Με τη Βρετανία να ετοιμάζεται να εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ένωση, η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι χρειάζεται όλους τους φίλους που μπορεί να έχει.
Αυτό εξηγεί την επίσκεψή της στον Λευκό Οίκο την Παρασκευή, την πρώτη επίσκεψη ξένου αρχηγού κράτους για τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Το ερώτημα είναι, τι έχει να κερδίσει εκείνος;
Όπως και πολλά άλλα στην εποχή του Τραμπ, αυτή η επαναπροσέγγιση είναι ταυτόχρονα απρόβλεπτη και, ιδιαίτερα για το Ηνωμένο Βασίλειο επικίνδυνη. Εάν όμως ο πρόεδρος το θέλει τόσο πολύ, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει μια παραγωγική σχέση με την πρωθυπουργό για να δείξει πως είναι εξίσου ικανός να συνεργαστεί όσο και να συγκρουστεί.
Ο βασικός στόχος της Μέι είναι να δείξει πως η Βρετανία μπορεί να πετύχει διεθνώς χωρίς να είναι μέλος της ΕΕ. Εντάσεις για τις εμπορικές σχέσεις με την Ευρώπη είναι αναμφίβολο πως θα προκύψουν καθώς θα προχωρήσουν οι συζητήσεις για το Brexit. Οι στενότερες εμπορικές σχέσεις με τις ΗΠΑ, ιδανικά υπό τη μορφή μιας νέας συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών, θα ήταν πολύτιμες από μόνες τους, αλλά επίσης θα έδειχναν πως η αποχώρηση από την ΕΕ μπορεί να είναι το ξεκίνημα μιας νέας εποχής παγκόσμιας παρουσίας για το Ηνωμένο Βασίλειο.
Από την οπτική γωνία της Βρετανίας, επιπλέον, μια στενή φιλία με τις ΗΠΑ έρχεται φυσικά. Πολιτισμικά και ιστορικά, το Ηνωμένο Βασίλειο είναι τόσο χώρα του Ατλαντικού όσο και μέρος της Ευρώπης. Οι βρετανοί πρωθυπουργοί πάντα ανέπτυσσαν στενούς δεσμούς με τις ΗΠΑ.
Ωστόσο, αυτή η «ιδιαίτερη σχέση» (όπως την αποκαλούν οι βρετανοί) δεν έχει πάντα λειτουργήσει προς το συμφέρον τους. Ο Ρόναλντ Ρέιγκαν και η Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν γνωστοί για την καλή τους σχέση, όμως η απερίσκεπτη και απεριόριστη στήριξη του Τόνι Μπλερ στις περιπέτειες του Τζορτζ Μπους στο Ιράκ κατέστρεψαν τη φήμη του Μπλερ. Η απερισκεψία του Τραμπ κρύβει μεγάλους πολιτικούς κινδύνους για τη Μέι.
Η ομιλία της στη Φιλαδέλφεια την Πέμπτη δείχνει πως το γνωρίζει. Εγκωμιάζοντας τις ΗΠΑ, μίλησε για τις ευθύνες της παγκόσμιας ηγεσίας και την ανάγκη υπεράσπισης της ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παραδοσιακά μοτίβα που δεν είναι ακριβώς… τραμπικά. Το να κάνει το «πρώτα η Αμερική» συνεπές με την πεφωτισμένη ιδέα της παγκόσμιας ηγεσίας δεν είναι ψηλά στη λίστα των προτεραιοτήτων του Τραμπ, και είναι δύσκολο να φανταστούμε πως θα είναι δεκτικός σε πειθώ. Η Μέι θα πρέπει, κατά συνέπεια, να κρατήσει μια συνετή απόσταση.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει η πιθανότητα η συνέχιση της ειδικής σχέσης να βοηθήσει και τα δύο έθνη. Μια εμπορική συμφωνία ανάμεσα σε Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ θα απέφερε μικρότερα πλεονεκτήματα στις ΗΠΑ απ’ ότι στη Βρετανία, αλλά θα είχε όφελος παρ’ όλα αυτά. Από τη στιγμή που οι διμερείς εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών σε αγαθά και υπηρεσίες είναι λίγο πολύ ισορροπημένες, και από τη στιγμή που οι βρετανοί εξαγωγείς δεν κλέβουν (όπως μπορεί να το βλέπει ο Τραμπ) εκμεταλλευόμενοι φτηνή εργασία, αυτό θα μπορούσε να είναι το είδος της καλής συμφωνία που ισχυρίζεται ότι υποστηρίζει ο πρόεδρος.
Και σε άλλους τομείς, οι βρετανοί έχουν κάτι να προσφέρουν. Η συνεργασία στα θέματα της άμυνας είναι ήδη στενή, και η Μέι συμφώνησε με τον Τραμπ λέγοντας πως οι υπόλοιπες κυβερνήσεις της Ευρώπης θα πρέπει να τηρήσουν την υπόσχεσή τους να δαπανούν 2% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος τους για την άμυνα. Οι υπηρεσίες πληροφοριών είναι ένας ακόμη τομέας με αμοιβαία οφέλη.
Σε αυτά και άλλα ζητήματα, η Μέι μπορεί να καταφέρει να βοηθήσει τον Τραμπ να αναγνωρίσει μια αλήθεια (αν όχι ένα γεγονός) στην οποία φαίνεται να αντιστέκεται: οι ΗΠΑ έχουν πολλά να κερδίσουν από τις φιλίες και τις συμμαχίες τους.