Οι αγορές περιμένουν μεγάλα πράγματα από την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ, τουλάχιστον κρίνοντας από τα μακροπρόθεσμα αμερικανικά επιτόκια.
Μετά την εκλογή του Τραμπ τον Νοέμβριο, τα 10ετή και 30ετή επιτόκια ξεπέρασαν το 2,6% και το 3% αντίστοιχα, σημειώνοντας άνοδο περίπου 75 μονάδων βάσης. Τα επιτόκια στις αναδυόμενες αγορές έχουν σημειώσει παρόμοια άνοδο. (Οι αυξήσεις στην Ευρώπη και την Ιαπωνία ήταν πιο περιορισμένες, κυρίως λόγω των συνεχιζόμενων εντατικών αγορών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Τράπεζα της Ιαπωνίας.) Παρ’ ότι τα επιτόκια έχουν υποχωρήσει κάπως, παραμένουν αρκετά πάνω από τα χαμηλά του 2016.
Αυτό θα έπρεπε να είναι καλή είδηση. Τα υψηλότερα επιτόκια υποδεικνύουν πως οι επενδυτές βλέπουν ισχυρότερη ανάπτυξη και υγιή πληθωρισμό – λόγω μιας αυστηρής αγοράς εργασίας, πιέσεις στους μισθούς και υψηλότερες τιμές στα αγαθά, ιδιαίτερα στο πετρέλαιο – στο μέλλον. Το πρόβλημα είναι πως, τα ίδια αυξημένα επιτόκια είναι πιθανό να εκτροχιάσουν την ανάκαμψη προτού αυτή εμφανιστεί.
Το πιο προφανές είναι ότι τα υψηλότερα επιτόκια αποτελούν πρόβλημα για τους ομολογιούχους: παγκοσμίως, μία αύξηση 1 ποσοστιαίας μονάδας στα επιτόκια θα είχε ως αποτέλεσμα απώλειες επί των υπαρχόντων ομολογιακών αποθεμάτων μεταξύ 2 και 3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Μια τέτοια αύξηση θα τιμωρούσε επίσης και τους δανειολήπτες. Δεδομένης της υψηλής μόχλευσης των ΗΠΑ – περίπου 250% του ΑΕΠ – μια αύξηση 1 ποσοστιαίας μονάδας στα επιτόκια θα απαιτούσε μια αύξηση 2,5% στα εισοδήματα, για να καλυφθούν οι υποχρεώσεις του υπάρχοντος χρέους.
Οι ελπίδες μιας μεγάλης κλίμακας σειράς δαπανών σε υποδομές μπορεί επίσης να διαψευστούν. Με τον καιρό, η αύξηση 1 ποσοστιαίας μονάδας στα μακροπρόθεσμα επιτόκια θα ανέβαζε τον επιτοκιακό λογαριασμό ύψους 20 τρισεκατομμυρίων δολαρίων του αμερικανικού κρατικού χρέους κατά 200 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτό είναι σχεδόν το μισό του αναμενόμενου δημοσιονομικού ελλείμματος για το 2017, ύψους 441 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η εύρεση χρήματος για δρόμους και γέφυρες μπορεί σύντομα να γίνει πιο ακριβή και δύσκολη.
Το ίδιο και η πρόκληση της αναβίωσης της βιομηχανίας των ΗΠΑ – μια υπόσχεση που έπαιξε βασικό ρόλο στη νίκη του Τραμπ. Μετά τις εκλογές, το αμερικανικό δολάριο έχει ανέβη περίπου 6% σε σχέση με το ευρώ και 12% σε σχέση με το γεν. Ένα ισχυρότερο δολάριο επιδεινώνει την ανταγωνιστικότητα των αμερικανικών εξαγωγών και αυξάνει το κόστος της επιστροφής της παραγωγής στη χώρα. Μια αύξηση 10% στο δολάριο αυξάνει το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ κατά περίπου 1% και μειώνει την ανάπτυξη μεταξύ 0,2% και 0,5%.
Ίσως το πιο επικίνδυνο, τα υψηλότερα επιτόκια μπορεί να προκαλέσουν αστάθεια στη χρηματοπιστωτική αγορά. Οι παγκόσμιες τραπεζικές μετοχές έχουν ανέβη κατά περισσότερο από 20% μετά τη νίκη του Τραμπ, με τις αμερικανικές τραπεζικές μετοχές να κερδίζουν μεταξύ 40% και 70%. Αυτό αντικατοπτρίζει πολλά πράγματα – την ελπίδα πως οι μεγάλες απώλειες από δικαστικούς αγώνες έχουν τελειώσει, τη σιγουριά πως οι επιστροφές από μετοχικά κεφάλαια βελτιώνονται και μια προσδοκία πως οι ρυθμίσεις θα χαλαρώσουν υπό την κυβέρνηση Τραμπ. Τα υψηλότερα επιτόκια έχουν ενισχύσει την αισιοδοξία, με τους αναλυτές να υποστηρίζουν πως οι τράπεζες θα μπορέσουν σύντομα να ανεβάσουν τα επιτόκια των δανείων υψηλότερα από τα επιτόκια των καταθέσεων, βελτιώνοντας τα περιθώρια κέρδους.
Αυτός ο ισχυρισμός αγνοεί, ωστόσο, τον ανταγωνισμό μεταξύ των τραπεζών, όπως και τη χαμηλή ζήτηση στα δάνεια. Παραβλέπει επίσης τις νέες ρυθμίσεις ρευστότητας που απαιτούν από τις τράπεζες να χρηματοδοτούν τα δανειακά βιβλία τους με καταθέσεις πελατών. Αντιμέτωπες με την ανάγκη να κάνουν ανταγωνιστικές προσφορές για να διατηρήσουν αυτές τις καταθέσεις, οι τράπεζες θα πρέπει να ανεβάσουν και τα επιτόκια των καταθέσεων μαζί με αυτά των δανείων, μειώνοντας τα περιθώρια κέρδους.
Οι τράπεζες είναι επίσης περισσότερο ευάλωτες απ’ ότι μπορεί να υποδεικνύουν οι φουσκωμένες αποτιμήσεις τους. Έχουν μεγάλα αποθέματα κρατικών χρεογράφων: οι αμερικανικές εμπορικές τράπεζες έχουν σχεδόν 2,5 τρισεκατομμύρια δολάρια κρατικών ομολόγων και άλλων μη ενυπόθηκων χρεογράφων. Παρ’ ότι τα υψηλότερα επιτόκια μπορεί να βελτιώσουν τα μελλοντικά κέρδη καθώς οι προθεσμίες επανεπενδύονται με υψηλότερα επιτόκια, βραχυπρόθεσμα οι τράπεζες αντιμετωπίζουν σημαντικές απώλειες στα υπάρχοντα αποθέματα. Οι μετεκλογικές αυξήσεις στα επιτόκια έχουν ήδη οδηγήσει σε μεγάλες απώλειες, αντιστρέφοντας κέρδη πάνω από 30 δισεκατομμύρια δολάρια σε ζημιά περίπου 14 δισεκατομμυρίων δολαρίων στα ομολογιακά αποθέματα.
Και οι τράπεζες θα υποφέρουν επίσης εάν τα υψηλότερα επιτόκια πυροδοτήσουν ένα κύμα εταιρικών χρεοκοπιών. Η αύξηση των εταιρικών χρεών σε συνδυασμό με την αυξημένη μόχλευση και την επιδείνωσης της κάλυψης του χρέους, μπορεί εύκολα να γίνει μη διαχειρίσιμη σε ένα υψηλότερο επιτόκιο.
Οι δανειολήπτες των αναδυόμενων αγορών χρωστούν το ένα τρίτο των σχεδόν 10 τρισεκατομμυρίων δολαρίων μη χρηματοπιστωτικού χρέους εκτός των ΗΠΑ, μεγάλο μέρος αυτού σε δολάρια. Οι κινέζικες επιχειρήσεις υπολογίζεται να έχουν δανειστεί περισσότερο από 1 τρισεκατομμύριο δολάρια σε χρέος σε ξένο συνάλλαγμα, παρ’ ότι έχουν προσπαθήσει εντατικά να αποπληρώσουν αυτά τα δάνεια καθώς το γιουάν πέφτει σε αξία.
Τα υψηλότερα αμερικανικά επιτόκια θα ασκήσουν πίεση σε όλους αυτούς τους δανειολήπτες. Ένα ισχυρότερο δολάριο θα επιδεινώσει το πρόβλημα ως ένα σημείο που το χρέος δε θα μπορεί να γεφυρωθεί ή να καλυφθεί από έσοδα δολαρίου. Καθώς τα τοπικά νομίσματα αποδυναμώνονται, οι δανειολήπτες στις αναδυόμενες αγορές θα χρειαστούν να αφιερώσουν μεγαλύτερο ποσοστό των χρημάτων τους για να εξυπηρετήσουν αυτά τα χρέη, αυξάνοντας τον κίνδυνο χρεοκοπιών.
Ακόμη κι εκεί όπου οι δανειολήπτες από αναδυόμενες οικονομίες έχουν δανειστεί σε τοπικό συνάλλαγμα, ξένοι επενδυτές διατηρούν σημαντικά μερίδια του χρέους. Ένα ισχυρότερο δολάριο μπορεί να αναγκάσει τους επενδυτές να πουλήσουν περισσότερα από αυτά τα αποθέματα για να περιορίσουν τις απώλειες, ανεβάζοντας τα κόστη δανεισμού των αναδυόμενων αγορών και οδηγώντας σε περαιτέρω υποτιμήσεις.
Παρ’ όλα όσα θα ήθελαν να πιστέψουν κάποιοι επενδυτές, ο Τραμπ δεν έχει φέρει ένα νέο «ξημέρωμα στην Αμερική». Το 1981, όταν ο Ρόναλντ Ρέιγκαν ανέλαβε την εξουσία, η οικονομία μόλις έβγαινε από την ύφεση, δεν αναπτυσσόταν χάρη σε εξαιρετικές νομισματικές διευκολύνσεις. Τα επιτόκια βρίσκονταν σε πρωτοφανή υψηλά, όχι σε πρωτοφανή χαμηλά. Τα επίπεδα του χρέους ήταν στο ένα τέταρτο των σημερινών επιπέδων. Τα περιουσιακά στοιχεία ήταν υποτιμημένα αντί να κινούνται σε πρωτοφανείς αξίες, φουσκωμένες από τις πολιτικές της κεντρικής τράπεζας. Η σημερινή αισιοδοξία, λαμβάνοντας υπόψη τις παρούσες συνθήκες, μοιάζει περισσότερο με ψευδή αυγή.