Οι γεωπολιτικές εκπλήξεις ανέτρεψαν τις προσδοκίες πέρυσι και ελάχιστοι είχαν προβλέψει πως το 2016 θα τελείωνε με ανοδικά στοιχήματα στην αγορά των μετοχών, ενώ οι αποδόσεις των ομολόγων θα έμεναν σχετικά χαμηλές.
Θα είναι οι αναλυτές στρατηγικής καλύτεροι στις προβλέψεις τους αυτή τη φορά; Ακολουθούν τα μεγάλα ερωτήματα που θα απασχολήσουν τους επενδυτές καθώς ξετυλίγονται οι πρώτες συναλλαγές του έτους.
Κινδυνεύουν οι αγορές από απογοήτευση από τον Τραμπ;
Οι επενδυτές έχουν κάνει ένα άλμα πίστης πως ο συνδυασμός της δημοσιονομικής ενίσχυσης με τις λιγότερο επαχθείς ρυθμίσεις για πολλές επιχειρήσεις υπό τον πρόεδρο Τραμπ θα πυροδοτήσει την αμερικανική οικονομία και θα δώσουν τέλος σε μια περίοδο απογοητευτικής ανάπτυξης και ασταθών ομολογιακών αποδόσεων. Με τη σειρά της, η αναμενόμενη μεγάλη μεταβολή έχει ξεκινήσει, με το χρήμα να αφήνει τα ομόλογα και να ρέει προς τις μετοχές.
Οι δείκτες S&P 500, Dow Jones Industrial Average, Nasdaq Composite και Russell 2000 για μετοχές χαμηλής κεφαλαιοποίησης έχουν όλοι πιάσει υψηλά από τις 8 Νοεμβρίου.
Η απόδοση του δεκαετούς αμερικανικού ομολόγου, εν τω μεταξύ, έχει αναρριχηθεί από το χαμηλό 1,32% του Ιουλίου έως το 2,5%, καθώς οι επενδυτές υπολογίζουν σε ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη και υψηλότερα επιτόκια στο μέλλον.
Ωστόσο, είναι αυτά πάρα πολλά πολύ σύντομα, ιδιαίτερα για μια αγορά που πολλοί θεωρούν ακριβή; Ένα ισχυρότερο δολάριο επίσης απειλεί τις αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες, αντισταθμίζοντας τις περικοπές στους φόρους και τις ρυθμίσεις.
«Η Wall Street τείνει να βιάζεται πολλές φορές, και αυτή φαίνεται να είναι μία από αυτές», λέει η Τζένι Τζόουνς, επικεφαλής μετοχών μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης στη Schroders. «Πιστεύουμε ότι ο Τραμπ θα πετύχει πολλούς από τους στόχους του, όμως φαίνονται να έχουν ήδη αποτιμηθεί πλήρως τώρα, και μπορεί να χρειαστούν 9-18 μήνες για να εκπληρωθούν. Αυτό αφήνει μεγάλο περιθώριο απογοήτευσης.»
Πώς η Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο θα διαχειριστούν το Brexit;
Μπορεί να είναι μόλις το όγδοο ζεύγος νομισμάτων σε συναλλαγές, όμως η δραστηριότητα της τιμής ευρώ και στερλίνας προσφέρει ένα μέτρο του πολιτικού ρίσκου, καθώς και συναλλαγματικές ευκαιρίες το 2017.
Οι συζητήσεις περί «σκληρού Brexit», όπου το Ηνωμένο Βασίλειο χάνει την πρόσβαση στην κοινή αγορά για να έχει πλήρη έλεγχο των συνόρων του, είχαν ως αποτέλεσμα οι επενδυτές να υποτιμήσουν την αξία των βρετανικών περιουσιακών στοιχείων – πουλώντας στερλίνες – και έχουν δημιουργήσει αμφιβολίες για τη θέση του Λονδίνου ως ένα από τα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά κέντρα του κόσμου.
Η αδυναμία στο ευρώ σε σχέση με τη λίρα λόγω των εξελίξεων με το Brexit θα υποδείκνυε μείωση στα ασφάλιστρα κινδύνου των επενδυτών για το Brexit. Ο Στίβεν Σέιγουελ της BNP Paribas πιστεύει πως η τιμή ευρώ-στερλίνας θα πέσει. «Η στερλίνα βρίσκεται σε ακραία αποτίμηση, είναι ευάλωτη σε ευχάριστες εκπλήξεις και μια αποδυνάμωση λόγω σκληρού Brexit» λέει.
Μια ακραία πρόβλεψη από τη Saxo Bank θέλει το ευρώ να πέφτει στις 73 πέννες, λόγω του ότι η ΕΕ θα αναγκαστεί από τις μεταναστευτικές πιέσεις στην Ευρώπη να παραχωρήσει έδαφος στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Υπάρχει επίσης το ερώτημα του τι θα σημαίνει το Brexit για το μέλλον του ευρώ, με τη Γαλλία, την Ολλανδία, την Ιταλία και τη Γερμανία να προγραμματίζουν εκλογές το 2017. Εάν τα κινήματα κατά του ευρώ επικρατήσουν αλλού, ακόμη και η Γερμανία μπορεί να ξανασκεφτεί να το σώσει, λένε ο επικεφαλής οικονομολόγος της Deutsche Bank Ντέιβιντ Φόλκερτς-Λαντάου και ο επικεφαλής οικονομολόγος για τη Γερμανία Στέφαν Σνάιντερ. «Τα πλεονεκτήματα ενός κοινού νομίσματος πιθανότατα ξεπερνούν τα μειονεκτήματα για τη Γεραμία – μεταξύ άλλων επειδή το δικό της νόμισμα θα υπερτιμούταν σημαντικά.»
Θα ισορροπήσει η αγορά πετρελαίου;
Η προσφορά πετρελαίου από τους μεγαλύτερους παραγωγούς του κόσμου θα βρίσκεται στο επίκεντρο από την πρώτη συνεδρίαση του Ιανουαρίου, καθώς οι συμμετέχοντες στην αγορά εξετάζουν τον βαθμό στον οποίο χώρες όπως η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία μειώνουν την παραγωγή ύστερα από μια παγκόσμια συμφωνία να μειώσουν την προμήθεια για πρώτη φορά μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
Θα υπάρχει επίσης ενδιαφέρον για την επιστροφή του αμερικανικού σχιστολιθικού πετρελαίου και τη βιωσιμότητα της ανάκαμψης προμηθειών σε Λιβύη και Νιγηρία, χώρες που μαστίζονται από συγκρούσεις και που έμειναν εκτός της συμφωνίας για τη μείωση της παραγωγής.
Το αποτέλεσμα αυτών των αγνώστων θα καθορίσει πότε η προσφορά και η ζήτηση του πετρελαίου θα ισορροπήσουν το 2017 και αν οι τιμές θα παραμείνουν πάνω από τα 50 δολάρια το βαρέλι. «Μέχρι να ξεκινήσουμε να παίρνουμε απαντήσεις, οι συζητήσεις θα συνεχιστούν» λέει ο Μάικλ Γουίτνερ της Société Générale. «Μέχρι τότε, πιστεύουμε πως οι αγορές θα μπουν σε ένα κλίμα αναμονής. Οι τιμές του αργού πετρελαίου είναι πιθανό να ξεκινήσουν τις συναλλαγές μέσα σε ένα ευρύ πλαίσιο.»
Εάν τα μέλη του Opec και οι συνεργατικές χώρες όπως η Ρωσία πετύχουν, μπορεί επιτέλους να μειώσουν το περίσσευμα αργού πετρελαίου – δίνοντας τέλος στον κορεσμό προσφοράς του προϊόντος. Ο δείκτης - Commodity, μείγμα 22 συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, ανέβηκε σχεδόν 12% το 2016, σημειώνοντας την πρώτη ετήσια άνοδο από το 2010. Μαζί με το πετρέλαιο, βιομηχανικά μέταλλα όπως ο ψευδάργυρος και ο χαλκός έχουν επίσης ανέβη χάρη στις ελπίδες πως η ισχυρότερη παγκόσμια ανάπτυξη θα στηρίξει τη ζήτηση.
Είναι οι παγκόσμιες τράπεζες επενδύσιμες και πάλι;
Οι δείκτες των τραπεζικών μετοχών σε Ιαπωνία, Ευρώπη και ΗΠΑ έχουν σημειώσει διψήφια κέρδη στο δεύτερο μισό του 2016, σηματοδοτώντας μια αλλαγή κλίματος από νωρίτερα στο έτος, όταν ο τομέας ήταν αναστατωμένος λόγω ανησυχιών για τη διάβρωση της κερδοφορίας εν μέσω χαμηλών και αρνητικών επιτοκίων, αυστηρών ρυθμίσεων και προστίμων για κακή συμπεριφορά.
Σύμφωνα με τους επενδυτές, μία από τις σημαντικότερες πηγές αισιοδοξίας είναι η προοπτική υψηλότερων επιτοκίων και ισχυρότερης οικονομικής ανάπτυξης, καθώς ο πολιτικός μοχλός μεταβαίνει από νομισματικά σε δημοσιονομικά μέτρα στο νέο έτος. Η άνοδος τω μακροπρόθεσμων ομολογιακών αποδόσεων βοηθά τις τράπεζες αυξάνοντας το καθαρό περιθώριο επιτοκίου τους – τη διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια με τα οποία δανείζονται και δανείζουν. «Παραμένουμε γενικά αισιόδοξοι για τις τράπεζες ως τομέα» λέει ο Μαρκ Ντάουντινγκ, στέλεχος της BlueBay Asset Management.
Όμως η ανάκαμψη θα γνωρίσει μια δύσκολη δοκιμασία, ιδιαίτερα στην Ευρώπη όπου η υγεία του τομέα είναι υπό αμφισβήτηση. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα αξίζουν 0,68 φορές σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών την ονομαστική αξία των περιουσιακών στοιχείων τους στο τέλος του 2016. Παρ’ όλες τις κινήσεις στις μετοχικές τιμές, η αποτίμηση είναι λιγότερο γενναιόδωρη απ’ ότι ήταν πριν από έναν χρόνο.
Θα γίνουν οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες πιο αυστηρές;
Η τελευταία φορά που υπήρξε ουσιαστική και γρήγορη άνοδος στις αποδόσεις των αμερικανικών κρατικών ομολόγων ήταν πριν από δύο δεκαετίες – το 1994. Τότε, μεγάλο μέρος του χρηματοπιστωτικού κόσμου απέτυχε να προβλέψει την ταχύτητα και τον ρυθμό των αυξήσεων επιτοκίων που ανακοινώθηκαν από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα – οι οποίες οδήγησαν τα δεκαετή ομόλογα σε άνοδο 2 ποσοστιαίων μονάδων σε διάστημα πέντε μηνών.
Η εφησυχασμός αυτή τη φορά μπορεί να είναι διαφορετικού είδους. Οι επενδυτές δείχνουν να βλέπουν μια υπέρ της ανάπτυξης Ομοσπονδιακή Τράπεζα υπό την Τζάνετ Γέλεν και περιμένουν τρεις ακόμη αυξήσεις επιτοκίου το 2017.
Ο Φιλίπ Ιθουρμπίντ, παγκόσμιος επικεφαλής έρευνας της Amundi Asset Management, λέει: «Είναι δύσκολο να καταλάβουμε το μήνυμα: πώς μπορούμε να έχουμε ταυτόχρονα ισχυρότερη ανάπτυξη, πιο αδύναμο δολάριο και πιο περιοριστική νομισματική πολιτική;».
Η πραγματική οικονομική ανάπτυξη στις ΗΠΑ βρίσκεται περίπου στο 2%, όπως και το ποσοστό του πληθωρισμού, ενώ τα ποσοστά της ανεργίας είναι χαμηλά, στοιχεία που θα υποδείκνυαν υπό κανονικές συνθήκες ένα πολύ υψηλότερο επίπεδο στα επιτόκια. Εάν η Fed κινηθεί πολύ γρήγορα, οι επιπτώσεις θα μπορούσαν να είναι σοβαρές. Έξι από τους 12 κύκλους αυστηροποίησης από το 1945 είχαν ως αποτέλεσμα ύφεση στις ΗΠΑ μέσα σε δύο χρόνια.
Έχει η αναστάτωση στις αναδυόμενες αγορές περιθώρια να συνεχιστεί;
Η εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ ενέτεινε την πτώση στα περιουσιακά στοιχεία των αναπτυσσόμενων οικονομιών που πυροδότησε καθαρές εξαργυρώσεις σε μετοχικά και κεφαλαιακά κεφάλαια των αναδυόμενων αγορών με έναν ρυθμό που δεν έχει παρατηρηθεί από την κρίση μείωσης ομολόγων στις ΗΠΑ το 2013.
Το μεξικανικό πέσο και η τουρκική λίρα βυθίστηκαν σε πρωτοφανή χαμηλά, και οι μετεκλογικές «συναλλαγές του Τραμπ» προκάλεσαν ένα ισχυρότερο δολάριο και υψηλότερες αποδόσεις ομολόγων.
Μόνο η Ρωσία φάνηκε να ξεφεύγει από την τάση, χάρη, εν μέρει, στην ευδιάκριτη θέρμη ανάμεσα στον Ντόναλντ Τραμπ και τον Βλαντίμιρ Πούτιν.
Με το κεφάλαιο να ρέει έξω από την Κίνα παρά τις προσπάθειές της να το περιορίσει, και τις αγορές να περιμένουν περισσότερες αυξήσεις επιτοκίων στις ΗΠΑ το 2017, οι μεγαλύτεροι επενδυτές σε αναδυόμενες αγορές επικεντρώνονται στη διαφοροποίηση και τη διαχείριση ρίσκου.
«Παραμένουν ερωτήματα για το πώς η κυβέρνηση του Τραμπ θα αντιμετωπίσει τα ζητήματα του εμπορίου και του προστατευτισμού και εάν οι προεκλογικές υποσχέσεις σε σχέση με τους δασμούς και τις εμπορικές συμφωνίες θα υλοποιηθούν ως κάτι σημαντικό» λέει ο Πιέρ-Υβ Μπαρό, επικεφαλής χρέους αναδυόμενων αγορών στην JPMorgan Asset Management.
Θα υπάρξουν περισσότερες καταχωρήσεις στις δημόσιες αγορές;
Η πρόσφατη ανεπάρκεια καταχωρήσεων έκανε τον περασμένο χρόνο τον πιο αργό για τις αμερικανικές αρχικές δημόσιες προσφορές από το 2003 – όμως υπάρχουν ελπίδες ανάκαμψης.
«Θα υπάρξει σημαντική αύξηση στις καταχωρήσεις το 2017, και αυτό θα γίνει πιθανότατα περισσότερο εμφανές στο δεύτερο τρίμηνο» προβλέπει ο Τζέι Ντι Μοριάρτι, επικεφαλής κεφαλαιαγορών Αμερικής στη Bank of America Merrill Lynch.
Οι τραπεζίτες λένε πως το μετεκλογικό μετοχικό ράλι και η θετική απόδοση των συμφωνιών του 2016 προοιωνίζουν μια αύξηση στη δραστηριότητα τον επόμενο χρόνο. Σε αντίθεση με τις συμφωνίες του 2015, οι οποίες έκλεισαν εκείνο το έτος 6,5% χαμηλότερα, οι καταχωρήσεις του 2016 έχουν ανέβη κατά μέσο όρο κατά περίπου 20%, σύμφωνα με τη Dealogic.
Υπάρχει επίσης ελπίδα αναβίωσης των τεχνολογικών αρχικών δημόσιων προσφορών. Οι μεγαλύτερες τεχνολογικές εταιρείες έχουν αποφύγει τις δημόσιες αγορές τα τελευταία χρόνια, μαζεύοντας δισεκατομμύρια δολάρια σε ελκυστικές αξίες ιδιωτικά.
Το Snap, η εφαρμογή άμεσων μηνυμάτων, ετοιμάζεται για αυτό που υπολογίζεται πως θα είναι η μεγαλύτερη τεχνολογική καταχώρηση εδώ και χρόνια τον Μάρτιο. Ελπίζει σε μια αποτίμηση 20 με 25 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Εάν πετύχει, μπορεί να προσελκύσει και άλλους τεχνολογικούς «μονόκερους» – ιδιωτικές τεχνολογικές εταιρείες που έχουν πετύχει αποτιμήσεις 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων και άνω – να δοκιμάσουν τις δημόσιες αγορές.