Η Ευρωπαϊκή Ένωση παλεύει με την Uber και όμοιές της εταιρείες, ψάχνοντας τον καλύτερο τρόπο να ρυθμίσουν επιχειρήσεις που συνδέουν καταναλωτές και πωλητές στη λεγόμενη οικονομία διανομής. Η πολιτική της ΕΕ που διαμορφώνεται φαίνεται να είναι υπερβολικά παρεμβατική.
Ένα μεγάλο ερώτημα για αυτές τις νέες επιχειρήσεις είναι εάν οι άνθρωποι που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους θεωρούνται υπάλληλου (με δικαιώματα προστατευόμενα από τους εργασιακούς νόμους) ή ανεξάρτητοι εργολάβοι (με λίγη ή καθόλου τέτοια προστασία). Η απάντηση δεν είναι εμφανής, και το διακύβευμα είναι υψηλό. Η πρώτη αντιμετώπιση θα μπορούσε να βλάψει πολλές επιχειρήσεις, η δεύτερη μπορεί να αφήσει τους εργαζόμενους ευάλωτους σε εκμετάλλευση.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητά μια μαξιμαλιστική προσέγγιση. Πρόσφατα πρότεινε ένα ισχυρό Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων, συμπεριλαμβάνοντας εργασιακές εγγυήσεις για όλους τους εργαζομένους, «ανεξάρτητα από το είδους του συμβολαίου και την εργασιακή σχέση». Αυτός ο «πυρήνας κοινωνικών δικαιωμάτων» είναι εντυπωσιακά ευρύς, συμπεριλαμβάνοντας προβλέψεις για την ισορροπία εργασίας-ζωής, την εκπαίδευση, την άδεια μητρότητας, τις συλλογικές συμβάσεις, τη στήριξη για ανθρώπους με αναπηρίες στον χώρο εργασίας, και πολλά ακόμη πέραν αυτών.
Οι πολιτικοί παράγοντες της Ευρώπης βλέπουν τα οφέλη της οικονομίας διανομής, όμως θεωρούν ύποπτο ένα επιχειρηματικό μοντέλο που πετυχαίνει εν μέρει λόγω της μειωμένης ρύθμισης: η ΕΕ φοβάται οτιδήποτε που αποδυναμώνει τη δέσμευσή της για την κοινωνική προστασία. Το πρόβλημα είναι, οι εργασιακοί νόμοι σε πολλές χώρες της ευρωζώνης ήδη δυσκολεύουν τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την καινοτομία. Η επέκταση αυτού του πλαισίου στις λεγόμενες εταιρείες πλατφόρμας θα αποθάρρυνε τη δημιουργία και την εξέλιξη νέων επιχειρήσεων. Θα εμπόδιζε επίσης τον αυτοματισμό – στην πράξη, λύνοντας το πρόβλημα της προστασίας των εργαζομένων μειώνοντας τον αριθμό των εργαζομένων.
Η καλύτερη λύση είναι να δώσουν έμφαση στην ευελιξία, με δύο βασικούς τρόπους.
Πρώτον, αντί να στοχεύει να επιβάλει μια λύση από πάνω προς τα κάτω, η ΕΕ θα πρέπει να δεχτεί διαφορετικές προσεγγίσεις στα κράτη-μέλη της. Να αφήσει τους εθνικούς ρυθμιστές να δοκιμάσουν διαφορετικά μοντέλα και να δει τι δουλεύει καλύτερα. Δεύτερον, να αποδεχτεί πως πολλά μη παραδοσιακά είδη εργασίας δεν εντάσσονται αυτόματα στις παλιές κατηγορίες του υπαλλήλου ή του αυτοαπασχολούμενου. Κάποιες δικαιοδοσίες αναγνωρίζουν μια τρίτη ομάδα – τους εξαρτημένους εργολάβους. Για τους εργαζομένους που συνδυάζουν στοιχεία των υπαλλήλων (κατευθύνσεις από διευθυντές, για παράδειγμα) και των ανεξάρτητων εργολάβων (ελευθερία στο πότε και αν θα εμφανιστούν στη δουλειά), μια παρόμοια υβριδική προσέγγιση με πολύ ελαφρύτερο ρυθμιστικό χέρι φαίνεται να είναι η λογική λύση.
Την ίδια στιγμή, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αποδεχτούν τον ρόλο των φορολογουμένων στην παροχή καλύτερης οικονομικής ασφάλειας στους εργαζόμενους, όποιοι κι αν είναι οι όροι της απασχόλησής τους. Οι πιο ευέλικτες εργασιακές συμφωνίες μπορούν να αυξήσουν την ανασφάλεια, η οποία αυξάνει την ανάγκη για ένα πιο αποτελεσματικό κοινωνικό δίχτυ προστασίας. Αυτή η προστασία θα πρέπει να θεωρείται δημόσιο αγαθό, να χρηματοδοτείται από τους πολίτες γενικότερα. Η απόθεση αυτού του κόστους στους εργοδότες απλά θα μειώσει τη ζήτηση για εργαζομένους.
Γι’ αυτόν τον λόγο, με ή χωρίς εταιρείες σαν την Uber, η Ευρώπη θα πρέπει να απελευθερώσει τους εργασιακούς της νόμους γενικότερα. Η χρήση του «πυρήνα κοινωνικών δικαιωμάτων» στην οικονομία διανομής πράγματι θα προωθούσε την ισότητα – δίνοντας σε περισσότερους ανθρώπους ίση ευκαιρία να μείνουν άνεργοι.