Αυτά τα σκληρά εγκλήματα δε στόχευαν μόνο άτομα, αλλά αποτελούσαν επίθεση κατά των κοινωνιών μας, των ελευθεριών μας και του τρόπου ζωής μας. Η ανάγκη για προστασία των ανθρώπων από αυτήν την απρόκλητη βία είναι ξεκάθαρη, όμως δεν είναι κάτι που μπορεί να επιτευχθεί με οποιονδήποτε τρόπο. Το πιο σημαντικό, δεν μπορεί και δεν πρέπει να επιτευχθεί καταστρατηγώντας τα ίδια αυτά δικαιώματα που υποτίθεται πως προστατεύουν οι κυβερνήσεις.
Τα δύο τελευταία χρόνια έχουν δει μια μεγάλη αλλαγή σε όλη την Ευρώπη: μια μεταστροφή από την άποψη πως ο ρόλος των κυβερνήσεων είναι να προσφέρουν ασφάλεια ώστε οι πολίτες να μπορούν να απολαμβάνουν τα δικαιώματά τους, στην άποψη πως οι κυβερνήσεις θα πρέπει να περιορίζουν τα δικαιώματα των ανθρώπων για να παρέχουν ασφάλεια. Το αποτέλεσμα ήταν ένας επίβουλος επαναπροσδιορισμός των ορίων ανάμεσα στις εξουσίες του κράτους και τα δικαιώματα των ατόμων. Τις εβδομάδες μετά τις τρομερές επιθέσεις στο Παρίσι τον Νοέμβριο του 2015, για παράδειγμα, η Γαλλία κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και εισήγαγε νέα σειρά αντιτρομοκρατικών μέτρων. Άλλες χώρες ακολούθησαν σύντομα το παράδειγμά της, περνώντας δρακόντειους νέους νόμους: ένα φαινόμενο που εξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη και έχει ως αποτέλεσμα όλο και βαθύτερη κατάσταση μόνιμης έκτακτης ανάγκης.
Η κάθε χώρα της ΕΕ και τα τοπικά σώματα έχουν αντιδράσει στις επιθέσεις προτείνοντας, υιοθετώντας και υλοποιώντας αλλεπάλληλα κύματα αντιτρομοκρατικών μέτρων που έχουν διαβρώσει τους κανόνες δικαίου, έχουν ενισχύσει τις εκτελεστικές εξουσίες, υπονομεύσει τους νομικούς ελέγχους, περιορίσει την ελευθερία της έκφρασης και εκθέσει τους πάντες σε κρατική παρακολούθηση. Λίγο λίγο, το οικοδόμημα της προστασίας των δικαιωμάτων που χτίστηκε τόσο προσεκτικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κατεδαφίζεται.
Σε έκθεση που δημοσιεύτηκε την Τρίτη, η Διεθνής Αμνηστία αποκαλύπτει πώς ο κατακλυσμός νέων νόμων και τροποποιήσεων που περάστηκαν βιαστικά από τα κράτη της ΕΕ διαβρώνουν το κράτος δικαίου και υπονομεύουν θεμελιώδεις ελευθερίες. Το πρόσφατο κύμα αντιτρομοκρατικών μέτρων έχει συχνά αποδειχθεί μεροληπτικό στη θεωρία και την πράξη, και έχει δυσανάλογες και εξαιρετικά αρνητικές επιδράσεις, κυρίως για τους μουσουλμάνους, τους ξένους πολίτες ή ανθρώπους που θεωρούνται μουσουλμάνοι ή ξένοι.
Άντρες, γυναίκες και παιδιά έχουν υποστεί σωματική και ψυχολογική βία. Επιβάτες έχουν απομακρυνθεί από αεροπλάνα επειδή «έμοιαζαν με τρομοκράτες». Έχει απαγορευτεί σε γυναίκες να φορούν ολόσωμα μαγιό σε παραλίες στη Γαλλία. Παιδιά προσφύγων στην Ελλάδα έχουν συλληφθεί επειδή έπαιζαν με πλαστικά όπλα.
Μία από τις πιο ανησυχητικές εξελίξεις σε όλη την ΕΕ είναι η προσπάθεια των κρατών να κάνουν πιο εύκολη την κήρυξη και την παράταση της «κατάστασης εκτάκτου ανάγκης» ως απάντηση στην τρομοκρατία ή την απειλή βίαιων επιθέσεων. Σε έναν αριθμό χωρών, έκτακτα μέτρα που υποτίθεται θα ήταν προσωρινά έχουν ενταχθεί στον νόμο. Εξουσίες που θα αποτελούσαν εξαίρεση μοιάζουν όλο και περισσότερο με μόνιμα στοιχεία του εθνικού νόμου.
Δεδομένης της πυρετώδους κατάστασης της ευρωπαϊκής πολιτικής, οι άνθρωποι θα πρέπει να είναι εξαιρετικά επιφυλακτικοί με την πληθώρα των εξουσιών και την κλίμακα του ελέγχου στις ζωές τους που είναι πρόθυμοι να παραδώσουν στις κυβερνήσεις της. Η άνοδος της ακροδεξιάς πολιτικής συζήτησης, του αισθήματος κατά των προσφύγων, των στερεοτύπων και των προκαταλήψεων κατά των μουσουλμάνων και της έλλειψης ανεκτικότητας στην ελευθερία του λόγου ή άλλες μορφές έκφρασης, αυξάνει τον κίνδυνο αυτές οι αναδυόμενες δυνάμεις να στοχοποιήσουν συγκεκριμένους ανθρώπους για λόγους που δεν έχουν καμία σχέση με τη γνήσια απειλή για την εθνική ασφάλεια. Μάλιστα, αυτό ήδη συμβαίνει στην Ευρώπη.
Ο πύχης για την ενεργοποίηση και την παράταση των έκτακτων μέτρων έχει χαμηλώσει – και κινδυνεύει να πέσει ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια. Παρ’ ότι ο διεθνής νόμος για τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ξεκάθαρος πως τα εξαιρετικά μέτρα θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο σε πραγματικά εξαιρετικές καταστάσεις – όπως «σε περιόδους πολέμου ή άλλη δημόσια έκτακτη ανάγκη που απειλή τη ζωή του έθνους» – η ανησυχητική και διαβρωτική ιδέα πως η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια συνεχή έκτακτη ανάγκη έχει ξεκινήσει να επικρατεί.
Υπάρχουν πολλές χώρες στην Ευρώπη, ιδιαίτερα αυτές με μικρή προϊστορία με την τρομοκρατία, όπου οι σκληροπυρηνικές κυβερνήσεις οποιασδήποτε πολιτικής πεποίθησης θα μπουν στον πειρασμό να επιβάλουν κατάσταση εκτάκτου ανάγκης ως απάντηση στην πρώτη σοβαρή τρομοκρατική επίθεση που θα αντιμετωπίσουν. Αυτές οι κυβερνήσεις θα απολαύσουν ένα εύρος εξουσιών, η χρήση των οποίων είναι απίθανο να περιοριστεί μόνο σε αυτούς που σχετίζονται με τη διεξαγωγή τέτοιων επιθέσεων.
Εν τέλει, ωστόσο, η απειλή για τη ζωή ενός έθνους – την κοινωνική συνοχή, τη σωστή λειτουργία των θεσμών, τον σεβασμό για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το γράμμα του νόμου – δεν προέρχεται από τις απομονωμένες ενέργειες των βίαιων, περιθωριακών εγκληματιών, όσο κι αν θα ήθελαν να καταστρέψουν αυτούς τους θεσμούς και να υπονομεύσουν αυτές τις αρχές. Προέρχεται από τις κυβερνήσεις και τις κοινωνίες που είναι πρόθυμες να εγκαταλείψουν τις αξίες τους για να τους αντιμετωπίσουν.
Στις 15 Νοεμβρίου 2015, δύο ημέρες αφού έχασε τη γυναίκα του στην επίθεση στο Μπατακλάν του Παρισιού, ο Αντουάν Λεϊρί έγραψε ανοιχτό γράμμα προς τους δράστες. «Το βράδυ της Παρασκευής, κλέψατε τη ζωή ενός μοναδικού πλάσματος, του έρωτα της ζωής μου, της μητέρας του γιου μου, όμως δε θα έχετε το μίσος μου… Θέλετε να φοβάμαι, να βλέπω τους συμπολίτες μου με καχυποψία, να θυσιάσω την ελευθερία μου για την ασφάλεια. Έχετε αποτύχει. Δε θα αλλάξω.»
Εάν θέλουμε να αποφύγουμε τη δημιουργία κοινωνιών όπου η ελευθερία είναι η εξαίρεση και επικρατεί ο φόβος, πρέπει να ακολουθήσουμε το παράδειγμα του Λεϊρί. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στον φόβο να μας αλλάξει.