Στην απόφασή του, το δικαστήριο αναφέρει πως είναι απαραίτητη μια κοινοβουλευτική πράξη για να δώσει την άδεια στην κυβέρνηση της Τερέζα Μέι να ενεργοποιήσει το άρθρο 50, τη ρήτρα εξόδου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι σχεδόν βέβαιο πως οι βουλευτές θα εγκρίνουν το σχετικό νομοσχέδιο και θα επιτρέψουν στο Brexit να προχωρήσει.
Αυτό συμβαίνει επειδή οι βουλευτές που αντιτίθενται στο Brexit αισθάνονται δεσμευμένοι από τα αποτελέσματα του περσινού δημοψηφίσματος. Όμως δεν είναι: η δουλειά των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων είναι να ασκούν την κρίση τους, όχι απλά να διοχετεύουν δημοφιλείς απόψεις με τις οποίες διαφωνούν. Το τίμιο πράγμα που έχουν να κάνουν οι υποστηρικτές της παραμονής της Βουλής των Κοινοτήτων είναι να ψηφίσουν κατά του Brexit, να εξηγήσουν την απόφασή τους στα εκλογικά τους τμήματα και να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες στις επόμενες εκλογές.
Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Οι Συντηρητικοί βουλευτές θα υποστηρίξουν το σχέδιο της Μέι για το Brexit λόγω κομματικής αφοσίωσης. Το κόμμα των Εργατικών και ο μη δημοφιλής αρχηγός του φοβούνται μια συντριπτική ήττα στις επόμενες εκλογές: έχουν πει πως δε θα αμφισβητήσουν την απέχθεια των ψηφοφόρων για την ΕΕ. Ένα νομοσχέδιο για την ενεργοποίηση του άρθρου 50 θα φτάσει στη βουλή μέσα σε λίγες ημέρες, και το πιο πιθανό είναι ότι θα περάσει με ευκολία.
Εάν το Brexit προχωρήσει, η πρόκληση για το Ηνωμένο Βασίλειο είναι να ελαχιστοποιήσει το κόστος του. Αυτό προϋποθέτει μια τακτική διαδικασία δύο μερών: μια μετάβαση που θα αποφύγει την απότομη διακοπή των υπαρχόντων ρυθμίσεων, ακολουθούμενη από μια πιο μακροπρόθεσμη συμφωνία για το εμπόριο και άλλα θέματα. Η Μέι έχει κάνει ξεκάθαρο πως το Ηνωμένο Βασίλειο θα επιμείνει για τον έλεγχο των συνόρων του, των νόμων και των εμπορικών σχέσεων με τις χώρες εκτός της ΕΕ – κάτι που σημαίνει πως δεν μπορεί να παραμείνει μέλος της κοινής αγοράς της Ευρώπης. Όμως όπως τονίζει η κυβέρνηση, αυτό δεν αποκλείει τις κοντινές και φιλικές σχέσεις, που θα υπηρετούν τα συμφέροντα και των δύο πλευρών.
Ωστόσο, η ΕΕ δε θέλει να ενθαρρύνει άλλες εξόδους, δείχνοντας να ανταμείβει το Ηνωμένο Βασίλειο για την επανάστασή του. Εάν η Μέι και οι υπουργοί της θέλουν να διαπραγματευτούν αποτελεσματικά, οι διαφωνούντες μέσα και εκτός κοινοβουλίου θα πρέπει να προσπαθήσουν να μην αποδυναμώσουν τη χαρτί της με αμφισβητήσεις, δημιουργώντας διαδικαστικά εμπόδια, ή νομοθετώντας κόκκινες γραμμές για να περιορίσουν το περιθώριο ελιγμών της.
Το δικαστήριο έχει απαλείψει ένα τέτοιο εμπόδιο, αποφασίζοντας πως το Brexit είναι μια απόφαση για το κοινοβούλιο ολόκληρου του Ηνωμένου Βασιλείου – τα αποκεντρωμένα νομοθετικά σώματα της Σκωτίας και της Βόρειας Ιρλανδίας δεν έχουν δικαίωμα βέτο. Θα πρέπει φυσικά να βρεθούν διευθετήσεις και με τα δύο. Στο τέλος των διαπραγματεύσεων, το κοινοβούλιο θα κληθεί να ψηφίσει για τις νέες ρυθμίσεις. Στο μεταξύ, η διευθέτηση αυτών των δυσκολιών δε θα γίνει πιο εύκολη από περαιτέρω διαδικαστικές καθυστερήσεις και επιπλοκές.
Ό,τι κι αν συμβεί στη συνέχεια, η έξοδος από την ΕΕ θα είναι δύσκολη – όμως ο μεθοδικός σχεδιασμός και η αποτελεσματική διαπραγμάτευση θα κάνουν τη διαφορά. Εάν το κοινοβούλιο δε θέλει να χρησιμοποιήσει τη δύναμή του για να σταματήσει το Brexit, μπορεί τουλάχιστον να αποφασίσει να το κάνει όσο πιο εύκολο μπορεί.