Για τον Β. Σόιμπλε είναι θεωρητικά εφικτή η συνέχιση του τρίτου προγράμματος χωρίς το ΔΝΤ. «Τον ρόλο αυτό μπορεί να αναλάβει ο ESM, αλλά τότε τα συμπεφωνημένα θα έπρεπε να διασφαλιστούν πιο αποτελεσματικά».
Από μια συνέντευξη εφ΄ όλης της ύλης με τον γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, όπως αυτή που δημοσιεύεται την Παρασκευή στην γερμανική Süddeutsche Zeitung δεν θα μπορούσε να απουσιάζει το ζήτημα διαχείρισης της κρίσης στην Ελλάδα και ειδικότερα η συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο τρίτο ελληνικό πρόγραμμα.
Για μια ακόμα φορά ο Β. Σόιμπλε επανέλαβε ότι οι κανόνες της ευρωζώνης δεν επιτρέπουν σε μια χώρα ή ομάδα χωρών να αναλάβουν τις οικονομικές υποχρεώσεις μιας άλλης, όπως συμβαίνει για παράδειγμα εντός Γερμανίας όπου τα πλούσια κρατίδια στηρίζουν με τα πλεονάσματά τους τα φτωχότερα. Αναφερόμενος στην Ελλάδα ο γερμανός υπουργός τόνισε ότι «επέλεξε έναν μακρύ και επίπονο δρόμο. Το 2015 αποφάσισε να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της ως μέλος της ευρωζώνης και να απορρίψει την εναλλακτική λύση που ήταν η αποχώρηση από το ευρώ. Τώρα εμείς πρέπει από την πλευρά μας να επιμείνουμε στην εφαρμογή των συμπεφωνημένων. Διαφορετικά το ευρώ δεν θα αντέξει στο χρόνο με την υπάρχουσα δομή. Εκτός αυτού θα ενταθούν, με απρόβλεπτες επιπτώσεις, οι αντιστάσεις κατά του ευρώ στο εσωτερικό μιας σειράς από χώρες της ευρωζώνης».
- Αν αλλάξουν ριζικά τα δεδομένα θα χρειαστεί έγκριση της γερμανικής βουλής.
- Μια αποχώρηση του ΔΝΤ και αλλαγή δεδομένων θα απαιτούσε έγκριση από το κοινοβούλιο, εκτιμά ο Β. Σόιμπλε.
Στο ερώτημα για ποιο λόγο η ευρωζώνη, αντί να διαιωνίζεται η αντιπαράθεση με το ΔΝΤ, δεν συνεχίζει μόνη της το τρίτο ελληνικό πρόγραμμα ο Β. Σόιμπλε απάντησε: «Σε περίπτωση που το Ταμείο αποχωρήσει, τότε οι Ευρωπαίοι ενδέχεται να καταλήξουν σε μια δική τους λύση εντός του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος, όπως είχαμε προτείνει ήδη στην αρχή της ελληνικής κρίσης η τότε υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας Κριστίν Λαγκάρντ και εγώ. Σε αυτή την περίπτωση όμως θα πρέπει οι Ευρωπαίοι να επιβάλλουν όσα συμφωνήθηκαν σαφώς πιο αποτελεσματικά».
Στο σχόλιο του δημοσιογράφου ότι όπως φαίνεται είναι εν τέλει εφικτή η συνέχιση του προγράμματος χωρίς το Ταμείο ο κ. Σόιμπλε τόνισε: «Το τωρινό πρόγραμμα προϋποθέτει τη συμμετοχή του ΔΝΤ. Αν συνεχίσουμε μόνοι μας τότε θα πρέπει να διασφαλίσουμε καλύτερα τα συμπεφωνημένα. Τον ρόλο αυτό μπορούμε να τον αναθέσουμε στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ESM). Σε αυτή την περίπτωση ωστόσο έχουμε να κάνουμε με εντελώς νέα δεδομένα και θα έπρεπε να διασφαλίσουμε προηγουμένως την έγκριση της γερμανικής βουλής».
Στο ερώτημα τέλος αν μια αποχώρηση του Ταμείου θα προκαλούσε τριγμούς στην γερμανική πολιτική σκηνή και κυρίως το εσωτερικό των συντηρητικών κομμάτων, ο Β. Σόιμπλε απάντησε: «Δεν θα προκαλέσει προβλήματα, διότι εμείς τηρούμε τις δεσμεύσεις μας. Σε περίπτωση όμως που δεν τηρηθούν οι δεσμεύσεις από άλλους τότε το τρέχον πρόγραμμα θα τερματιστεί και θα απαιτηθούν νέες διαπραγματεύσεις».
Η κυβέρνηση
Η 9η Μαρτίου, ημερομηνία συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, είναι το νέο ορόσημο που θέτει η κυβέρνηση όσον αφορά το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης. Ο κυβερνητικός σχεδιασμός και ο «οδικός χάρτης» για την έξοδο από τα μνημόνια με την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος περιλαμβάνουν τη συγκεκριμένη συνεδρίαση του Δ.Σ. της ΕΚΤ ως ένα από τα πιο σημαντικά ορόσημα, καθώς τότε θα πρέπει να ληφθεί η απόφαση για ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, προκειμένου να αρχίσει έγκαιρα η προετοιμασία για δοκιμαστικές εξόδους στις αγορές μέσα στους επόμενους μήνες. Επισήμως, η κυβέρνηση διατυμπανίζει σε όλους τους τόνους ότι δεν πρόκειται σε καμιά περίπτωση να δεχθεί μέτρα για μετά το 2018. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος, έσπευσε χθες να διαψεύσει κατηγορηματικά πληροφορίες για αύξηση ΦΠΑ, κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις ή μείωση του αφορολογήτου. Οπως είπε, παραμένει σταθερή η θέση της κυβέρνησης «όχι νέα μέτρα για μετά τη λήξη του προγράμματος το 2018». Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Τζανακόπουλος εμφανίστηκε σίγουρος ότι θα αρκούσε για το κλείσιμο της διαπραγμάτευσης μια συμφωνία επί των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, που θα άλλαζε τα δεδομένα όσον αφορά τα πρωτογενή πλεονάσματα για μετά το 2018 και θα οδηγούσε σε προσδιορισμό τους στο 2,5% και 1% για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.
Με βάση το επίσημο κυβερνητικό αφήγημα, πάντως, δεν απαντάται το ερώτημα πώς θα γεφυρωθούν οι διαφορές, οι οποίοες έχουν καθυστερήσει μέχρι τώρα την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Ξορκίζοντας την προοπτική συμβιβασμού με νέα μέτρα, ο κ. Τζανακόπουλος επέμεινε χθες ότι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης παρεμποδίζεται από ένα πολιτικό και όχι τεχνικό ζήτημα, καθώς, όπως είπε, η Ελλάδα έχει υλοποιήσει στο ακέραιο τις δεσμεύσεις της. Η εκκρεμότητα της συμμετοχής και με ποιο τρόπο του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα και οι διαφορετικές εκτιμήσεις του Ταμείου και των υπολοίπων θεσμών, σε σχέση με τα πρωτογενή πλεονάσματα και το Μεσοπρόθεσμο, είναι για την κυβέρνηση ένα ζήτημα που θα πρέπει να επιλυθεί με πολιτική διαπραγμάτευση.
Την ίδια στιγμή, πάντως, που η κυβέρνηση προσδιορίζει ένα χρονοδιάγραμμα με σχετικά στενά χρονικά περιθώρια, καθώς για να λάβει μια θετική εισήγηση από το Δ.Σ. της ΕΚΤ θα πρέπει μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος θέλησε να μεταθέσει την πίεση προς την άλλη πλευρά, λέγοντας ότι δεν είναι η Αθήνα που πιέζεται, καθώς «δεν έχουμε άμεσες χρηματοδοτικές ανάγκες». Εκτίμησε, μάλιστα, ότι είναι η ευρωπαϊκή πλευρά που αντιμετωπίζει πίεση από τον επικείμενο εκλογικό κύκλο που θα ανοίξει στην Ευρώπη και δεν επιθυμεί κανείς να εισέλθει σε προεκλογικούς ρυθμούς με το βάρος του ελληνικού ζητήματος. Την ίδια στιγμή, άφησε να εννοηθεί ότι εάν δεν κλείσουν την αξιολόγηση σύντομα και εγκαίρως, οι εταίροι θα φέρουν την ευθύνη για επαναφορά μιας τεχνητής αστάθειας, που, με βάση τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, δεν δικαιολογείται. Οπως είπε ωστόσο ο κ. Τζανακόπουλος, «οι φιλόδοξοι στόχοι για 1,75% πρωτογενές πλεόνασμα το 2017 είναι που καθιστούν αναγκαία την ταχεία ολοκλήρωση της αξιολόγησης».
Φαίνεται, πάντως, ότι η κυβέρνηση επενδύει σε στήριξη από την πλευρά της ΕΚΤ και κυρίως στην πίεση που εκτιμά ότι θα ασκήσει η τράπεζα το αμέσως προσεχές διάστημα προς όλες τις πλευρές και κυρίως προς το ΔΝΤ για πρόοδο στη διαπραγμάτευση και κλείσιμο της αξιολόγησης.