Τα 11 εκατομμύρια ευρώ σε δάνεια που πήρε το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο από ρωσική τράπεζα είναι έως σήμερα η πιο βάσιμη απόδειξη πως η Ρωσία στηρίζει εθνικιστικές, λαϊκιστικές δυνάμεις στην Ευρώπη με περισσότερα από λόγια στα προπαγανδιστικά κανάλια του Κρεμλίνου και προσκλήσεις για συναντήσεις στη Μόσχα.
Η ρωσική κυβέρνηση, ωστόσο, δείχνει να θέλει τα χρήματά της πίσω – και αυτό παρουσιάζει μια σκληρή πραγματικότητα για την αρχηγό του Εθνικού Μετώπου Μαρίν Λε Πεν: το Κρεμλίνο αγαπάει τους δυτικούς εθνικιστές, αλλά είναι ένα σκληρότερο είδος αγάπης από αυτό που έλαβαν οι δυτικοί κομμουνιστές από τη Σοβιετική Ένωση.
Τα δύο δάνεια ήρθαν το 2014 από τη First Czech Russian Bank, μια μικρή ιδιωτική τράπεζα στη Μόσχα. Στη συμφωνία μεσολάβησε ο ρώσος νομοθέτης Αλεξάντερ Μπαμπάκοβ, επιχειρηματίας του οποία τα συμφέροντα στην Ουκρανία είχαν πληγεί μετά την «Επανάσταση Αξιοπρέπειας» στη χώρα εκείνη τη χρονιά. Αυτά έσωσαν το κόμμα της Λε Πεν, το οποίο βρίσκεται σε συνεχή σοβαρά προβλήματα. Το 2013, η τελευταία χρονιά για την οποία είναι διαθέσιμα επίσημα στοιχεία, το κόμμα δαπάνησε 10 εκατομμύρια ευρώ, από τα οποία μόνο 2,8 εκατομμύρα προήλθαν από ιδιωτικές δωρεές. Ακόμη και με 5,5 εκατομμύρια ευρώ σε κρατική υποστήριξη, το Εθνικό Μέτωπο δαπάνησε 650.000 ευρώ περισσότερα από όσα συγκέντρωσε. Εκείνη τη χρονιά, ένα δάνειο από το μικρό κόμμα Cotelec του πατέρα της Λε Πεν, Ζαν-Μαρί Λε Πεν, βοήθησε να συντηρηθεί το Εθνικό Μέτωπο. Όμως το 2014 ήταν χρονιά εκλογών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και χωρίς τη ρωσική χρηματοδότηση η πολιτική δύναμη της Λε Πεν δε θα μπορούσε να έχει κερδίσει μια πλειονοψηφία, η οποία έθεσε την αρχηγό του κόμματος ως βασική υποψήφια για την προεδρία.
Δεδομένων των μόνιμων οικονομικών προβλημάτων του Εθνικού Μετώπου, είναι δύσκολο να πούμε εάν ο ιδιοκτήτης της FCRB Ρόμαν Ποπόβ ήλπιζε να πάρει τα χρήματά του πίσω. Όμως μέχρι τη στιγμή που η Λε Πεν πήρε τα δάνειά της, η τράπεζα στροβιλιζόταν εκτός ελέγχου. Τον περασμένο Σεπτέμβριο, όταν δικαστήριο της Μόσχας έκρινε την τράπεζα αφερέγγυα, το αρνητικό της κεφάλαιο έφτασε τα 26,5 δισεκατομμύρια ρούβλια. Η τράπεζα επιδιορθώνεται τώρα από την κρατική Υπηρεσία Ασφάλισης Καταθέσεων, η οποία αντιμετωπίζει απαιτήσεις 26 δισεκατομμυρίων ρουβλιών από καταθέτες και διάφορους άλλους πιστωτές. Μέχρι τα τέλη του Δεκεμβρίου, η υπηρεσία είχε καταθέσει 14 αγωγές για να ζητήσει πίσω 3,4 δισεκατομμύρια ρούβλια σε δάνεια. Εξετάζει επίσης 10 συμφωνίες που έγιναν από την προηγούμενη διοίκηση της τράπεζας – συμπεριλαμβανομένης, σύμφωνα με αναφορές, της πώλησης του χρέους του Εθνικού Μετώπου σε τρίτους.
Αυτό δεν επηρεάζει άμεσα το κόμμα της Λε Πεν, το οποίο λέει πως πληρώνει τους τόκους επιμελώς, στο 6% ετησίως. Τα δάνεια λήγουν το 2019. Η εμφανής αποφασιστικότητα της ρωσικής κυβέρνησης να αναλάβει τον έλεγχο του χρέους, ωστόσο, δείχνει πως θέλει εν τέλει να αποπληρωθεί: η εκκαθάριση των τραπεζών είναι κάτι που κάνει η Ρωσία σύμφωνα με τους κανόνες.
Η Λε Πεν χρειάζεται πολλά χρήματα και πάλι φέτος. Αυτήν την εβδομάδα, είπε πως χρειάζεται άλλα 6 εκατομμύρια ευρώ για να χρηματοδοτήσει την προεδρική της εκστρατεία, παρ’ ότι έλαβε νέο δάνειο 6 εκατομμυρίων ευρώ από το Cotelec (παρά την υποτιθέμενη διαμάχη της με τον πατέρα της). Η Λε Πεν παραπονέθηκε πως δεν μπορεί να βρει ανταπόκριση από τις γαλλικές τράπεζες, οπότε στράφηκε στις ευρωπαϊκές, βρετανικές, αμερικανικές και ναι, και ρώσικες τράπεζες. «Θα δεχτώ την πρώτη που θα μου πει ναι» είπε η αρχηγός του κόμματος.
Ίσως για να προσελκύσει περισσότερο τις ρωσικές τράπεζες, η Λε Πεν επανέλαβε αυτήν την εβδομάδα πως δε θεωρεί την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014 παράνομη. Αναγνωρίζει το δημοψήφισμα που έγινε στη χερσόνησο αφού μη ένστολα ρωσικά στρατεύματα ανέλαβαν τον έλεγχό της. Αυτό της κέρδισε περισσότερο χρόνο στη ρωσική τηλεόραση, αλλά καμία προσφορά δανείου ως τώρα, ίσως επειδή ο Φρανσουά Φιγιόν, ο κεντροδεξιός αντίπαλός της που είναι πιο πιθανό από τη Λε Πεν να κερδίσει την προεδρία, αντιτίθεται επίσης στις ευρωπαϊκές κυρώσεις κατά της Ρωσίας λόγω της προσάρτησης της Κριμαίας. Στη Ρωσία αρέσουν τα εθνικιστικά κόμματα που προκαλούν αναστάτωση στις δυτικές χώρες, όμως ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν είναι ρεαλιστής, και τα ωφέλη της διατήρησης καλών σχέσεων με τον Φιγιόν – κάτι που δε θα πετύχει εάν βοηθήσει την αντίπαλό του – είναι πολύ μεγαλύτερα από αυτά της χρηματοδότησης της Λε Πεν.
Αυτό είναι ένα σημαντικό μάθημα για όλους τους ευρωπαίους εθνικιστές – συμπεριλαμβανομένου του Αυστριακού Κόμματος Ελευθερίας, οι αρχηγοί του οποίου ταξίδεψαν πρόσφατα στη Μόσχα για να υπογράψουν συμφωνία συνεργασίας με το κόμμα του Πούτιν Ενωμένη Ρωσία, και των ολλανδών εθνικιστών υπό τον Γκερτ Βίλντερς, οι οποίοι επίσης έχουν προσκληθεί στη ρωσική πρωτεύουσα. Μπορούν να βασιστούν στην προπαγανδιστική μηχανή της Ρωσίας, η οποία έχει αποδειχθεί οριακά αποτελεσματική με τους υπερ-συντηρητικούς αμερικανούς ψηφοφόρους. Ο Πούτιν θα τους χαϊδέψει επίσης την πλάτη αν το επιτρέψουν και, ίσως – όπως πιστεύουν πολλοί στις ΗΠΑ – θα τους βοηθήσει να βρουν πληροφορίες που θα βλάψουν τους αντιπάλους τους. Όμως χρειάζεται μια κάποια απόσταση από αυτούς – όχι μόνο για να διατηρήσει τη συνηθισμένη του άρνηση, αλλά και για να φαίνεται η δημοτικότητά τους γνήσια και να μην μπορεί να αμφισβητηθεί η εκλογική τους επιτυχία.
Όταν υπήρχαν κομμουνιστικά κόμματα σε όλον τον κόσμο, η Σοβιετική Ένωση δεν ανησυχούσε να κρύψει τη στήριξή της. Οι δυτικές υπηρεσίες πληροφοριών γνώριζαν πως αυτά τα κόμματα λάμβαναν χρηματοδότηση από τη Μόσχα. Ήταν σύντροφοι, ωστόσο. Οι ευρωπαίοι εθνικιστές, και ακόμη και ο Ντόναλντ Τραμπ, είναι προσωρινοί σύμμαχοι που δεν αναμένεται στην πραγματικότητα να κάνουν ό,τι ζητήσει η Ρωσία – μόνο να δημιουργήσουν αναστάτωση στα αντιρωσικά κεντρώα κατεστημένα.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βρουν τα δικά τους χρήματα, όπως το έκανε ο Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, προσελκύοντας περισσότερα χρήματα από μικρούς δωρητές, όπως έκανε η Χίλαρι Κλίντον. Στην Ευρώπη, οι προεκλογικές εκστρατείες είναι πολύ λιγότερο ακριβές απ’ ότι στις ΗΠΑ. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, η τηλεοπτική διαφήμιση απαγορεύεται. Μια εκστρατεία για τη γαλλική προεδρία δε θα πρέπει να κοστίσει περισσότερα από 25 εκατομμύρια ευρώ. Όμως ακόμη και αυτού του είδους τα χρήματα είναι δύσκολο να βρεθούν σε μια χώρα όπου οι πολίτες περιμένουν από την κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει τα πολιτικά κόμματα. Στη Γαλλία, 50 κόμματα λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση, χωρισμένα ανάλογα με την εκλογική τους επίδοση και τον αριθμό βουλευτών που δηλώνουν πίστη σε αυτά.
Σε αυτήν την κουλτούρα, η Λε Πεν έχει τη στήριξη των ψηφοφόρων – όμως οι υποστηρικτές της δεν το δείχνουν με χρήματα, τουλάχιστον όχι με αρκετά χρήματα. Οι ευρωπαίοι λαϊκιστές χρειάζονται να πάρουν μάθημα από την επιτυχία του Τραμπ, χρειάζονται στοιχεία της αμερικανικής κουλτούρας συγκέντρωσης πόρων, όχι ρωσική χρηματοδότηση, η οποία δε θα έρθει χωρίς κόστος.