Την Τρίτη, η πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Τερέζα Μέι παρουσίασε την πιο πλήρη ως τώρα θέση για τους στόχους της στις επερχόμενες διαπραγματεύσεις για το Brexit.
Η μεγαλύτερη σαφήνεια ήταν αναμενόμενη εδώ και καιρό – όμως μαζί της έρχεται και μια πιο ξεκάθαρη αντίληψη των τεράστιων κινδύνων που αντιμετωπίζει η Βρετανία καθώς προχωρά αυτή η διαδικασία.
Η Μέι είπε, «Αυτό που προτείνω δεν μπορεί να σημαίνει τη συμμετοχή στην κοινή αγορά». Αυτό δε θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση δε θα υποχωρήσει από την ιδέα πως η συμμετοχή στην κοινή αγορά προϋποθέτει την ελεύθερη μετακίνηση των ανθρώπων μέσα στην ΕΕ, και η Μέι δε θα υποχωρήσει από την ιδέα πως το Brexit προϋποθέτει το Ηνωμένο Βασίλειο να πάρει τον έλεγχο της δικής του μεταναστευτικής πολιτικής. Όμως η κατανόηση αυτού δεν κάνει την επιλογή της Μέι λιγότερο δύσκολη.
Η Μέι τόνισε πως θέλει αυτός ο ξεκάθαρος χωρισμός να γίνει με τους πιο φιλικούς όρους – κάτι που σημαίνει συνεργασία στο εμπόριο, ρυθμίσεις ομαλής μετάβασης, και το τέλος των «τεράστιων» (αλλά όχι όλων» των συνεισφορών στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Είπε επίσης πως το κοινοβούλιο θα κληθεί να ψηφίσει την τελική συμφωνία. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές αντέδρασαν θετικά, με τη στερλίνα να σημειώνει άμεση άνοδο μετά την ομιλία.
Μέχρι τώρα, η οικονομική πτώση που είχε προβλέψει η Τράπεζα της Αγγλίας μετά το Brexit δεν έχει υλοποιηθεί. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ανέβασε τη Δευτέρα την πρόβλεψη του για την ανάπτυξη στο Ηνωμένο Βασίλειο σε 1,5% από 1,1%. Όμως η Βρετανία είναι ακόμη μέσα στην ΕΕ. Το ερώτημα είναι τι θα συμβεί όταν δε θα είναι.
Η στενή εμπορική σχέση της Βρετανίας με την ΕΕ έχει εξυπηρετήσει τη χώρα για περισσότερα από 40 χρόνια. Η αποδυνάμωση αυτών των σχέσεων είναι ένα ιστορικό βήμα. Σύμφωνα με το - Intelligence, η συμμετοχή στη μεγαλύτερη κοινή αγορά του κόσμου και ενισχύσει τις συναλλαγές ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και τα υπόλοιπα μέλη της ΕΕ κατά 10%. Εάν χάσει όλα αυτά τα εμπορικά προνόμια μετά το Brexit, το εθνικό εισόδημα της Βρετανίας μπορεί να χάσει 2% μακροπρόθεσμα.
Η χρηματοπιστωτική βιομηχανία του Λονδίνου, η οποία συμβάλει με 55 δισεκατομμύρια δολάρια τον χρόνο στην οικονομία, φαίνεται ιδιαίτερα ευάλωτη. Η κοινή αγορά προσφέρει δικαίωμα «διαβατηρίου», το οποίο επιτρέπει στις χρηματοπιστωτικές εταιρείες να πωλούν προϊόντα και υπηρεσίες σε όλη την ένωση, ανεξάρτητα από τη χώρα-μέλος που βρίσκεται η έδρα τους. Βγαίνοντας από την κοινή αγορά το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να αναγκαστεί να βασιστεί στην «ισοδυναμία», όπου θα επιτρέπονται διασυνοριακές συναλλαγές εφόσον οι κανόνες μιας χώρας εκτός της ΕΕ κρίνονται εξίσου αυστηροί με της ΕΕ. Αυτή είναι μια περίπλοκη και πολύ λιγότερο σταθερή ρύθμιση. Και όπως έχει εξηγήσει ο κυβερνήτης της Τράπεζας της Αγγλίας Μαρκ Κάρνεϊ, μπορεί να μετατρέψει το Ηνωμένο Βασίλειο σε «παραλήπτη κανόνων», αναγκάζοντάς το να υιοθετεί ρυθμίσεις στη διαμόρφωση των οποίων δεν έχει κανέναν λόγο.
Ας το θέσουμε ως εξής: η ομιλία της Μέι δεν καθησύχασε καθόλου τους λήπτες αποφάσεων που αναρωτιούνται εάν πρέπει να μεταφέρουν τραπεζικές και χρηματοπιστωτικές θέσεις εργασίας στο Παρίσι ή το Λουξεμβούργο ή το Δουβλίνο – με τις πόλεις να ελίσσονται για να διεκδικήσουν τα πρωτεία.
Η Μέι επιβεβαίωσε τη συγκαλυμμένη απειλή που εξέδωσε πρόσφατα ο υπουργός Οικονομικών Φίλιπ Χάμοντ: εάν η ΕΕ αποκλείσει το Ηνωμένο Βασίλειο, η Βρετανία μπορεί να επανιδρυθεί ως φορολογικό και ρυθμιστικό καταφύγιο, με σκοπό να προσελκύσει επιχειρήσεις από την Ευρώπη. Παρ’ ότι είναι λογικό για τη Βρετανία να μη δείχνει δειλία και να ενθαρρύνει την ΕΕ να είναι φιλική, αυτή η σκληρή στάση δεν είναι ιδιαίτερα πιστευτή. Η προώθηση των εξαιρετικά χαμηλών εταιρικών φόρων και της ελαφριάς ρύθμισης στους βρετανούς ψηφοφόρους δε θα είναι εύκολη. Οι ηγέτες της Ευρώπης το γνωρίζουν αυτό, και είναι απίθανο να αλλάξουν τον πρωταρχικό τους στόχο: να αποθαρρύνουν τις υπόλοιπες χώρες από το να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Ηνωμένου Βασιλείου.
Πριν από μήνες, η Μέι είπε πως «Brexit σημαίνει Brexit». Το μόνο που έμενε να βρεθεί ήταν τι ακριβώς σήμαινε αυτό. Το τι έχει σκοπό να σημαίνει είναι επιτέλους ξεκάθαρο: η Βρετανία θα εγκαταλείψει την κοινή αγορά, αλλά θα διαπραγματευτεί την πιο κοντινή εμπορική σχέση που μπορεί με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι αυτό που ψήφισε η μικρή πλειοψηφία των Βρετανών, όμως οι πιθανότητες παραμένουν κατά της Μέι και του Ηνωμένου Βασιλείου, και της εκπλήρωσης αυτής της εντολής.