλλά προβλεπτοί, «γνωστοί» άγνωστοι. Ας θεωρήσουμε προς στιγμήν ότι εκεί ανήκουν και άσχημες εκδοχές της «κολοκυθιάς» που παίζονται π.χ. με τους στόχους του διαβόητου πρωτογενούς πλεονάσματος, από το ΔΝΤ/τον Σόιμπλε και τους λοιπούς: να έχουμε στόχο 3,5% του ΑΕΠ επί 2-3 χρόνια, ή 2,5% επί μια 5ετία; ή μήπως το πολυπόθητο 2% αλλά σε βάθος 10ετιας; (και… θα είναι κάτι τέτοιο νέο Μνημόνιο ή Διευθέτηση/Arrangement;)
Όλα αυτά πλέκονται με γνωστά άγνωστα τις πολιτικές εξελίξεις στις χώρες της ΕΕ που ήδη τις αναφέραμε – και με την υπόθεση ότι όλοι θέλουν να αποφευχθούν κλονισμοί/επικίνδυνοι κραδασμοί στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Σωστά; Ναι, αλλά… τι γίνεται αν π.χ. στη γερμανική πολιτική σκηνή επικρατήσει η «άλλη» (=Σόιμπλε;) άποψη, ότι δηλαδή είναι εκλογικά αποδοτικότερο όχι να αποσοβηθεί μια ελληνική κρίση, αλλά να αφεθεί να εκτυλιχθεί; Ή… και να ενισχυθεί η εκδήλωση της με μιαν ακόμη δόση pacta sunt servanda; Εδώ, πια, είμαστε στην περιοχή του «άγνωστου» αγνώστου! Μάλιστα πόσο εκτός συζήτησης είναι μια τέτοια εκδοχή να μη θεωρηθεί απλώς ευκαιρία πειθάρχησης τής (πολύ πιο σημαντικής από εμάς) Ιταλίας, αλλά ξαναξεκινήματος της Ευρωζώνης στην έκπαλαι δεδομένη επιλογή Σόιμπλε για μικρή-συνεκτική Ευρωζώνη/ζώνη μάρκου;
Σταματούμε εδώ το επιχείρημα. Αν και, άμα ήθελε/τολμούσε κανείς να κοιτάξει προς το Προσφυγικό, το Κυπριακό κ.ο.κ. θα μπορούσε να βρει πολλές περαιτέρω εφαρμογές.
Θυμίζουμε βέβαια ότι ο Ράμσφελντ (που είχε χαρακτηρισθεί, στον καιρό του, «σκοτεινός ιππότης»/dark knight όταν κυριαρχούσε στους σχεδιασμούς της Αμερικανικής προβολής ισχύος) έφυγε άδοξα από το προσκήνιο, αφήνοντας πίσω τα συντρίμμια και της εκστρατείας στο Αφγανιστάν και του πολέμου του Ιράκ. «Σκοτεινός ιππότης» φαντάζει παρ’ ημίν και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, θεωρούμενος κυρίαρχος στο Eurogroup, στην Ευρωζώνη, τη Γερμανική Ευρώπη. Έτσι όμως που κινούνται τα πράγματα…
Κατακλείδα: ψυχραιμία, συνειδητοποίηση των συσχετισμών και αντίληψη του απρόβλεπτου (απρόβλεπτου κατά τη συμβατική ανάγνωση του προβλεπτού…) και σωστή αντίληψη του χρόνου (είναι σφάλμα να θεωρεί οποιοσδήποτε ότι κυριαρχεί επί του χρόνου!) είναι τα συστατικά ενός έλλογου 2017.
ΩΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ
Του Κ. Β. Κόλλια
Το 2017 βρίσκει την ελληνική οικονομία στην πλέον κρίσιμη καμπή της.
Η αξιολόγηση παραμένει ανοικτή σε ό,τι αφορά το κλείσιμό της και τη συμφωνία με τους δανειστές για το μείγμα των μέτρων και παρεμβάσεων, που απαιτούνται (ή θα απαιτηθούν).
Όσο παραμένει η συγκεκριμένη εκκρεμότητα τόσο απομακρύνεται η χώρα μας από την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή/και μειώνονται τα οφέλη από την υπαγωγή μας στο συγκεκριμένο πρόγραμμα.
Ταυτόχρονα, η αύξηση των έμμεσων φόρων και η επιβολή νέων σε μια σειρά από καταναλωτικά προϊόντα θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών (αφού οι επιχειρήσεις θα αναγκαστούν να αυξήσουν τιμές, αδυνατώντας να απορροφήσουν τις φορολογικές επιβαρύνσεις), δηλαδή και σε άλλη συρρίκνωση της κατανάλωσης. Πολύ απλά, θα αποτελέσουν ανασταλτικό παράγοντα στην προσπάθεια της ελληνικής οικονομίας για ανάκαμψη και επιστροφή στην ανάπτυξη.
Το νέο σύστημα υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες θα φέρει στη ουσία αντίθετα αποτελέσματα από τα προσδοκώμενα: Αδυνατώντας οι περισσότεροι να πληρώνουν σε φόρους και εισφορές έως και 7 στα 10 ευρώ που εισπράττουν, θα οδηγηθούν σε στάση πληρωμών, διευρύνοντας τις μαύρες τρύπες των κρατικών ταμείων.
Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει διέξοδος; Ασφαλώς και όχι. Η πορεία είναι απολύτως αναστρέψιμη. Με ποιο τρόπο;
Δεν συζητάμε για την ανακάλυψη του τροχού.
Μιλάμε για απλές και αυτονόητες παρεμβάσεις, που θα απελευθερώσουν την οικονομία από τα βαρίδια δεκαετιών.
Παρεμβάσεις, όπως:
Η μείωση των φορολογικών συντελεστών για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αλλά και σε έμμεσους φόρους, σε μια σειρά από βασικά καταναλωτικά αγαθά.
Η απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης των επιχειρήσεων και των ξένων επενδύσεων.
Η άμεση εφαρμογή ρύθμισης των κόκκινων δανείων και των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών, εξασφαλίζοντας τη δυνατότητα στους υφιστάμενους μετόχους, εφόσον το επιθυμούν και έχουν τα απαιτούμενα κεφάλαια, να επενδύσουν και να αναδιαρθρώσουν την επιχείρησή τους. Στόχος πρέπει να είναι να δοθεί η δυνατότητα στις βιώσιμες επιχειρήσεις, που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας, να ρυθμίζουν τα δάνειά τους κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην απειλείται η συνέχιση των δραστηριοτήτων τους επ’ ωφελεία της διατήρησης των θέσεων εργασίας και της ανάτασης του παραγωγικού δυναμικού της χώρας.
Η άμεση αξιοποίηση όλων των χρηματοδοτικών εργαλείων που διαθέτει η χώρα. ΕΣΠΑ, αναπτυξιακός νόμος, πακέτο Γιούνκερ, Ελληνικό Επενδυτικό Ταμείο (Institute for Growth, IfG), χρηματοδότηση μέσω Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, είναι μερικά από τα εργαλεία από όπου μπορεί η χώρα να αντλήσει ρευστότητα και οφείλουμε να τα κινητοποιήσουμε τάχιστα. Να κατευθύνουμε πόρους σε τομείς της οικονομίας όπου η χώρα μας έχει συγκριτικό πλεονέκτημα και στους οποίους θέλουμε να επενδύσουμε.
Τα εργαλεία αυτά δεν πρέπει να αντιμετωπιστούν ως ευκαιρία για αρπαχτή, ούτε οι υφιστάμενοι ή μελλοντικοί επιχειρηματίες να στηριχθούν αποκλειστικά σε αυτά για να στήσουν την εταιρεία τους και να υλοποιήσουν την ιδέα τους.
Τα εργαλεία αυτά είναι συμπληρωματικά και ως τέτοια πρέπει να ιδωθούν.
Πολύ απλά, τα εργαλεία αυτά πρέπει να αποτελέσουν όχι τη βάση του νέου παραγωγικού μοντέλου, αλλά τα μέσα για να στηθεί και να λειτουργήσει αυτό.
Μόνο έτσι μπορούμε να οδηγήσουμε την ελληνική οικονομία στην επιστροφή σε ανοδική πορεία.
Και όλα όσα περιγράφονται σε αυτό το κείμενο δεν είναι πυρηνική φυσική.
Απαιτούν πολιτική βούληση.
Και μόνο.